Share

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Δ.Παπαδημητρίου, W.H.Auden Το Σπήλαιο της Αντιύλης (Γ.Φλωράκης, Π.Παπαιω...



Tο Σπήλαιο της Αντιύλης


Μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου
Ποίηση W.H.Auden
Μετάφραση Γιώργος Κοροπούλης
Τραγουδούν Γιώργος Φλωράκης, Πάνος Παπαϊωάννου

Live ηχογράφηση από την Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση
Κύκλος τραγουδιών «Ο Μεγάλος Αιρετικός»

Το σπήλαιο της Αντιύλης

Υπόγειο μπαρ, στη Νέα Υόρκη. Κάθομαι αβέβαιος, φοβισμένος καθώς εκπνέουν οι ευφυείς ελπίδες μιας δεκαετίας
θολής, ανέντιμης, γελοίας.
Κύματα φόβου και οργής
πάνω από τη συσκοτισμένη
πόλη περνούν - κι η μουδιασμένη ζωή μουδιάζει κι άλλο... Ανείπωτου θανάτου αποφορά μιαίνει
τη νύχτα αυτή του Σεπτεμβρίου.
Του Σχίσματος ο ιστορικός,
του Λουθηρανισμού ή απλώς
του Κεφαλαίου, ας εντοπίσει
το τραύμα που έχουμε απωθήσει - αν είναι απώθηση απλώς·
αν κατ ́ εικόναν μας δεν ήταν πάντα ο Θεός ψυχωτικός. Εμείς - μονάχα ό,τι μας είπαν ξέρουμε κι είναι αρκετό:
Αν κάποιον βλάψεις, θα σε βλάψει... Τί άλλο είχε καταγράψει
στην εξορία ο Θουκυδίδης; Λόγοι δισσοί, δημηγορίες:
αυτό ήταν η Δημοκρατία.
Κι όταν τελειώσαν πια τ ́ αστεία, δεν ήταν κάν αυτό... Ιστορίες πολέμων για την Εξουσία
μας λένε ακόμη - μα η ουσία μένει κρυμμένη: η κυνική καταστολή κι εδώ κι εκεί - και η κλεμμένη υπεραξία -
κι η αποβλάκωση... Ω, θα δεις

μες τον ουδέτερον αέρα,
όπου οι τυφλοί ουρανοξύστες ύμνος διάτορος υψώνονται
στην Κοινή Δράση, να ξεχύνονται απόηχοι απ ́ όσα οι χτίστες
της Βαβέλ πάσχιζαν να πουν... Πλήθη συρρέουν, για να χαθούν στην γκρίζα, εργάσιμη ημέρα,
σε πληξη ανώνυμη, που μοιάζει να αιωρείται - κι εδώ πέρα
που κάθομαι κατασταλάζει:
Άγνωστα πρόσωπα στην μπάρα, τον ίδιο καθρεφτίζουν τρόμο: μη χαμηλώσουνε τα φώτα,
μη σταματήσει η μουσική -
και τη βουή από το δρόμο έξαφνα ακούσουν, την αντάρα της σκέψης τους τη σκοτεινή... Ας μείνουν όλα όπως πρώτα: νά ́ναι το δάσος στοιχειωμένο και το παιδάκι φοβισμένο -
το δύστυχο, κακό παιδί
που οι πόθοι του είναι πιο μαύροι
κι απ ́ την καρδιά του μισθοφόρου κι απ ́ τους σκοπούς του Τραπεζίτη: ένας χορός μοναχικός
σαν του Νιζίνσκι - που θεός
κι εμπόρευμα ήταν ταυτοχρόνως... Οι κοινοί πόθοι του... Ω, νά ́βρει τρόπο να φάει μέχρι κόρου,
τρόπο ν'αρπάξει απ' τον αλήτη, τρόπο, μισώντας όλους, μόνος
σ ́ όλους να γίνει αγαπητός...

Μέσα απ ́ το μαύρο αυτό σκοτάδι κι απ ́ τα ερέβη του μετρό
στης μέρας τα ήθη το κοπάδι βγαίνει πιο παραγωγικό·
κι ως απαιτεί η Εταιρεία πίστιν ομνύει εις την συμβία... Κι εγώ, εδώ - στο Αφεντικό θά ́πρεπε, λέει, να ευχηθώ αισχρά κι επώδυνα τα τέλη· και στην ανήμπορη αγέλη σαν προφητάναξ να στραφώ.
Μα εγώ - όλο κι όλο που μπορώ είναι - το ράγισμα να δείξω
στην αδιάσπαστη οθόνη:
μέσα στην Τέχνη να υποδείξω τη βουβαμάρα· μέσα στο Πάθος, αυτό που μας παγώνει κι είμαστε - όλοι - τόσο μόνοι και ξένοι: αυτό που έχει πετύχει να μεταμφιεστεί σε Τύχη -
τύχη κακιά... Ω, αν θυμόμασταν πως αγαπάνε· αν δεν ξεχνιόμασταν
μέσα στο άρραφο σκοτάδι δίχως φωνή και δίχως χάδι...
Κι όμως - παντού - φώτα μικρά, διεσπαρμένα, ειρωνικά, λάμπουν για λίγο, όταν μπορούν οι Δίκαιοι και συνομιλούν:
Ω, να γινότανε κι εγώ,
πλάσμα από Έρωτα και στάχτη κι άρνηση όλος σαν αχάραχτη πλευρά σε νόμισμα, ν ́ ανάψω μια φλόγα, κάποιος να τη δει.

Μελίνα Κανά "Στιγμές ερωτικού λόγου" (2006)

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΚΑΠΝΟΣ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΙΛΕΛΕΣ - ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΠΛΑΚΙΑΣ


Είναι ένας κίτρινος καπνός που μας τυλίγει
στου λιμανιού τις αποβάθρες, στα μουράγια όλο πληθαίνουν ένα γύρω τα ναυάγια και η ζωή μας πάντα βγαίνει τόσο λίγη. Τοπίο γκρίζο της καρδιάς το πανωφόρι ξύλο που καίγεται κι αφήνει πίσω στάχτη πάνω μας βγάζει ο καιρός όλο το άχτι του γυρισμού λησμονημένο το βαπόρι. Πού να ‘βρει χώρο το κορμί να ξαλαφρώσει μιαν αγκαλιά ζεστή τη γύμνια να τυλίξει πριν το χαμόγελο στα χείλη μας πετρώσει τα χέρια λύνουν τα σκοινιά κι όλο ματώνουν λυσσάει ο άνεμος στην ξέρα να μας ρίξει δυο μάτια στο γιαλό θυμάμαι που βουρκώνουν. Ποίηση © Δημήτρης Φιλελές Μελοποίηση – Ερμηνεία © Φίλιππος Πλακιάς

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ//PHILOCTETES by Yannis Ritsos/Translated by Manolis Aligizakis

 ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ//PHILOCTETES

by Yannis Ritsos/Translated by Manolis Aligizakis
Κάποιες ξεχτένιστες γυναίκες τίναζαν απ’ τα παράθυρα
απίθανα κάτασπρα σεντόνια. Λαμποκοπούσαν
μετόπες ναών κι οι πάνω κερκίδες των σταδίων. Τούτη η λαμπρότητα,
τυφλή, εκτυφλωτική, σ’ αυτή της ακριβώς την επίδειξη,
σαν κάτι να μας έκρυβε —κι αλήθεια μας έκρυβε·—
μήπως εκείνη την κλοπή; Κι ήταν ακόμη
τα πελώρια πιθάρια στους κήπους και στα υπόγεια
κι οι χρυσές προσωπίδες με τα κενά, ερευνητικά τους μάτια.
Μια γυναίκα σιωπή· το ίδιο αόριστο νόημα· κοινή συνωμοσία.
Μεγάλωναν τα γένια, τα μαλλιά, τα νύχια, τα όργανα·
και πάντα ειδήσεις για νεκρούς και για ήρωες, και πάλι για ήρωες·
μεγάλα κόκαλα αλόγων στις πλαγιές με τις ξερές αφάνες·
πυκνώνανε οι αναπνοές των άπλυτων σωμάτων. Μια γυναίκα, κάποτε,
περνούσε απόμακρα μες στην εσπέρα με μια υδρία στον ώμο της.
Πίσω της έκλεινε ο αέρας το πέρασμα. Η βραδιά
διπλωνόταν στην άκρη μιας σημαίας. Κάποιο αστέρι
φώναζε ξαφνικά ένα ακατανόητο «όχι», κι ύστερα
έσβηνε ο καλπασμός των αλόγων κατά μήκος της νύχτας
αφήνοντας πιο σιωπηλά τ’ αστέρια πάνω απ’ το ποτάμι.
A few women with unkempt hair shook whitewashed
bed-sheets out of their windows. Metopes of temples
and the upper seats of stadiums shone. This blind, blinding
shine, in this precise presentation, seemed to hide
something from us (and this was truly the case).
That thievery perhaps? And the massive jars were still
in the gardens and in the cellars, and the golden masks
with their empty, searching eyes.
A woman’s silence; the same vague meaning; a common
conspiracy.
The beards, hair, fingernails, and penises grew longer;
and always the news about heroes and the dead, then again
about heroes;
large horse bones on the hillsides with the dry shrubs;
the stench from uncleaned bodies increased; at the distance
a woman would pass, at evening-time, with a water pitcher
on her shoulder.
The breeze filled the space she left behind her. The evening
was enfolded in the tip of a flag. Suddenly a star cried out
an incomprehensible no and then the horse’s gallop
faded away along the length of the night
leaving the stars even more silent above the river.

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Δημήτρης Παπαδημητρίου - Το Βαλς Των Πολλαπλών Ειδώλων (Official Audio V...

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΖΑΤΟΣ (25 Ιουνίου 1915 – 3Φεβρουαρίου 2004)

ΖΗΣΙΜΟΣ  ΛΟΡΕΝΖΑΤΟΣ

Επίσης   Άρθρο Δ.Καψάλη  Το χαμένο κέντρο


"Το Πάθημα".

Πρόσεχε τα μεγαλεπήβολα συστήματα

Τη μαθηματικά αυστηρήν αιτιοκρατία

Του λογικού τον πύργο το χρυσοπλοκότατο

Πασχίζοντας πέτρα με πέτρα να τον θεμελιώσεις

Κάστρο ή ταμπούρι απάτητο στο νόμο της αντίφασης


Σε τόμους δύο σχεδιάστηκαν οι "Θεμελιώδεις Νόμοι

Της Αριθμητικής" ή "Grundgesetze"

Der Arithmetik" - (χίλια οχτακόσια ενενήντα τρία

Ο πρώτος τόμος, χίλια εννιακόσια τρία

Ο δεύτερος). Δουλειά μιας ζωής. Χτύπημα με το σφυροκάλεμο

χρόνια και χρόνια.

Όλα ως εδώ καλά


Μα εκεί που ο Φρέγκε (Γκόττλομπ) διόρθωνε

Ήσυχος τυπογραφικά δοκίμια και του δευτέρου

Πια τόμου, ένα το κερατένιο λογικό παράδοξο

Που ανασκευή δε σήκωνε- απορία του Ράσσελλ (Μπέρτραντ)-

Ανάγκασε χωρίς πολλά το στοχαστή του Μεκλεμπουργκ

Να προσθέσει μια τελευταία παράγραφο στο σύστημα

(Ποιος στοχαστής θα καταστρατηγούσε την αλήθεια)

Και να δεχτεί την αμετάκλητη καταστροφή:


Τα θεμέλια ρημάδι, τη λογική του σκάρτη, στράφι τον κόπο του

Και τους δύο τόμους - σκέψου κολοσσιαίο χαντάκωμα-

Σαβούρα για το κάρο με τα σκύβαλα και τα σαρίδια

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΧΑΡΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

LIMPING MAN, ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ- ΚΟΥΤΣΟΣ, M. Aligizakis-C.Tsiantis



Γέλασε η αύρα ανάμεσα
στην ανισότητα του βήματός του
της φύσης λάθος ανεπείδωτο
κουτσά τα βήματά του
έξω απ’ τη θάλασσα
μάτια γιομάτα καλοσύνη
αγίου ίριδες
λεβέντη κάλλος
όλης της Οικουμένης
η ισορροπία
στον ανισόρροπο βηματισμό του
έψαξε για δικαίωση
ποίημα ο κουτσός αδημιούργητο
έτοιμο για να ξεπηδήσει απ’ το νου
της μέρας την ατέλεια
να τελειοποιήσει
Κύριε και Θεέ μου
μεθυσμένος ήσουν
όταν τον έσπειρες
Κύριε και Θεέ μου
ελέησόν μας και μην ξαναπιείς

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020

Μαρία Παπαγεωργίου - Ο Κηπουρός

Στίχοι | Μουσική: Παύλος Παυλίδης από το δίσκο "Αφού λοιπόν ξεχάστηκα" (2004) Μέσα στον κήπο της δικιάς μου μοναξιάς κάτι πουλιά πετούν πάνω απ’ τη στάχτη που άφησε πίσω του όταν έφυγε ο νοτιάς και μου τραγουδάνε "η αγάπη θα `ρθει, θα `ρθει...". Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και μου τραγουδάει "η αγάπη θα `ρθει, θα `ρθει...". Θα `ρθει, ένα απόγευμα ζεστό, θα μπει στον κήπο αυτό όλο το φως που υπάρχει... Θα `ρθει, μ’ ένα ποδήλατο λευκό, θα κοιταχτεί μέσ’ στο νερό και θα ρωτάει να μάθει... Πότε γέμισε ο κήπος με πουλιά, πόσο είχε λείψει εκεί μακριά ποιος τα φροντίζει τ’ άνθη...; Μέσα στον κήπο της δικιάς μου μοναξιάς κάτι παιδιά που γκρέμισαν το φράχτη μου `παν σε είδαν πάλι απ’ έξω να περνάς και έπειτα είπαν "η αγάπη θα `ρθει, θα `ρθει...". Θα `ρθει, ένα απόγευμα ζεστό, θα μπει στον κήπο αυτό όλο το φως που υπάρχει... Θα `ρθει, μ’ ένα ποδήλατο λευκό, θα κοιταχτεί μέσ’ στο νερό και θα ρωτάει να μάθει... Πότε γέμισε ο κήπος με πουλιά, πόσο είχε λείψει εκεί μακριά ποιος τα φροντίζει τ’ άνθη...; Μέσα στους τοίχους της μικρής μου φυλακής κάποιος διαβάζει της παλάμης μου το χάρτη, βλέπει τους δρόμους της χαμένης μου ζωής και μου τραγουδάει "η αγάπη θα `ρθει, θα `ρθει...".

26ο Φεστιβάλ Ναυπλίου | Δανάη Παπαματθαίου Matschke - Kyveli Dörken

Πανελλήνιος Μουσικός Σύλλογος 21 6 2020

Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Όταν Χαράζει / Otan xarazei Μουσική, Στίχοι: Θανάσης Παπακωνσταντίνου Τραγούδι: Γιάννης Αγγελάκας

Όταν χαράζει, ο πρώτος στεναγμός

βγαίνει απ' τα πιο σφιγμένα χείλη.
Σαν πεταλούδα στην κάμαρη πετά
ψάχνοντας άνοιγμα να φύγει.

Αν είσαι μόνος, αν είσαι αδύναμος
η χαραυγή θα σε ξεκάνει.
Έχει το μύρο, έχει τη σιγαλιά,
έχει τον ήλιο τον αλάνη.

Καινούρια μέρα, καινούριος ποταμός
στις εκβολές του θα προσφέρει
όσα χαθήκαν, όσα ξεχάστηκαν
κι όσα γι' αυτά κανείς δεν ξέρει.

Πίσω απ' τους λόφους, πίσω απ' τα βλέφαρα
υπάρχει τόπος και για σένα.
Χωρίς Βαστίλη, χωρίς ανάθεμα,
χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.

Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020

LIMPING MAN, ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ- ΚΟΥΤΣΟΣ, M. Aligizakis-C.Tsiantis


Γέλασε η αύρα ανάμεσα
στην ανισότητα του βήματός του
της φύσης λάθος ανεπείδωτο
κουτσά τα βήματά του
έξω απ’ τη θάλασσα

Μάτια γιομάτα καλοσύνη
αγίου ίριδες
λεβέντη κάλλος
όλης της Οικουμένης
η ισορροπία
στον ανισόρροπο βηματισμό του
έψαξε για δικαίωση

Ποίημα ο κουτσός αδημιούργητο
έτοιμο για να ξεπηδήσει απ’ το νου
της μέρας την ατέλεια
να τελειοποιήσει

Κύριε και Θεέ μου
μεθυσμένος ήσουν
όταν τον έσπειρες

Κύριε και Θεέ μου
ελέησόν μας και μην ξαναπιείς

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Αλκίνοος Ιωαννίδης - Στην αγορά του κόσμου





Από το άλμπουμ " Ανεμοδείκτης"

Στίχοι & Μουσική: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Χαμένος μες στο πουθενά
δε θα βρεθώ ποτέ ξανά
στην πρώτη μου πατρίδα.

Έψαξα μέσα μου βαθιά
κι είδα μονάχα ερημιά
και πουθενά δε σε είδα.

Άσε με πάλι να σε δω,
έλα για λίγο φως μου
κι ύστερα φύγε κι ας χαθώ
στην αγορά του κόσμου.

Πουλάω σ' άδεια μαγαζιά
δυο παραμύθια, δυο φιλιά
κι όλα τα όνειρά μου.

Σ' αυτόν τον κόσμο τον καλό
χαρίζω, ψάχνω και ζητώ
και κλέβω τη χαρά μου.

Άσε με πάλι να σε δω,
έλα για λίγο φως μου
κι ύστερα φύγε κι ας χαθώ
στην αγορά του κόσμου.

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2020

Πυξ Λαξ - Χωρίς ντροπή (Μάνος Ξυδούς)

ΘΥΜΗΣΟΥ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΕΙ - ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ

 Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη

ενός ατέλειωτου χωρισμού Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια με τις σκοτεινές σκάλες τους που οδηγούνε άγνωστο που... Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές που αρνούνται κλαίνε λίγο κι ύστερα ενδίδουν και τ' άλλο πρωί, αερίζουν το σπίτι απ' τους μεγάλους στεναγμούς... Στα παλαιικά κρεβάτια με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου κι ύστερα αποκοιμήθηκαν γλυκείς κι απληροφόρητοι σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια Όμως εσύ σωπαίνεις... Γιατί δε μιλάς; Πες μου! Γιατί ήρθαμε εδώ; Από που ήρθαμε; Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα; Τι θέλουν να πουν; Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!! Όλα θα άλλαζαν... Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα... δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους, το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά... Κι ολόκληρο το άγνωστο την ώρα που βραδιάζει...

Σπύρος Ποταμίτης-[Αποχαιρετώντας τον Αύγουστο] ❤️

Σε τόση απεραντοσύνη καθώς σιγάλιαζε
το μικρό του μπάτη ανέμισμα, τα μαλλιά
των κοριτσιών σκέφτηκα που πότε ξανθά
και πότε με του τοπαζιού το χρώμα ήρθαν
φέρνοντας τρανά μαντάτα κι ω! ορμήνιες
τις γερασμένες πλεξούδες πια του χρόνου.
Ανάγλυφα από του Αυγούστου τις σπηλιές
λαχταριστά κορμιά με κερασένια χείλη
που μου γελούσαν κι έκανε φως η αυγή
από τα βάθη των ψυχών το κρύο σκοτάδι
να δει, ν’ αγγίξει, να μιλήσει η φωνή μου
φθινόπωρο κίτρινων φύλλων τις αγάπες.
Κι ήταν ωραία η θάλασσα νωπή ακόμα
απ’ του κυμάτου την ανατριχίλα νια ζωή
πάνω στα ξάρτια των πελαγίσιων ρότων
που έφερναν μέσα στη δύση του ήλιου
νοσταλγικά φεγγάρια, αρώματα αγκαλιάς
και των φιλιών σου τα αξέχαστα γινάτια…