Έλαμπε το κρασί στο γυάλινο κανάτι
και η κηλίδα του ήλιου χρύσιζε μέσ’ τα ποτήρια
αφήνοντας κόκκινες- ξανθές ανταύγειες
πάνω στο μακρύ
χαρούμενο τραπέζι.
Φως από άστρο ανέσπερο αύγιζε στο πρόσωπό σου.
Το χαμογέλιο σου έκλαμψη χιονιού στο πρώτο
αντίκρισμα του ήλιου,
και τα μεγάλα μάτια σου Παναγία των Βλαχερνών
στο «τη Υπερμάχω» της.
Έστρεφε η δύση το ουράνιο πόμολο για ναρθει το βράδυ,
κι εγώ τα μάτια της ψυχής σου εμπιστεύτηκα
για ν’ ανιχνεύσω το σκοτάδι.