"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
Τίτος Πατρίκιος - Μέτρημα του χρόνου
Όπως πλησιάζουν τα τσιγάρα μας τη νύχτα
κι από μια καύτρα χωρίζουν δυό
έτσι κι οι άνθρωποι συναντιούνται και χωρίζουν
από κρατητήριο σε κρατητήριο
από στρατόπεδο σε στρατόπεδο
από σκηνή σε σκηνή.
Σαν τα τζιτζίκια που όταν δε βρίσκουν δέντρα
σκαλώνουν στα τηλεγραφόξυλα
κι εμείς όπου βρεθούμε ριζώνουμε για λίγο
μετρώντας το χρόνο με τις βδομάδες, με τους μήνες
με τις εποχές.
Τώρα έχουμε όλοι ξύλινα καραβάκια
τα βάζουμε δίπλα στα βιβλία
τα στέλνουμε στους δικούς μας
αποχτήσαμε πιάτα και γυάλινα ποτήρια –
δεν έχουμε τίποτα, μας τα έκλεψαν όλα
έμεινε η λάσπη μες στο στόμα.
Είμαστε ντυμένοι ένα μαλακό δέρμα
που ξεσκίζεται εύκολα.
«Τη Βούλα έπρεπε να τη δεις στην Απελευθέρωση
τώρα έρεψε, η δουλειά, οι γέννες, τα τρεχάματα στο τμήμα.»
«Ο Γιώργης έβγαζε τα χαρτιά του για την Αμερική
όταν τον σκοτώσανε στη Χαλκίδα, πριν απ’ το δημοψήφισμα.»
«Ο Ντίνος τα κατάφερε, δηλαδή τι τα κατάφερε
τα μούντζωσε όλα, τώρα έχει πιαστεί γερά στον Καναδά.»
«Το πάτωμα βούλιαζε κάτω απ’ τον μπουφέ
κι εκείνη αγκομαχούσε να τον αλφαδιάσει.
Παράτα τον, της έλεγα, τζάμπα βασανίζεσαι.
Έτσι μια Κυριακή πρωί έσπασε το αγαλματάκι.»
«Ο καπνός από τα Λιπάσματα νύχτα μέρα
κρέμεται πάνω από τη γειτονιά, σε πνίγει,
χημικές ουσίες, που να φύγει αυτός ο βήχας.»
κι εδώ δε μένουμε άνεργοι, παλεύουμε για την επιβίωση
βάζουμε υπογραφές για την ειρήνη, στέλνουμε καταγγελίες
κρατάμε ένα χαράκωμα.
Όμως τα χρόνια δεν τα ζούμε, τα μετράμε,
τα σπρώχνουμε να φύγουν.
Η σύμπτωση Μ.Ρασούλης Λ.Σταμπούλογλου Κ.Σμοκοβίτης
Η σύμπτωση
Έφυγες εσύ από κείνον
έφυγε από μένα η άλλη
ακριβώς την ίδια ώρα
άρχισαν τα μυστήρια πάλι
Λες και ήτανε γραμμένο
μα και προγραμματισμένο
και βρεθήκαμε τυχαία
μια νύχτα στην Αρναία
Συνωμότησε το σύμπαν
κι έκανε ότι μπορούσε
ένα να μας δει ποθούσε
ή ο κόσμος θα χαλούσε
Σύμπτωση το λέει ο κόσμος
αναπόφευκτο ο που ξέρει
μια βαθειά ανάγκη ήταν
νάμαστε οι δυο μας ταίρι
Δισεκατομύρια χρόνια
απ' τ' απείρου τα μπαλκόνια
ο θεός τό 'χε στο νου του
να μας κάνει του εαυτού του
Μανώλης Ρασούλης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)