Γιάννης Ρίτσος – Ο Ύστατος Οβολός
“Δύσκολες ώρες, στον τόπο μας.
Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος,
αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του·
πήραν δικαιώματα·αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του·
του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν·
τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ’ ένα καραβάσκοινο τη μέση.
Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, ( μόνο τώρα βιος του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.”
Κι αυτός ο περήφανος,
γυμνός, ανυπεράσπιστος, ανήμπορος,
αφέθηκε να τον βοηθήσουν·
εγγράψαν υποθήκες πάνω του·
πήραν δικαιώματα·αξιώνουν·
μιλάνε για λογαριασμό του·
του ρυθμίζουν την ανάσα, το βήμα·
τον ελεούν·
τον ντύνουν μ’ άλλα ρούχα ξέχειλα, χαλαρωμένα·
του σφίγγουν μ’ ένα καραβάσκοινο τη μέση.
Εκείνος,
μέσα στα ξένα ρούχα, ούτε μιλάει κι ούτε πια χαμογελάει
μη και φανεί που ανάμεσα στα δόντια του κρατάει (ως και την ώρα
του ύπνου)
σφιχτά σφιχτά, σαν ύστατο οβολό του, ( μόνο τώρα βιος του)
γυμνό, απαστράπτοντα κι ανένδοτο, το θάνατό του.”