Share

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΩΣ ΚΥΜΒΑΛΟΝ ΑΛΑΛΑΖΟΝ έργο αρ. 50 του ΑΝΔΡΕΑ Α.ΑΡΤΕΜΗ



ΑΝΔΡΕΑ Α.ΑΡΤΕΜΗ
ΩΣ ΚΥΜΒΑΛΟΝ ΑΛΑΛΑΖΟΝ έργο αρ. 50 για Όργανο και Φωνή.
(στο συγκεκριμένο βίντεο ακούγονται μόνο οι τρείς ενότητες)
Την Μεγάλη Πέμπτη 2 Μαϊου 2013 πραγματοποιήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης ένα σημαντικό καλλιτεχνικό γεγονός ιστορικό στα χρονικά μιας τέτοια μέρας γεμάτης θρησκευτικής ευλάβειας με αφορμή τη μέρα παρουσίασης του συνθετικού έργου του Ανδρέα Α. Αρτέμη. Σε ένα χώρο άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία του Ηρακλείου τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. (Από τα πρώτα χρόνια της ενετοκρατίας, στον 13ο μ.Χ. αιώνα (1239), οι Ενετοί θέλοντας να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην καινούρια τους αποικία (Ηράκλειο), και παράλληλα να εκδηλώσουν την ευγνωμοσύνη και την αγάπη τους προς την πατρίδα τους, έχτισαν στο κέντρο της πόλης ένα ναό (βασιλική) αφιερωμένο στον προστάτη της Βενετίας, τον Αγιο Μάρκο. Εδώ λάμβαναν χώρα οι επίσημες τελετές της ενετικής διοίκησης ενώ επίσης εδώ τάφονταν οι ενετοί άρχοντες).
Αντηχούσε η φωνή του στο χώρο της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου του Ηρακλείου τη Μεγάλη Πέμπτη 2013. Έμοιαζε σαν κραυγή αλαλάζοντος Θρήνου. Ανέβαινε στα ψηλά και στα χαμηλά έτριζαν τα κόκκαλα των Δόγηδων που είναι από αιώνες θαμμένοι εκεί ακριβώς που όρθιος τραγούδαγε. Τα Κύμβαλα με τον ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου σου, ηχούσε την έναρξη- κάλεσμα ως πρώτη σφραγίδα τελετουργικού, σπάνιας βαρύτητας μουσικού έργου. Κι ύστερα οι φωνές να διαδέχεται η μια την άλλη. Γεμάτες φωνές. Φωνές επουράνιας προστασίας Αρχαγγέλων που ανεβοκατέβαιναν στο κρυφό μυστήριο της έμπνευσης...(E.X)

Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις Πρίγγου ΠΕΡΙΣΤΕΡΗΣ Μ Τετάρτη πρωί 1975





ΚΑΣΣΙΑΝΗ

“η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή”
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,
την σήν αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,
οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,
ζοφώδης τε και ασέληνος ερως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,
ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ,
κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,
ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,
αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις,
ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ώσιν ηχηθείσα,
τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου;
Μη με την σήν δούλην παρίδης,
Ο αμέτρητον έχων το έλεος.