Μυρίος ἦν, ἄνθρωπε, χρόνος προ τοῦ, ἄχρι πρὸς ἠῶ
ἦλθες, χὠ λοιπὸς μυρίος εἰς Ἀίδην.
τίς μοῖρα ζωῆς ὑπολείπεται, ἢ ὅσον ὅσσον
στιγμὴ καὶ στιγμῆς εἴ τι χαμηλότερον;
Μικρή σευ ζωὴ τεθλιμμένη· οὐδὲ γὰρ αὐτὴ
ἡδεῖ᾽, ἀλλ᾽ ἐχθροῦ στυγνοτέρη θανάτου.
ἐκ τοίης ὥνθρωποι ἀπηκριβωμένοι ὀστῶν
ἁρμονίης, ὑψοῦντ᾽ ἠέρα καὶ νεφέλας:
ὦνερ, ἴδ᾽ ὡς ἀχρεῖον, ἐπεὶ περὶ νήματος ἄκρον
εὐλὴ ἀκέρκιστον λῶπος ἐφεζομένη·
τοῖον τὸ ψαλάθρειον ἀπεψιλωμένον οἷον
πολλῷ ἀραχναίου στυγνότερον σκελετοῦ.
Ἠοῦν ἐξ ἠοῦς ὅσσον σθένος, ὦνερ, ἐρευνῶν
εἴης ἐν λειτῇ κεκλιμένος βιοτῇ·
αἰὲν τοῦτο νόῳ μεμνημένος ἄχρις ὁμιλῇς
ζωοῖς, ἐξ οἵης ἡρμόνισαι καλάμης.
Π.Α. 472 α
Απόδοση
Αμέτρητα, άνθρωπε, τα χρόνια που πέρασαν
πριν έρθεις στο φως.
Κι αμέτρητα εκείνα στον Άδη
που έπονται.
Και μένει σ’ εμάς ποιο κομμάτι ζωής;
Μονάχα η στιγμή και, αν υπάρχει, πιο λίγο.
Μικρή η ζωή σου κι οι θλίψεις πολλές.
Κι είν’ η ίδια πικρή και πολύ πιο σκληρή
κι απ’ τον θάνατο π’ όλοι μισούμε.
Άνθρωπε, δες, τι ανούσι’ όλα αυτά,
να υψώνετ’ η σκέψη σ’ αέρα και νέφη
των θνητών των φτιαγμένων μ’ οστά,
αφού, όταν τελειώσ’ η κλωστή,
στο ξηλωμένο μας ρούχο θα ‘ρθει
το σκουλήκι να κάτσει επάνω.
Το κορμί το γυμνό, αφημένο στη σήψη
είναι πιο απεχθές κι από μούμια ξερή
που ‘χει γίνει φωλιά για αράχνες.
Κάθε μέρα που βγαίνει το φως
να μετράς πόσες έχεις δυνάμεις
κι η ζωή σου να είναι λιτή.
Διαρκώς να θυμάσαι κι αυτό,
όσο ζεις κι είσαι μ’ άλλους μαζί:
από τι άχυρα είσαι φτιαγμένος.
Αλέξανδρος Βαναργιώτης