Όλα φεύγουν,
μέσ' απ΄τις παλάμες σου περνούν
σαν άμμος που ρέει στην κλεψύδρα
και πέφτει
(δίχως αντίσταση)
στο κενό.
Πόθου σταγόνες διάφανες στα στήθη
και χάντρες στο λαιμό
γαλάζιες
μπροστά στης Αυλίδας
το θυσιαστήριο·
ίσκιος παλιάς αγάπης
που μόλις σ' άγγιξε
κι έγειρε
στη γωνία.
Να χάθηκε άραγε για πάντα
ή νάναι κάπου
αόρατη πίσω απ΄τα βουνά,
άφαντη πάνω στο δρόμο που επιτηρείς
προσηλωμένος,
σαν πέτρα στο ξάγνατο,
ασπρίζοντας υπομονετικά;
Πού πήγε;
Ν' άλλαξε τόπο, ν' άλλαξε χρόνο
ή να κρύφτηκε κάπου;
Να υπάρχει άραγε
ακόμα και τότε που σιωπά
ακόμα και τότε που σημάδι δε δίνει
των εγκοσμίων;
Να υπάρχει άραγε ακόμα και τότε
που παράλογα την αναζητώ
κι αναίτια κλαίω;
Κορμί ζωντανό
στο σπήλαιο ριγμένο των Κυκλώπων
που δεν το βρίσκει άστρου φως
μηδέ της Αλεξάνδρειας το απαντά φάρου αχτίδα
στης θάλασσας τα βάθη θεογονία Ησιόδεια --
ενώ στη διώρυγα απάνω πηγαινοέρχονται τα πειρατικά
και τα δεξαμενόπλοια
και πλημμυρίζουν τα Σάββατα στην Αθήνα οι λαϊκές
με της ψυχής το λαθραίο έρμα.
21/9/2018, 20 Ιουλίου 2023