Και φτάσαμε απ’ όλες τις μεριές
-αθώα τόσο αποδομώντας-
στη διάλυση και το κενό
με τ’ αυτιά μας αλωμένα στης δύναμης τους ήχους και τις σειρήνες
ώσπου ο γκασμάς βιαστικός δίχως να το καταλάβει
τ’ άχτιστο χτύπησε θέμελο
κι όλα αναποδογύρισαν
και το πρόσωπο θάφτηκε κάτω απ΄τα ερείπια.
Καμμιά αρχή μήτε τέλος
δεν έστερξε έκτοτε να φανερωθεί.
Και παραμένουμε σκόρπιοι
Αχρηστευμένα ασυρματοφόρα
Κι αποκομμένες αρμάδες στη έρημο
Δούρειους ίππους να μηχανευόμαστε
Για εχθρούς και φίλους,
Την ώρα που ο Αντώνης μακριά
Ματίζει σιμά στ’ απόβραδο τα δίχτυα
Και τ’ ανασέρνει στο ψαροκάϊκο την αυγή
τον ήλιο χαιρετώντας που βγαίνει απ΄ το πέλαγος
και τον αναίτιο παλμό που σπαρταρά
μέσα στα ροζιασμένα χέρια και τις φλέβες του.
18-7-2017