Share

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Λίτσα Φιλίππου- Ενός λεπτού σιγή

Ενός λεπτού σιγή για εμάς τους ευαίσθητους αυτής της γης. Ενός λεπτού σιωπή για την κάθε μας πληγή που αιμορραγεί. Φόρος τιμής για όσους πνίγουμε τον πόνο μας στις θάλασσες της κατανόησής μας και μοιράζουμε συγχώρεση. Ταξιδεύουμε στους ωκεανούς της προδοσίας μας, με καράβι την εμπιστοσύνη μας. Ξανοιγόμαστε στα άγρια πέλαγα του κόσμου, με βάρκα την ευάλωτη καρδιά μας. Και αρμενίζουμε σε άγνωστα λιμάνια με φάρο την καλή μας πίστη.
Ενός λεπτού σιγή για εμάς τους ευαίσθητους και αιώνια ρομαντικούς. Εμάς που γράφουμε παραμύθια βγαλμένα από τα όνειρά μας. Ζωγραφίζουμε με τα πινέλα της φαντασίας το μυαλό μας. Γυαλλίζουμε κάθε βράδυ με την σκέψη μας το φεγγάρι, για να φωτίζει καλύτερα τα σκοτάδια μας. Χαμογελάμε καθημερινά στον ήλιο, για να ζεστάνει περισσότερο το μέσα μας. Κάνουμε ουράνιο τόξο την ελπίδα μας όταν ο μαυρίζει ο ουρανός μας. Διώχνουμε τα σύννεφα απο τη ζωή μας, ξεπλένοντάς τα με τα δάκρυά μας. Κρατάμε ομπρέλα στις καταιγίδες την επιμονή μας. Γινόμαστε μούσκεμα στις μπόρες δαμάζοντας την αντοχή μας. Και λυγίζουμε στους κεραυνούς και τις αστραπές που κτυπάνε το κορμί μας.
Απότιση τιμής για όλους εμάς που υφαίνουμε την ψυχή μας με τα όνειρά μας. Κεντάμε τις μέρες με τη θετικότητά μας. Μπλέκουμε πόντο πόντο την αισιοδοξία μας. Σμιλεύουμε την προσωπικότητά μας με τα πάθη μας και τους φόβους μας. Χαράζουμε μέσα μας τα σημάδια απο κάθε μας πάθος με το μελάνι της καρδιάς μας. Στιγματίζουμε τις στιγμές μας με τρυφερότητα. Στεκόμαστε με αξιοπρέπεια πάνω απο τα ερείπια μας. Σκεπάζουμε τις κακίες και τα μίση με το πέπλο της καλοσύνης και της στοργής μας. Και περιμένουμε ως άλλες Πηνελόπες, την άφιξη του ιδανικού μας στην Ιθάκη του.
Ένα λεπτό για όσους ματώσαμε τα χέρια μας, κρατώντας τα θρύψαλα της ψυχής μας και σκορπίζαμε χαμόγελα. Μοιράσαμε τα κομμάτια της οντότητας μας στους περαστικούς απο την ζωή μας, για να μην τους λείψει τίποτα. Χαρίσαμε την καρδιά μας σε αυτούς που δεν είχαν δική τους. Δανείσαμε τα συναισθήματά μας σε αυτούς που δεν μπορούσαν να νιώσουν. Καήκαμε στη φωτιά για να ζεστάνουμε αυτούς που πάγωσαν το «είναι» μας. Δώσαμε τις μεγαλύτερες μάχες μας για να προστατεύσουμε αυτούς που μας λεηλάτησαν. Κλειδώσαμε συναισθήματα και σιωπές στα υπόγειά μας για να μην τρομάξουμε τους άλλους. Δοθήκαμε ολόκληρωτικά στους αχάριστους που απομυζούσαν την ενέργεια μας.
Για εκείνους που επιμένουμε ακόμη να οραματιζόμαστε πάνω απο τα συντρίμμια των ονείρων μας. Να αισιοδοξούμε βογγώντας απο τον πόνο. Να δινόμαστε αδιαφορώντας για την αχαριστία. Να εμπιστευόμαστε χωρίς να μας αγγίζει ο φόβος. Να κατανοούμε χωρίς να επικρίνουμε. Να συγχωρούμε χωρίς να κρατάμε σημαία τις κακίες. Για εμάς που αρμενίζουμε κόντρα στους ανέμους αυτής της γης. Που δεν πάψαμε ποτέ να πιστεύουμε στην ανθρωπιά κι ας ξέσκισε τα σωθικά μας η προδοσία και η αχαριστία. Δε σταματήσαμε να αναζητούμε και να υπερασπιζόμαστε το δίκαιο και ας μας αδίκησε τόσο πολύ αυτός ο κόσμος. Δε μας στιγμάτισαν οι πληγές που χαράκωσαν την καρδιά μας, και ας συνεχίζουν να αιμορραγούν. Δε χάσαμε την όαση της ελπίδας μας αντικρύζοντας την έρημο της απόγνωσής μας. Δεν απωλέσαμε τη γλυκύτητα μας, πίνοντας αμέτρητες φορές απο το ποτήρι της πίκρας. Δεν κατάφεραν όλα τα άσχημα που βιώσαμε να αλλοιώσουν την εσωτερική ομορφιά μας. Και δεν έσβησαν ποτέ τα φώτα της υπόστασής μας στα σκοτάδια αυτού του κόσμου.
Ενός λεπτού σιγή για εμάς τους ευαίσθητους – δυνατούς αυτής της γης. Που καταφέρνουμε να διατηρούμε την αγνότητα και την ευαισθησία μας σε όλα όσα στέκονται μικρά μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής μας.

Λίτσα Φιλίππου

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΜΟΥ


       Στην αδελφή μου ΛΟΥΛΑ

                        Στους τρικυμισμένους καθρέπτες
                                                          Των λυγμών 
                        Θραύεται το ήρεμο πρόσωπο
                                                        Της αιωνιότητας
                        Κι όμως ακόμη ακούμε εντός μας
                       Το φλοίσβισμα της ηρεμίας




ΑΔΕΛΦΗ μου,

θ’ άξιζε ολόρθος να σταθώ

κατάντικρυ στον ήλιο
και των στίχων τους κίονες να υψώσω
προς το κυανό διάστημα
για να περιπατείς τα βράδια
χαμογελώντας πλάι στην Ευρυδίκη
κάτω απ’ τους έναστρους θόλους
του άφθαρτου θέρους.
Όμως, αδελφή μου,
δε δύναμαι άλλο.
Το άπειρο συνέτριψε
το στιλπνό του τόξο
στο μέτωπο μου
και στροβιλίζομαι
στην άπειρη Στιγμή
θρυμματισμένος και αδαής.
Η φωνή μου ναυάγησε.
Η σκέψη μου μάδησε
τα τελευταία της άνθη.
Μονάχα με λυγμούς
αρθρώνω το άσμα σου.
Δεν τολμούν
μήτε ο πόνος μήτε η έκσταση
με ματωμένα χείλη να ψελλίσουν
τ’ όνομα σου.
Πάνω στη χλόη τ’ ουρανού
η Ρούθ γονατίζει
για να προσευχηθεί στα πόδια σου.
Τα λευκά περιστέρια
των παιδικών ονείρων
χαμοπετούν στους κάμπους
του δικού σου χαμόγελου.
Οι ρεμβασμοί των σοφών
δεν αναρριχήθηκαν ποτέ
ως τα κράσπεδα
του σεπτού μεγαλείου σου.
Οι ποιητές που ατμίστηκαν στο φως
Αναγνωρίζουν στο φως του προσώπου σου
των στίχων τη μηδαμινότητα.
Μόνο η μεγάλη Σιωπή
μ’ ένα κρίνο στα χέρια
θωπεύει την κυρτή σου ράχη

που ύψωσε ως τον κόρφο του Θεού
τους οικτιρμούς των ανθρώπων,
ενώ οι γαλάζιες νύχτες
ακινητούν σε κατάνυξη
δακρύζοντας άστρα.
Αδελφή μου,
διπλώνω τα φτερά μου
λυγίζω το σώμα
για ν’ ασπασθώ
τις άκρες των γυμνών ποδιών σου.
Ευδόκησε να πραϋνθεί το πνεύμα μου
για να ψάλω τον ύμνο που αρμόζει
σε σένα, αδελφή μου,
αδελφή όλου του κόσμου.
ΤΑ ΛΕΥΚΑ χέρια σου
που άλειφαν μύρα τις πληγές μας
τώρα σφαδάζουν δεμένα πισθάγκωνα
στο σταυρό του κορμιού σου
σα νάταν, αδελφή μου,
χέρια ληστών.
Το λιγνό σώμα σου περιτυλίγεται
τον τεφρό μανδύα της αλλοφροσύνης.
Τα μάτια σου απομείνανε
δυό πύργοι γυάλινοι, ακατοίκητοι
και μέσα τους γυρνούν αδέσποτες
οι σκιές του παρελθόντος.
Αδελφή μου,
πως μ’ εγκατέλειψες τα μεσάνυχτα
να ψάχνω δίχως λύχνο
ν’ ανακαλύψω τα ίχνη
των απωλεσμένων βημάτων σου;
Βύθισε με και μένα
στο ίδιο σκότος
να μην ακούω τις σάλπιγγες
των κραυγών σου
που μετρούν τους αμέτρητους τάφους.
Ανατίναξε στο άπειρο
τους βολβούς των ματιών μου
για να μη βλέπω
τα δεμένα σου χέρια.
Στρέφω την όψη παντού
και θωρώ μόνο εσένα.
Επικαλούμαι
της ομορφιάς την καλοσύνη
να μ’ ελεήσει μια στάλα δροσιάς.
Όμως κανείς δεν αποκρίνεται
στις παρακλήσεις
των ηττημένων λαών....
{..................}
ΑΔΕΛΦΗ μου, σούχα τάξει
να σου φέρω τ’ αθάνατο νερό.
Σούχα τάξει να ρίξω τον ήλιο
στην ποδιά σου.
Τώρα κραυγάζεις:
«Αδελφέ μου, διψώ′
πούναι τ’ αθάνατο νερό
να ξεδιψάσω;
Αδελφέ μου, κρυώνω′
πούναι ο ήλιος
να ζεστάνω τα χέρια μου;»
Και μένω ασάλευτος κι ανήμπορος.
Εγώ που περιπλανήθηκα
στους ουρανούς
δε δύναμαι να διατρέξω
μια σπιθαμή γης.
Κάτω απ’ το χιόνι ακούω
τις ρίζες του παλιού μας κήπου
να με δένουν στο χώμα.
Κ’ έχω ξεχάσει να βαδίζω.
Σκύβω πάνω απ’ το χάος
της ψυχής σου
γεμάτος δέος.
Τ’ άστρα συγκρούονται
στους βυθούς των ματιών σου
κ’ οι μάχες των θεών
ματώνουν τα σπλάχνα σου.
Πώς να πλάσω την πυρκαϊά σου
σε ψυχρή προτομή νηνεμίας;
Είχα πιστέψει κάποτε στον ουρανό,
μα εσύ μούδειξες
τα βάθη της θάλασσας
με τις νεκρές πολιτείες
με τα λησμονημένα δάση
με τους πνιγμένους θορύβους
Και τώρα ο ουρανός βυθίστηκε
-πληγωμένος γλάρος-
μέσα στη θάλασσα.
Το χέρι μου που σούχτιζα
γεφύρι της αβύσσου
γκρεμίστηκε.
Κοίταξε με,
πόσο γυμνός και πόσο αθώος
κείτομαι εμπρός σου.
Κρυώνω, αδελφή μου.
Ποιος θα μας φέρει πια τον ήλιο
να ζεστάνουμε τα χέρια μας;
Σωπαίνω κι αφουγκράζομαι.
Κανείς δεν περνά
στο νύχτιο δρόμο.
Τ’ άστρα ναυάγησαν
στα σκουριασμένα μάτια
του μαδημένου αετού
που ταλαντεύεται στο χείλος
των σκοτεινών επάλξεων.
Τα δεμένα σου χέρια
φράζουν την έξοδο.
Μόνο η φωνή σου περιτρέχει
τους διαδρόμους της νύχτας
χτυπώντας το μακρύ της ξίφος
πάνω στις πλάκες.

ΠΗΓΗ https://tipota3.blogspot.gr/2013/07/28-1937-1936-23-tanea.html