Σβησμένες όλες οι
φωτιές οι πλάστρες μες τη Χώρα.
Κ. ΠΑΛΑΜΑΣ, Η
Φλογέρα του Βασιλιά (Πρόλογος)
…εν βέλασμα που
όσοι το ενστερνίζονται σώζονται πάντα.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, Το Μέγα Βέλασμα
Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν
άρμοσα,
τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου
έριξα,
γενναιόδωρα πίσω μου έριξα
την Ισχύ και τη Γνώση.
…………………………………………………
Kαι βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο
άλλος…
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ,
Άξιον Εστί (Τα Πάθη, σ.35, 59).
Ο ήλιος αυτός ήταν
δικό μας˙ τον κράτησες ολόκληρο
δε θέλησες να μ’
ακολουθήσεις.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, Ο Δικός μας Ήλιος.
Και
συ τσούλα των δημίων επιστήμη,
της
αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,
και
συ πρόστυχη πένα και μολύβι,
του
βούρκου λιβανίζετε την μπόχα
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Εμείς δε θέλαμε
ποτέ να πεθάνουμε
Εμείς μπορούσαμε να
πεθάνουμε μονάχα για τη ζωή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Οι Γειτονιές του Κόσμου
(σ.124,137).
Τους παραπλάνησαν
την ψυχή με πανουργίες, τους θόλωσαν το
μυαλό ώσπου βλέπανε
αλλαντάλλω τα μάτια τους.
Και τους ρίχναν
στον αλληλοσκοτωμό.
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη.
Στο σκελετό
του πέτρινου σπιτιού
πάνω στο
βορεινό παράθυρο, εκεί όπου έβγαινε ο
ήλιος,
κάθεται,
με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό, κι’ αγναντεύει το ποτάμι
που περνάει σα φίδι μεάα απ' τα βουνά.
Κι άλλο
σπίτι πιο κει γυμνό, με γυρτό καμένο το μεσοδόκι
και τον
κισσό ν’ απλώνεται πάνω στ ’ αποκαΐδια.
Αστράφτει
του αλόγου το πέταλο στο καλντερίμι
κι
ανάβει το καντήλι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια
ρίχνοντας
φως ιλαρό στη νυχτωμένη μνήμη.
Δεξιά κι
αριστερά, στις ράχες και τα διάσελα, οι αντίπαλοι στρατοί
σημαδεύοντας
την καρδιά ο ένας του άλλου -όπως οι ξένοι το θελήσαν-,
στ’
όνομα της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης- καημένη πατρίδα-,
ενώ το
αίμα ποτίζει το χώμα και φουσκώνουν τα ρέματα
κι
οι γύπες ψηλά, γυροφέρνοντας,
σαπίμι
οσμίζονται και χαμηλοπετάνε.
Εμφύλιος!
Περήφανα υψώνονταν
τα έλατα
την κατακόρυφο δείχνοντας που πότισε το αίμα
των αδελφών που ξαστόχησαν
κι αλληλοσφάχτηκαν,
γιατί μας σκότωσαν
τον Όμηρο και τον Οδυσσέα
και μείναμε δίχως
τρόπο να συνεννοηθούμε.