"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020
Γιώργος Μάνος, ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΗΤΑΝΕ ΑΛΛΙΩΣ
Τότε που οι επιδημίες
θέριζαν τους πρόσφυγες
και δεν υπήρχε βοήθεια από πουθενά.
Δε διάβηκαν πολλές ημέρες, κι έπεσε καινούργιο θανατικό, η βλογιά. Μεγάλος συρμός. Τους βαρεμένους τους σφάλιζαν σε καραντίνα, απάνω στο μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη, για να μην κολλήσουνε κι οι άλλοι. Οι πεθαμοί αμέτρητοι. Κάθε φαμίλια είχε, άλλη ένανα, άλλη δυο κι άλλη πιότερους αποθαμένους. Τα κλάματα στο χωριό δε σταματούσανε μήτε την ημέρα μήτε τη νύχτα.
Ήτανε απόγιομα, όντας η Γιορδανιώ μου παραπονεύτηκε ότι πονούνε τα ποδαράκια της. Όσο να νυχτώσει, το κορμάκι της κόρωσε κι ούλην τη νύχτα το παιδί ψένουνταν στον πυρετό. Ξημερώθηκε με κομπρέσες. Την άλλην ημέρα, δε βγήκε όξω. Πλάγιαζε. Τήνε πόνηγε η κοιλιά κι ούλο της το κορμί. Δε χρειάζουνταν πιότερα σουμάδια. Βλογιά! Μας έπιασε τρόμος! Στη βδομάδα χειροτέρεψε. Το στόμα της και το μουτράκι της γιόμισαν σπυριά. Καταπόδι της, κόλλησα κι εγώ. Αναγκαστικά, κι εμείς καραντίνα στον Αϊ-Γιώργη. Ταμάμ που εγώ γύρισα κομματάκι στο καλό, μας φέρνουνε και τον Τριαντάφυλλο, το μικρόνα μ’. Με ήρχουνταν τρέλα! Συνάμα, τα σπυριά της Γιορδανιώς γένηκαν φούσκες με όμπυο, ξεράθηκαν, και το μουτράκι της γιόμισε κάκαδα. Μέρα με την ημέρα το παιδί χάνουνταν. Δεν μπόρειε νε να μιλήσει νε να σηκωθεί. Εγώ καλυτέρεψα, μα δεν ήθελα να έβγω όξω και ν’ αφήκω τα παιδιά μοναχά τους. Ο παπ’-Ανέστης, παρόλο τον πόνο του απ’ το χαμό του παιδιού του, έκαμνε κάθα ημέρα παράκληση και διάβαζε τα τροπάρια της Αγια-Βαρβάρας. Πέρασε κι εκείνη αυτήνα την αρρώστια. Το στάρι που ρίχνουμε, λέει, στη «Βαρβάρα», είναι για να μας θυμίζει τα σπυριά που είχε στο κορμί της. Σε καναδυό μέρες, ο Τριαντάφυλλος σαν να συνήρθε, μα η Γιορδανιώ, αντίς καλά, χειρότερα. Στις δεκαπέντε μέρες, ο χάρος μάς βάρεσε μεσάνυχτα την πόρτα κι έκοψε το πιο έμορφο λουλούδι του μπαχτσέ μας, προτού κλείσει τα δεκαεφτά.
Στη φαμίλια μας έπεσε πόνος ασήκωτος. Η Φωτεινή, η φουκαριάρα, δεν ήτανε στα λοϊκά της. Ένα μοιριολόι απ’ το πρωί ώσαμε το βράδυ. Νε έτρωγε νε ήπινε κι ούλο με τη Γιορδάνα «κουβέντιαζε». Τα ρουχάκια της κράταγε, τα τραγούδαγε, τα φίλαγε, και μέσα σ’ ένα σεντούκι τα έβαζε. Κι όσο να τα βάλει, τα έβγαζε πάλε όξω και τα κράταγε αγκαλιά. Κι αποκεί που την έκρενε σαν να ήτανε ζωντανή, το γύρναγε στο κλάμα και στα μοιριολόγια. Το πρωί, πάλε, ζωντανή έλεγε που την είδιε, κι ας μη σφάλισε μάτι ούλη νύχτα. Και κάθα ημέρα, αυτό το βιολί γένουνταν.
Τα παιδιά, μαραμένα, ξεμοναχιάζουνταν και κάθουνταν με τις ώρες αμίλητα, ξέμακρα απ’ τ’ άλλα παιδιά.
Εγώ είδια τη γης να φεύγει κάτ’ απ’ τα ποδάρια μου. Ίσαμ’ εκείνην την ώρα, μπορεί να έχασα Πατρίδα, να έχασα βιος, μα δεν βαρυγκώμησα. Έλεγα θα παλέψουμε και θα τα καταφέρουμε. Θα γενούμε πάλε νοικοκεραίοι. Φτάνει να είμαστε γεροί. Έκαμα εβδομήντα μέρες πορπάτημα, και τα ποδάρια μου βάστηξαν. Και μέσα σε μια βραδιά, γονάτισα. Με το χαμό της Γιορδανιώς μου, μεμιάς ούλα άλλαξαν. Δεν είχα νου για τίποτα. Έβγαινα με το κοπάδι στη βοσκή και δεν ήθελα να γυρίσω. Από τότες, το φαρμάκι απ’ το στόμα μου δεν έφυγε κι ούτε θα φύγει. Κι όμως! Άμα ήμασταν στην Πατρίδα, η κοπέλα μου σήμερις θα ήτανε εν τη ζωή.
362Εσείς, Δέσποινα Στεφανίδου, Αστερίου-Καβάζη Κατερίνα-ΙΙ και 359 ακόμη
66 σχόλια
33 κοινοποιήσεις
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)