Ανήμερα της Παναγιάς
της σύναξης το θαύμα
κι όλα τα μονοπάτια
από μέρες ανοιχτά για να περάσουν
προσκυνητές και πανηγυριώτες (πώς να τους ξεχωρίσεις;):
προσκυνητές και πανηγυριώτες (πώς να τους ξεχωρίσεις;):
ξενιτεμένοι, αδέλφια,
φίλοι, συγγενείς, απόκληροι, παρίες, μωρά παιδιά
στην αγκαλιά της
μάνας τους.
Έρχονται απ' όλες
τις μεριές -κάποτε πέντε ώρες δρόμο με
τα πόδια-
πρόσωπα κάθε ηλικίας
ντυμένα τα γιορτινά τους
την εικόνα της
Παναγιάς για να προσκυνήσουν κι έπειτα
ευχές να ανταλλάξουν
και κεράσματα, μέχρι
να πάνε πέρα κάτω απ΄τα
πλατάνια το μεσημέρι
για να φάνε, να πιούν
και να γλεντήσουν με βιολιά και κλαρίνα
ως να νυχτώσει.
Με την καρδιά
ανοιχτή νικήσαμε τον Αδη
και με τη Χάρη της Παναγιάς
ουσία κάναμε τ'
ανούσια και φως γιορτινό το σκοτάδι.
Μ' αλλάξαν απρόσμενα
οι καιροί κι έχασαν το δρόμο τους τ' αστέρια.
τα μονοπάτια έκλεισαν από τα βάτα και τις τσαπουρνιές
κι έμεινε
η εκκλησιά δίχως θεό
κι ο λόγος δίχως
αγάπη.
Την ερημιά μου
ανέλαβα.
Ώρα δώδεκα,
μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου,
μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου,
κάτω απ΄τη γέρικη
συκομουριά,
έκανα σταυρό μοναχός.