Από τον δίσκο «Οι μπαλάντες της οδού Ατθίδων»
Μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ποίηση Διονύσης Καψάλης
Ερμηνεία Γιώργος Φλωράκης
Η μπαλάντα των Ατθίδων
Δεν είναι ο τρόπος που χαμήλωναν τα μάτια,
μια κόπωση στα βλέφαρα που είχαν ξεβάψει.
Μια εκκρεμότητα φιλιού στα σκαλοπάτια
έξω απ’ την πόρτα τους, τη νύχτα, με τη λάμψη
πέρα της έναστρης γαλήνης πούχει πάψει
από καιρό στων Αθηνών τις συνοικίες
να ιστορεί τους έρωτες πούχουν συνάψει
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.
Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια,
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.
Μήτε οι μισάνοιχτες ποδιές των εσπερίδων,
τ’ άγουρα ξημερώματα κι οι παραινέσεις·
στις ανθισμένες νερατζιές, οδός Ατθίδων,
η Αλίνα αναλαμβάνεται («πόσο μ’ αρέσεις»)
σε κάποιο αέρα γαλλικό («θα με καλέσεις
πάλι στη χώρα του φιλιού σου, στις αιθρίες;»)
κι επαληθεύονται σαν τρυφερές αιρέσεις
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.
Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια,
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.
Κάτι αόριστα οικείο που επιστρέφει
τελεί τη μνήμη των ωρών και τη μορφή τους.
Τώρα που ο κόσμος αποσύρθηκε κι εκτρέφει
λαούς συμβόλων με κραυγές και παρακλήτους
μόλις που ακούγεται στο βάθος η φωνή τους
με ροδοδάφνες, συντριβάνια, συναυλίες,
γιατί τα δάση που αντηχούν πήραν μαζί τους
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.
Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια,
λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.
Ποιος θα δεχθεί τη λύπη τους, ποιος θα τη γράψει;
Εσείς, Κυρία μου, σε τέτοιες Αρκαδίες,
δε θα φοιτούσατε ποτέ· και θάχουν κλάψει
λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια
Λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.