Κάτου στην
ακροποταμιά, μέσα στις καλαμιές,
στέκω και περιμένω
μέχρι να δω για μια στιγμή την πέστροφα να ξεπετιέται πάνω απ’ το νερό,
μέχρι να δω τη ράχη της να λαμπυρίζει στο φως πριν βυθιστεί ξανά
στο άγριο ρεύμα,
αφήνοντας πίσω της το στιγμιαίο ίχνος του αφανέρωτου,
το αντιφέγγισμα απ’ το λυχνάρι του στρατοκόπου μες τη νύχτα,
που κόβει το συρματόπλεγμα για να διαβεί τα σύνορα.
στέκω και περιμένω
μέχρι να δω για μια στιγμή την πέστροφα να ξεπετιέται πάνω απ’ το νερό,
μέχρι να δω τη ράχη της να λαμπυρίζει στο φως πριν βυθιστεί ξανά
στο άγριο ρεύμα,
αφήνοντας πίσω της το στιγμιαίο ίχνος του αφανέρωτου,
το αντιφέγγισμα απ’ το λυχνάρι του στρατοκόπου μες τη νύχτα,
που κόβει το συρματόπλεγμα για να διαβεί τα σύνορα.
Μ’ άλματα κόντρα στο ρεύμα
Το διάφανο
και η ζωή:
Στους
κόρφους της πέτρας
που
ρίζωσε στο γαλάζιο πόντο
Και
στων βράχων ψηλά
Τις
άχραντες πηγές
κι τις ολάσπρες κρήνες.
3-10-2016.