Share

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ (6-5-2015)

Όλα  απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου  ήταν η Μυρτώ
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,        
το παράθυρο ανοιχτό κοιτάζοντας τη θάλασσα,
ο αέρας που ξεφυλλίζει τις σελίδες,
το βάρος της νοσταλγίας που επιμένει
κι ο χρόνος άνεργος γλύπτης που πηγαινοέρχεται  
ψάχνοντας να βρει το πρόσωπό της.

ΕΛΥΤΗΣ- ερμηνευτικά σχόλια

http://elytis-dimoula.blogspot.gr/2012/10/blog-post_10.html

Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων»

Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων»
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες 
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους. 
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο 
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Xίμαιρας 
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση! 
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου 
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω 
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών 
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες 
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων 
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους 
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη 
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα 
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού 
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα 
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο 
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε 
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του 
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση 
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος 
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας 
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα 
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. 
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο
άλλο καλοκαίρι, 
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια 
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους, 
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές 
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο. 

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο, 
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας 
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Μάντη

Read more: http://latistor.blogspot.com/2011/04/blog-post.html#ixzz3ZLZgSIFq

http://latistor.blogspot.gr/2011/04/blog-post.html

ΕΛΥΤΗΣ-Βικιφθέγματα

http://el.wikiquote.org/wiki/κντΕΛΥΤΗΣ.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ- ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)

http://grigogrigogr.tripod.com/marianefeli.htm

ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)

http://grigogrigogr.tripod.com/prosanatolismoifront.htm

Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ Άνοιξη μ.Χ.

Άνοιξη μ.Χ.

Πάλι με την άνοιξηφόρεσε χρώματα ανοιχτάκαι με περπάτημα αλαφρύπάλι με την άνοιξη5πάλι το καλοκαίριχαμογελούσε.
Μέσα στους φρέσκους ροδαμούςστήθος γυμνό ώς τις φλέβεςπέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή10πέρα απ’ τους άσπρους γέροντεςπου συζητούσαν σιγανάτί θα ’τανε καλύτερονα παραδώσουν τα κλειδιάή να τραβήξουν το σκοινί15να κρεμαστούνε στη θηλιάν’ αφήσουν άδεια σώματακει που οι ψυχές δεν άντεχανεκεί που ο νους δεν πρόφταινεκαι λύγιζαν τα γόνατα.
20Με τους καινούριους ροδαμούςοι γέροντες αστόχησανκι όλα τα παραδώσανεαγγόνια και δισέγγονακαι τα χωράφια τα βαθιά25και τα βουνά τα πράσινακαι την αγάπη και το βιοςτη σπλάχνιση και τη σκεπήκαι ποταμούς και θάλασσα·και φύγαν σαν αγάλματα30κι άφησαν πίσω τους σιγήπου δεν την έκοψε σπαθίπου δεν την πήρε καλπασμόςμήτε η φωνή των άγουρων·κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά35κι ήρθε η μεγάλη στέρησημαζί μ’ αυτή την άνοιξηκαι κάθισε κι απλώθηκεωσάν την πάχνη της αυγήςκαι πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά40μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησεκαι την ψυχή μας τύλιξε.
Μα εκείνη χαμογέλασεφορώντας χρώματα ανοιχτάσαν ανθισμένη αμυγδαλιά45μέσα σε φλόγες κίτρινεςκαι περπατούσε ανάλαφραανοίγοντας παράθυραστον ουρανό που χαίροντανχωρίς εμάς τους άμοιρους.50Κι είδα το στήθος της γυμνότη μέση και το γόνατοπως βγαίνει από την παιδωμήνα πάει στα επουράνιαο μάρτυρας ανέγγιχτος55ανέγγιχτος και καθαρός,έξω απ’ τα ψιθυρίσματατου λαού τ’ αξεδιάλυταστον τσίρκο τον απέραντοέξω απ’ το μαύρο μορφασμό60τον ιδρωμένο τράχηλοτου δήμιου π’ αγανάχτησεχτυπώντας ανωφέλευτα.
Έγινε λίμνη η μοναξιάέγινε λίμνη η στέρηση65ανέγγιχτη κι αχάραχτη.
16 Μαρτίου 1939