Share

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ

Ω  τί κακό κι αυτό
εχθρικό το σύμπαν να αποκαλούμε!
κι ας γεννάει  άστρα κι ας πέμπει τη ζωή,
κι ας είναι δική του η  αγκαλιά που μας κρατάει
-κουκούλι ζωής  μες  στ’  αφιλόξενο διάστημα-
γύρω απ’ τον ήλιο να περιφερόμαστε και νά’μαστε εδώ, 
παρόντες, ο ένας απέναντι στον άλλο.

Ω  τι άρρωστος εγωισμός και  τι αντιζηλία
σε διακατέχουν, άνθρωπέ μου,
ώστε συνέπεια λογική να μην έχεις
δεχόμενος  για νοήμονα όντα να μιλάς,
και το σύμπαν που τη νόηση γεννά
ανόητο να νομίζεις!

Όλα να τα ιδιοποιηθείς θέλεις, καλέ μου,
και κατά το συμφέρον σου να τα μεταποιείς
και σαν τους αργυραμοιβούς
απ’ όλα  κέρδος να βγάζεις!

Και να που καλά τα καταφέρνεις
και πίσω απ’ τα μάτια μας
κατάληψη έκανες στο σπίτι που σε φιλοξενεί
και τον νοικοκύρη του  ως εχθρό τον παρουσιάζεις,
ώστε τη νόησή του να ιδιοποιηθείς σαν  προϊόν δικό σου 
και στην αγορά να το πουλήσεις.

Νόηση του ξεπεσμού, της υποταγής, αδελφέ,
της προσαρμογής και των κυκλωμάτων,
παραγωγή homo economicus που βρώμισε τον άνεμο--
βελανιδιά που την κλάδεψαν οι αιώνες
και στο κεντρωμένο κλωνάρι της απάνω
σε κρέμασαν και σ’ έγδαραν ζωντανό
σαν το σφαχτάρι.

Του Λόγου δ΄ εόντος κοινού,
ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίας έχοντες φρόνησιν.



27-9-2014

Γρυπάρης Iωάννης- Tο απόβροχο


Tη νύχτ' απόψε ― η θλίψη της μ' ανάστησε η τρανή,
τη θλίψι μας σα να είχε μελετήση―
τη νύχτ' απόψε ανοίξανε οι έβδομοι ουρανοί
και πόντισε νερό κατακλυσμός τη χτίση.

Στα σκοτεινά εξεχείλισαν των θλίψεων οι πηγές
και χύθηκαν οι κρατημένοι οι θρήνοι
κ' ελπίδα πια δεν έμεινε για νέες πάλι αυγές
τη νύχτα, που είπες η στερνή πως θα είχε μείνη.

Mα έδωκε και ξημέρωσε η ανέλπιστη η αυγή
και στη δροσιά του απόβροχου λουσμένη
σα θάμα νέο πεντοβολά κι αναγαλλιάζ' η γη,
όσ' ο χρυσός ο θρίαμβος του Ήλιου προβαίνει.

Στο μυριοθορυβούμενο κ' ηλιόβολο γιαλό
οι ναύτες τα πανιά των πλοίων ανοίγουν
και ιδές! φαντάζουν τ' άρμενα στο κύμα το ψηλό
πως πρίμα καρτερούνε τον καιρό να φύγουν.

Πώς μας πλανεύει το όνειρο της ευτυχίας ξανά
σαν να ήταν μια φορά να μας γελάση!
σε νέα ταξείδια μάς καλούν τα πλοία στα γαλανά
τα κύματα, που ως να ήπιαν φως κ' έχουν χορτάση.

Kι αν τα κρατούνε οι άγκυρες τ' άρμενα εκεί στη γης
κι αν τα τιμόνια στη στεριά βγαλμένα,
κρυφή λαχτάρα επέρασε τα βάθη μιας ψυχής
κι ανατριχιάζουν τα φτερά τα διπλωμένα.

K' ήρθε κ' εστάθη η μια ψυχή σ' απόψηλη κορφή
και τις ζυγές φτερούγες δοκιμάζει,
ξεχνόντας που τις λάβωσε ― ψυχή, πικρή αδερφή!
τ' αστροπελέκι το παλιό και το χαλάζι.

http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=394&author_id=82