Έρωτα ανέπαφε στο οξείδιο του καιρού
σήκω και ρίξ΄ τα βέλη σου παντού
σύρ’ το χορό ως νά’ρθει το πρωί
φωτιά να πάρει η παλιοζωή.
Έρωτα ανέπαφε στο χάραγμα του νου
άνοιξε στην καρδιά τις πύλες τ’ ουρανού
σμίξε με πάθος σώμα και ψυχή
χαρά ζωής να γίνει η κάθε ευχή.
Στα σμαραγδένια μάτια της ο έρωτας μιλά
στον άσπρο της λαιμό ο πόθος μου κυλά
κι ένα της δάκρυ σπαραγμός κρυφός
το αγέννητο και γεννημένο φως.