Στό σχολικό βιβλίο «Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας» τῆς Β' Γυμνασίου ΟΕΔΒ, ὑπῆρχε τό Γράμμα τοῦ ἀρχηγοῦ Ἰνδιάνικης φυλῆς, τοῦ Σηάτλ, πρός τόν πρόεδρο τῆς Ἀμερικῆς Φραγκλῖνο Πήρς (1853-1857), ὅταν ὁ τελευταῖος ζήτησε ἀπό τόν Σηάτλ νά πουλήσει στήν κυβέρνηση τή γῆ του. Τό γράμμα μετέφρασε ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος ἀπό τήν ἐφημερίδα τοῦ Madras «Τhe Hindu» τῆς 29/5/1976 καί τό δημοσίευσε στό «ΒΗΜΑ» στίς 16 Ἰανουαρίου τοῦ 1977.
(Μᾶλλον ἦταν λόγος πού ἐκφώνησε ὡς ἀπάντηση ὁ Σηάτλ καί ὁ ὁποῖος καταγράφηκε ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπό τόν παρόντα ἐκεῖ Η.Α. Smith, τήν ἀπάντηση δέ αὐτή τήν ἔδωσε στή δημοσιότητα ἡ ἀμερικανική κυβέρνηση 121 χρόνια μετά, τό 1976, στό γιορτασμό τῶν 200 χρόνων ἀπό τή διακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας. Ὅπως καί να ’χει, πρόκειται γιά τό κείμενο μιᾶς ἀπάντησης, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1854 καί εἶναι κείμενο πραγματικά προφητικό!)
Οἱ Ἰνδιάνοι Suquamish ἦσαν ἄριστοι ψαράδες, χαράκτες, κατασκευαστές καλαθιῶν καί κανό. Στά μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἡ τότε κυβέρνηση τῶν ἀμερικανῶν ἀποίκων τοὺς ἀνακοίνωσε τήν πρόθεσή της νά ἀγοράσει τή γῆ τους καί νά τούς μεταφέρει σέ ἕναν ἄλλο τόπο γιά νά ζήσουν. Ἐκείνη τήν ἐποχή ἀρχηγός τῆς φυλῆς Suquamish ἦταν ὁ See-at-la, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τό 1786 καί πέθανε στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1866. Ἀπό τό ὄνομά του πῆρε τό ὄνομά της ἡ πολιτεία τοῦ Σηάτλ.
Ἡ πρόταση αὐτῆς τῆς ἀγοραπωλησίας ἦταν ἐντελῶς ξένη στίς ἀντιλήψεις καί στόν τρόπο ζωῆς τῶν Ἰνδιάνων, ὁ δεσμός τῶν ὁποίων μέ τή φύση εἶναι ἱερός καί ἀδιάσπαστος, ὅπως ἡ ἀδερφική ἀγάπη. Ὁ Σηάτλ ἐκφράζει μέ περηφάνια καί σεβασμό στήν παράδοση τόν τρόπο σκέψης τῆς φυλῆς του, ὁ ὁποῖος διαφέρει πλήρως ἀπό τίς ὑλικές ἀξίες καί τόν κατακτητικό πολιτισμό τῶν λευκῶν. Οἱ σκέψεις πού διατυπώνει ὁ Σηάτλ ἀπέχουν ἀπό ἐμᾶς πάνω ἀπό ἐνάμιση αἰώνα, εἶναι ὅμως ἐξαιρετικά ἐπίκαιρες στήν ἐποχή μας, τώρα πού ὅλοι πλέον βιώνουμε τίς ὀλέθριες συνέπειες ἀπό τήν ὑπερβολική ἐκμετάλλευση τῶν φυσικῶν πόρων, τή μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος καί τή διαρκῶς ἐπεκτεινόμενη οἰκολογική καταστροφή τοῦ πλανήτη μας.
Ἡ Ἐπιστολή
«Ὁ μεγάλος ἀρχηγός στήν Οὐάσιγκτον μηνάει* πώς θέλει νά ἀγοράσει τή γῆ μας. Ὁ μεγάλος ἀρχηγός μηνάει ἀκόμα λόγια φιλικά καί καλοθέλητα. Καλοσύνη του, γιατί ξέρομε πώς αὐτός λίγο τή χρειάζεται ἀντίστοιχα τή φιλία μας.
Τήν προσφορά του θά τή μελετήσαμε, γιατί ξέρομε πώς, ἄν δέν τό πράξουμε, μπορεῖ ὁ λευκός νά προφτάσει μέ τά ὅπλα καί νά πάρει τή γῆ μας.
Πῶς μπορεῖτε νά ἀγοράζετε ἤ νά πουλᾶτε τόν οὐρανό - τή ζέστα τῆς γῆς; Γιά μᾶς μοιάζει παράξενο. Ἡ δροσιά τοῦ ἀγέρα ἤ τό ἄφρισμα τοῦ νεροῦ ὡστόσο δέ μᾶς ἀνήκουν. Πῶς μπορεῖτε νά τά ἀγοράσετε ἀπό μᾶς; Κάθε μέρος τῆς γῆς αὐτῆς εἶναι ἱερό γιά τό λαό μου. Κάθε ἀστραφτερή πευκοβελόνα, κάθε ἀμμούδα στίς ἀκρογιαλιές, κάθε θολούρα στό σκοτεινό δάσος, κάθε ξέφωτο καί κάθε ζουζούνι πού ζουζουνίζει εἶναι στή μνήμη καί στήν πεῖρα τοῦ λαοῦ μου, ἱερό.
Ξέρομε πώς ὁ λευκός δέν καταλαβαίνει τούς τρόπους μας. Τά μέρη τῆς γῆς, τό ἕνα μέ τό ἄλλο, δέν κάνουν γι' αὐτόν διαφορά, γιατί εἶναι ἕνας ξένος πού φτάνει τή νύχτα καί παίρνει ἀπό τή γῆ ὅλα ὅσα τοῦ χρειάζονται. Ἡ γῆ δέν εἶναι ἀδερφός του, ἀλλά ἐχθρός πού πρέπει νά τόν καταχτήσει, καί ἀφοῦ τόν καταχτήσει, πηγαίνει παρακάτω. Μέ τό ταμάχι* πού ἔχει θά καταπιεῖ τή γῆ καί θά ἀφήσει πίσω του μιὰ ἔρημο. Ἡ ὄψη πού παρουσιάζουν οἱ πολιτεῖες σας, κάνει κακό στά μάτια τοῦ ἐρυθρόδερμου. Ὅμως αὐτό μπορεῖ καί νά συμβαίνει ἐπειδή ὁ ἐρυθρόδερμος εἶναι ἄγριος καί δέν καταλαβαίνει.
Ἄν ἀποφασίσω καί δεχτῶ, θά βάλω ἕναν ὅρο. Τά ζῶα τῆς γῆς αὐτῆς ὁ λευκός θά πρέπει νά τά μεταχειριστεῖ σάν ἀδέρφια του. Τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος δίχως τά ζῶα; Ἄν ὅλα τά ζῶα φύγουν ἀπό τή μέση, ὁ ἄνθρωπος θά πεθάνει ἀπό μεγάλη ἐσωτερική μοναξιά, γιατί ὅσα συμβαίνουν στά ζῶα, τά ἴδια συμβαίνουν στόν ἄνθρωπο. Ἕνα ξέρομε, πού μπορεῖ μιὰ μέρα ὁ λευκός νά τό ἀνακαλύψει: ὁ Θεός μας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Μπορεῖ νά θαρρεῖτε πώς Ἐκεῖνος εἶναι δικός σας, ὅπως ζητᾶτε νά γίνει δική σας ἡ γῆ μας. Ἀλλά δέν τό δυνόσαστε.* Ἐκεῖνος εἶναι Θεός τῶν ἀνθρώπων. Καί τό ἔλεός Του μοιρασμένο ἀπαράλλαχτα σέ ἐρυθρόδερμους καί λευκούς. Αὐτή ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ὅποιος τή βλάφτει, καταφρονάει τό Δημιουργό της. Θά περάσουν οἱ λευκοί - καί μπορεῖ μάλιστα γρηγορότερα ἀπό ἄλλες φυλές. Ὅταν μαγαρίζεις* συνέχεια τό στρῶμα σου, κάποια νύχτα θά πλαντάξεις ἀπό τίς μαγαρισιές σου.
Ὅταν ὅλα τά βουβάλια σφαχτοῦν, ὅταν ὅλα τά ἄγρια ἀλόγατα μερέψουν, ὅταν τήν ἱερή γωνιά τοῦ δάσους τή γιομίσει τό ἀνθρώπινο χνῶτο καί τό θέαμα τῶν φουντωμένων λόφων τό κηλιδώσουν τά σύρματα τοῦ τηλέγραφου μέ τό βουητό τους, τότες ποῦ νά βρεῖς τό ρουμάνι;* Ποῦ νά βρεῖς τόν ἀϊτό; Καί τί σημαίνει νά πεῖς ἔχε γειά στό φαρί* σου καί στό κυνήγι; Σημαίνει τό τέλος τῆς ζωῆς καί τήν ἀρχή τοῦ θανάτου.
Πουθενά δέ βρίσκεται μιὰ ἥσυχη γωνιά μέσα στίς πολιτεῖες τοῦ λευκοῦ. Πουθενά δέ βρίσκεται μιὰ γωνιά νά σταθεῖς νά ἀκούσεις τά φῦλλα στά δέντρα τήν ἄνοιξη ἤ τό ψιθύρισμα πού κάνουν τά ζουζούνια πεταρίζοντας. Ὅμως μπορεῖ, ἐπειδή, καταπὼς εἶπα, εἶμαι ἄγριος καί δέν καταλαβαίνω - μπορεῖ μονάχα γιά τό λόγο αὐτόν ὁ σαματᾶς* νά ταράζει τά αὐτιά μου.
Μά τί μένει ἀπό τή ζωή, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἀφουγκραστεῖ τή γλυκιά φωνή ποὺ βγάνει τό νυχτοπούλι ἤ τά συνακούσματα τῶν βατράχων ὁλόγυρα σέ ἕνα βάλτο μέσα στή νυχτιά; Ὁ ἐρυθρόδερμος προτιμάει τό ἁπαλόηχο ἀγέρι λαγαρισμένο* ἀπό τήν καταμεσήμερη βροχή ἤ μοσχοβολημένο μέ τό πεῦκο. Τοῦ ἐρυθρόδερμου τοῦ εἶναι ἀκριβός ὁ ἀγέρας, γιατί ὅλα τά πάντα μοιράζονται τήν ἴδια πνοή - τά ζῶα, τά δέντρα, οἱ ἄνθρωποι. Ὁ λευκός δέ φαίνεται νά δίνει προσοχή στόν ἀγέρα πού ἀνασαίνει. Σάν ἕνας πού χαροπολεμάει γιά μέρες πολλές, δέν ὀσμίζεται* τίποτα.
Ἄν ξέραμε, μπορεῖ νά καταλαβαίναμε - ἄν ξέραμε τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ, τίς ἐλπίδες πού περιγράφει στά παιδιά του τίς μακριές χειμωνιάτικες νύχτες, τά ὁράματα πού ἀνάφτει στό μυαλό τους, ὥστε ἀνάλογα νά δέονται γιά τήν αὐριανή. Ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε ἄγριοι. Μᾶς εἶναι κρυφά τά ὄνειρα τοῦ λευκοῦ. Καί ἐπειδή μᾶς εἶναι κρυφά, θά ἐξακολουθήσομε τό δρόμο μας. Ἄν τά συμφωνήσομε μαζί, θά τό πράξομε, γιά νά σιγουρέψομε τίς προστατευόμενες περιοχές πού μᾶς τάξατε. Ἐκεῖ θά ζήσομε, μπορεῖ, τίς μετρημένες μέρες μας καταπὼς τό θελήσαμε.
Ὅταν ὁ στερνός ἐρυθρόδερμος λείψει ἀπό τή γῆ, καί ἀπό τή μνήμη δέν ἀπομείνει παρά ὁ ἴσκιος ἀπό ἕνα σύννεφο πού ταξιδεύει στόν κάμπο, οἱ ἀκρογιαλιές αὐτές καί τά δάση θά φυλάγουν ἀκόμα τά πνεύματα τοῦ λαοῦ μου - τί* αὐτή τή γῆ τήν ἀγαποῦν, ὅπως τό βρέφος ἀγαπάει τό χτύπο τῆς μητρικῆς καρδιᾶς.
Ἄν σᾶς τήν πουλήσομε τή γῆ μας, ἀγαπῆστέ την, καθώς τήν ἀγαπήσαμε ἐμεῖς, φροντίστε την, καθώς τή φροντίσαμε ἐμεῖς, κρατῆστε ζωντανή στό λογισμό σας τή μνήμη τῆς γῆς, ὅπως βρίσκεται τή στιγμή πού τήν παίρνετε, καί μέ ὅλη σας τή δύναμη, μέ ὅλη τήν τρανή μπόρεσή σας, μέ ὅλη τήν καρδιά σας, διατηρῆστέ τη γιά τά τέκνα σας, καί ἀγαπῆστέ την, καθώς ὁ Θεός ἀγαπάει ὅλους μας.
Ἕνα ξέρομε - ὁ Θεός σας εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Ἡ γῆ Του εἶναι ἀκριβή. Ἀκόμα καί ὁ λευκός δέ γίνεται νά ἀπαλλαχτεῖ ἀπό τήν κοινή μοῖρα*».
..................................
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
* μηνάει; στέλνει μήνυμα
* ταμάχι: πλεονεξία
* δέν τό δυνόσαστε: δέν μπορεῖτε
* μαγαρίζεις: λερώνεις
* ρουμάνι: δάσος
* φαρί: ἄλογο
* σαματᾶς: φασαρία
* λαγαρισμένος: καθαρισμένος
* ὀσμίζεται: μυρίζει
* τί: γιατί
* ἡ κοινή μοῖρα: ἐννοεῖ τό θάνατο