Share

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2021

"ΕΠΙΛΟΓΟΣ'' (Από τη συλλογή, ''Τα Σφυρίγματα του αλήτη" 1929) του Τεύκρου Ανθία

 

Αλήτη! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν σπίτι.
Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Είσ' ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχη εσπέρα.
Κι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ' ένα παγκάκι ξαπλωμένος
και θα σιγήσει ο σίφουνας κι η θύελλα της ζωής σου,
αλήτη, δεν θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ' τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.
Αλήτη! Απόψε είν' η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Μπορείς να πας να κοιμηθείς σ' ένα παγκάκι, αλήτη!
Πλάτυνε η σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
που έκανε ο άνθρωπος τη γη κι όλο το σύμπαν: σπίτι.
* *•.¸¸. .¸¸ .•* * ✿ * *•.¸¸. .¸¸ .•* *
ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ:
Ο Τεύκρος Ανθίας γεννήθηκε στην Κύπρο, στο κατεχόμενο σήμερα χωριό της Κοντέας της επαρχίας Αμμοχώστου το 1903. Πέθανε στο Λονδίνο το 1968.
"Αντρέας Παύλου ελέγουμουν και νυν Τεύκρος Ανθίας,
ποιηταρούδι νηστικό, παιδί της αλητείας"
Mary Maliali-Hero
25/02/2021
Μπορεί να είναι εικόνα ένα ή περισσότερα άτομα, γένι και εξωτερικοί χώροι
Εσείς και 12 ακόμη

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Η μπαλάντα των Ατθίδων


Από τον δίσκο «Οι μπαλάντες της οδού Ατθίδων» Μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου Ποίηση Διονύσης Καψάλης Ερμηνεία Γιώργος Φλωράκης Η μπαλάντα των Ατθίδων Δεν είναι ο τρόπος που χαμήλωναν τα μάτια, μια κόπωση στα βλέφαρα που είχαν ξεβάψει. Μια εκκρεμότητα φιλιού στα σκαλοπάτια έξω απ’ την πόρτα τους, τη νύχτα, με τη λάμψη πέρα της έναστρης γαλήνης πούχει πάψει από καιρό στων Αθηνών τις συνοικίες να ιστορεί τους έρωτες πούχουν συνάψει λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Μήτε οι μισάνοιχτες ποδιές των εσπερίδων, τ’ άγουρα ξημερώματα κι οι παραινέσεις· στις ανθισμένες νερατζιές, οδός Ατθίδων, η Αλίνα αναλαμβάνεται («πόσο μ’ αρέσεις») σε κάποιο αέρα γαλλικό («θα με καλέσεις πάλι στη χώρα του φιλιού σου, στις αιθρίες;») κι επαληθεύονται σαν τρυφερές αιρέσεις λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Κάτι αόριστα οικείο που επιστρέφει τελεί τη μνήμη των ωρών και τη μορφή τους. Τώρα που ο κόσμος αποσύρθηκε κι εκτρέφει λαούς συμβόλων με κραυγές και παρακλήτους μόλις που ακούγεται στο βάθος η φωνή τους με ροδοδάφνες, συντριβάνια, συναυλίες, γιατί τα δάση που αντηχούν πήραν μαζί τους λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Ποιος θα δεχθεί τη λύπη τους, ποιος θα τη γράψει; Εσείς, Κυρία μου, σε τέτοιες Αρκαδίες, δε θα φοιτούσατε ποτέ· και θάχουν κλάψει λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια Λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες.

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ηέλτιος- ΔΩΡΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΑΧΙΛΛΕΑ


δῶρα δ᾽ Ἀχιλλῆϊ φερέμεν, τά κε θυμὸν ἰήνῃ

(Ομήρου Ιλιάδα Ω 196).




Βαθύ σκοτάδι κράταγε κι η άμαξα με τον γέρο Πρίαμο

τα τείχη περνά της Τροίας και προς τη σκηνή οδεύει του Αχιλλέα,

που το νεκρό 'Εκτορα στο άρμα του σφιχτά σαν έδεσε 

τον περιέφερε ταπεινωτικά στην πόλη για τρεις μέρες

έτσι που τους θεούς εξόργισε, κι' ακόμα δεμένον έχει.


Χαμένος ο σεβασμός για τους νεκρούς σε Αχαιούς και Τρώες

που ο πόλεμος τους τύφλωσε και δε μπορούν να δούνε

ότι ένας ο ήλιος κάθε αυγή στο Άργος και την Τροία

κι ένας ο θείος Όλυμπος ο νεφοσκεπασμένος

κι ο θάνατος ένας που φυλάει στης μοίρας τα πιθάρια

ν' απλώσει τη χλωμάδα του πάνω στους ανδρειωμένους.


Έτρεχαν τ' άλογα ιδρωμένα στον καρόδρομο κι ο άξονας έτριζε

ενώ ο γέρος  σιωπηλός μέσα στο μισοσκόταδο

σ' έγνοια βρισκόταν κι απορία

για το πώς οι άνθρωποι μες τη ζωή   τ' αντίθετα θα γεφυρώσουν

και του νου θ' αποφύγουν τα αζήλευτα έργα.


Ξεπέζεψε ο μέγας Πρίαμος κι έσπευσε στη σκηνή του Αχιλλέα

όπου στα πόδια του πέφτοντας και τα χέρια φιλώντας τ' ανδροφόνα

τον ικέτευε και  με δώρα  κοίταγε την οργή του να μαλακώσει

μέχρι που τον συγκίνησε και δάκρυα τον πήραν, σαν τ' έρμου πατέρα του

θυμήθηκε τα γεράματα και τον Πάτροκλο τον  γκαρδιακό του φίλο

που  γενναίος στη  μάχη έπεσε  απ΄ του Έκτορα το δόρυ.


Το καλοσκέφτηκε του Πηλέα ο γιός και διάταξε τον Έκτορα να λύσουν

κι αυτός  πήρε ευθύς τους φίλους του και στη λαμπρή άμαξα πήγαν

το βιός να ξεφορτώσουνε το αμέτρητο,

αφήνοντας εκεί χλαμύδες δυο κι ένα καλό χιτώνα για το νεκρό,

που οι δούλες σαν τον έλουσαν, τον μύρωσαν και τον ετοίμασαν,

αυτός ο ίδιος τον εσήκωσε και τον απίθωσε στο νεκρικό κρεβάτι.


Ροδίζει στο πέλαγο η αυγή και ο εωθινός ψαλμός ξεσπάει στ’ αρμυρίκια,

ενώ στον κάμπο που απλώνεται μακριά μέχρι τα τείχη πέρα,

χέρια σπαρμένα κι άταφοι νεκροί κι η άμαξα η βασιλική που επιστρέφει

με τον ικέτη Πρίαμο γερμένο

πάνω στου Έκτορα τ' άψυχο σαβανωμένο σώμα.


21-28/1/2021

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

ΜΙΑ ΦΟΡΑ: Στίχοι - Δημήτρης Λέντζος, Μουσική - Γιώργος Καγιαλίκος , Ερμηνεία - Γιώργος Φλωράκης

Από τον δίσκο «Μισοφέγγαρο κυδώνι»

Μουσική - Γιώργος Καγιαλίκος Στίχοι - Δημήτρης Λέντζος Ερμηνεία - Γιώργος Φλωράκης Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» Μια φορά Σβήνουνε λένε μια φορά τ’ αστέρια από την πλάση βγάζουν φτερά και γίνονται μαύρα πουλιά στα δάση Μα ένα αστέρι νιόφωτο καίγεται σαν λαμπάδα και ξαγρυπνάει στα νερά για μικρή νεράιδα Που πλένει τα’ άσπρα ρούχα της και κρυφαναστενάζει κάνει κλωστή το δάκρυ της που σαν μετάξι στάζει Στον κόσμο λένε μια φορά σμίγει η λύπη κι η χαρά Τα δέντρα λένε μια φορά κόβουν βαθιά τις ρίζες και γίνονται χλωρά νερά στις μοναξιές τις γκρίζες Μα μια κοντούλα λεμονιά ανθίζει μες την ξέρα γιατί αγαπάει τα φιλιά και τον μικρό αγέρα Που ξαγρυπνάει στα φύλλα της και σβήνει στο λαιμό της και παίρνει χίλιες ευωδιές απ’ τον λευκό ανθό της Αχ βρε κοντούλα λεμονιά ρίζωσα μας τη λησμονιά

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Στο ποτάμι- Ποίημα: Wilhelm Müller, Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου


Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου Ποίημα: Wilhelm Müller Μετάφραση/Ποιητική: Διονύσης Καψάλης Ερμηνεία: Γιώργος Φλωράκης

Εσύ που πριν κυλούσες

ποτάμι γάργαρο

Πόσο φρικτά σωπαίνεις

τώρα που φεύγω εγώ


Σκληρός και παγωμένος

φλοιός σε σκέπασε

Ασάλευτο και κρύο

στην άμμο κείτεσαι


Στον πάγο σου επάνω

με πέτρα κοφτερή

χαράζω τ’ όνομά της

μέρα κι ώρα μαζί

Τη μέρα που την είδα

τη μέρα πού ‘φυγα

μα κι ένα δαχτυλίδι

σπασμένο ολόγυρα


Εσύ που πριν κυλούσες

ποτάμι γάργαρο

Πόσο φρικτά σωπαίνεις

τώρα που φεύγω εγώ


Δε βλέπεις τη δική σου

καρδιά μου εικόνα εδώ

Ακούς πως από κάτω

πλαντάζει το νερό;

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021

HAUSER - Albinoni Adagio

Το μωρό της Μαρίας

Ο. Ελύτης-«Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ» 1995 Ύψιλον/βιβλία.

«Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ» 1995

Αποσπάσματα..


"Το αντίθετο που κυριαρχεί στην ζωή μας , μη μπορώντας να ελέγξουμε τα γεγονότα που έτσι κι αλλοιώς θα γίνουν όπως κι αν τα αντιμετωπισουμε, είτε αποδέχοντας τα απλώς είτε αφήνοντας τα να μας επηρεάζουν: «ανέκαθεν στον κόσμο αυτό βασιλεύει μια κάποια όπως θα λέγαμε άνισος ισομετρία».

Ο τόσο μα τόσο περίπλοκος – πολύπλοκος άνθρωπος που δεν είναι παρά ένα απλό σπίρτο με στιγμιαία λάμψη που αν την είδες, είδες. Τιμή σε όλα τα ασήμαντα – σημαντικότατα για τον κάθε ένα ξεχωριστά που τα φυλάει στην καρδιά του για τον λόγο που αυτός ξέρει.

«Στο απλώς κυανό για το απείρως παρόμοιο» . Το απόλυτο γαλήνιο γαλάζιο . Η ζωή : χιλιάδες κομμάτια διαφορετικά του ενός και του αυτού κατ΄ουσίαν κομματιού . «Τι είναι λοιπόν αυτό που μας κάνει να παίζουμε διαφορετικό ρόλο σε κάθε πράξη ενός και του αυτού έργου; Γιατί εννοούμε να δοκιμαζόμαστε πάλι και πάλι;» Όλα αλλάζουν συνεχώς παραμένοντας τα ίδια, «Κι ας μην είχαν οι φουτουριστές του 1920 αντιληφθεί ότι τροχάδην φεύγουν τα πάντα στην ίδια θέση όπως τ΄αστρα.»

«Αχ αγάπη, πως καταφέρνεις ν΄αποχωρίζεσαι απ΄το στοιχείο του έρωτα! Πως τ΄αφήνεις να φτάνει σε μιαν ύστατη έκρηξη και να εξαντλείται , τη στιγμή που εσύ ατάραχη συντηρείσαι και ανεβαίνεις όπως το λάδι πάνω απ΄το νερό, για να κρατήσεις αναμμένη την φλόγα μιας ατελεύτητης ημέρας.» Το τέλειο βρίσκεται στα τιποτένια . Η μάνα νεοσσών που αποκομίζει μέρα-νύχτα σποριά , πέτρες , άχυρα, πούπουλα για το χτίσιμο φωλιάς για τα παιδιά της .

« Όποιος δεν ξυπνήσει τ΄αλλο πρωί να βρεί μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ΄αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει πως με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών , κάποτε και βιβλίων μπορεί να φτάσει κανείς , με μιαν ανάλογη μαγική μαστοριά στην τεχνική της συνεικόνας»

Στιγμές ελευθερίας ανεξέλεγκτης , ίσως στιγμιαίας μα εντελώς αποκλειστικά δικής σου . Η ύπαρξη της ανυπαρκτης δικής σου πραγματικότητας που δεν μπορείς να την εξωτερικεύσης που αν και υπάρχει χάνεται. «Υπήρξαν μερικές περιόδοι που τις χαρήκαμε όπως ο τρελός την ελευθερία του ………………..κομμάτια θάλασσας όπως κανείς ποτέ δεν τα΄δε ιππάρια κυματοειδή , αυλακιές αφρού περιούσιου . Μιλώ για κάτι που είναι και όχι. Κείνο το καίριο κι ένα που το βρίσκεις σε μια πρώτη σελίδα κοριτσιού κι ώσπου να το΄ξηγήσεις χάνεται.»

«Εχουμε τόσο πολύ τριφτεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η πιο σημαντική αλήθεια ευθέως διατυπωμένη μοιάζει παραδοξολογία»

«Στη διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε όπως αλλωστε και στους έρωτες , τις απόπειρες δημιουργίας και οπουδήποτε αλλού το μόνο φωτάκι που δεν σβήνει ακόμη κι αν ο χρόνος μας το πατά χάμω είναι το κάλλος .

Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στην ιδιωτική μας αιωνιότητα»

Κάποτε το μήνυμα της τέχνης αργεί να φτάσει μη μπορώντας να περάσει. «Παρά ένα ψηφίο η λέξη σου διαφεύγει ‘ χρειάζεται τάξη» τάξη όμως δεν είναι η απλή τοποθέτηση αλλά η απομίμηση σε μια αλλη κλίμακα της ίδιας της ύλης οπου ενα διάφανο κρύσταλλο ή ένα έργο τέχνης κάνει το ίδιο , έχουν την ίδια (σχεδόν αισθητική «και τάξη δεν σημαίνει να βάζεις απλώς στη σειρά δώδεκα ποτήρια΄. Σημαίνει , σε μιαν άλλη κλίμακα , να απομιμείσαι την συναρμογή των μορίων της ύλης ως το σημείο να επιτυγχάνεις μπροστά σου ένα διάφανο κρύσταλλο ή ένα έργο τέχνης , που κάνει το ίδιο»"

“Όπου ανθεί ο μέσος όρος παύω να υπάρχω. Μου είναι αδύνατον να ευδοκιμήσω μέσα στην μάζα της εκάστοτε πλειοψηφίας. Οι ωραίες μειοψηφίες είναι το κάτι άλλο.

Ή τις κάνω σμαράγδι να φωτίζουν την νύχτα μου, ή τις τρώω με σοκολάτα και σαντιγύ. Γι΄ αυτό και καμιά ολιγαρχία που εκτιμώ δεν έρχεται στα πράγματα. Όμως γι΄ αυτό ακριβώς την επιλέγω.

Για να μην έρχομαι ποτέ στα πράγματα”.

Σαν ξένος- Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ποίημα: Wilhelm Müller


Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου, Ποίημα: Wilhelm Müller Μετάφραση/Ποιητική: Διονύσης Καψάλης, Ερμηνεία: Γιώργος Φλωράκης

Σαν ξένος ήρθα ως εδώ σαν ξένος φεύγω πάλι. Ο Μάης φρόντισε να δω λουλούδια στ’ ανθογυάλι. Σαν ξένος ήρθα ως εδώ σαν ξένος φεύγω πάλι. Για αγάπη η κόρη μίλησε η μάνα για στεφάνι, ο κόσμος τώρα ερήμωσε με σάβανο το χιόνι. Δε διάλεξα τον χρόνο που φεύγω ήταν γραφτό, στον σκοτεινό μου δρόμο μόνος να πορευτώ. Τον ίσκιο μου έχω συντροφιά που ρίχνει το φεγγάρι. Στη χιονισμένη ερημιά του ελαφιού το χνάρι. Δε διάλεξα τον χρόνο που φεύγω. Νύχτα παντού και σιγαλιά κι είναι κλειστές για μένα, οι πόρτες έξω τα σκυλιά γαυγίζουν λυσσασμένα. Σαν ξένος ήρθα ως εδώ σαν ξένος φεύγω πάλι. Καλή σου νύχτα, να γυρνά η αγάπη αγαπάει. Έτσι ο Θεός την κυβερνά, φεύγει και σ΄άλλον πάει. Δε σου χαλώ τα όνειρα του ύπνου τη γαλήνη Σιγά - σιγά και τρυφερά πίσω μου η πόρτα κλείνει. Μιας καληνύχτας τον στερνό χαιρετισμό θ΄αφήσω, να δεις ότι δε σε ξεχνώ κι ας μη γυρίζω πίσω. Δε διάλεξα τον χρόνο που φεύγω.