Αυτό το παιδάκι που θα μας μαρτυρούσε στο θεό
φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
φαίνεται πως τελικά δεν πήγε στον Παράδεισο…
Ίσως και να μην είχε τα ναύλα…
………………………………………………….
Δεν είμαι Ελύτης εγώ. Γι’ αυτό δε θέλω
να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές
μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου.
Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς
τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν.
Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω
για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς.
Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ
πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης
και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα.
Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα
στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής
να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος
που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω
να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά
για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει.
………………………………………………..
να σας δείξω τις αντικριστές αμμουδιές
μήτε τα τόσα ευλαβικά μπλε του Αιγαίου.
Τα φιλιά της αρμπαρόριζας και της ελιάς
τ’ αρχαία σκαριά ποτέ δε με ταξίδεψαν.
Ούτε τη γλώσσα του Ομήρου κατέχω
για να νοώ τους θρήνους της Σαπφούς.
Γεννήθηκα ενός ταπεινού Ιονίου βράδυ
πασπαλισμένος με τ’ άστρα της Ιθάκης
και του Διονυσίου Σολωμού τα δάκρυα.
Κι ως δεν αποσύνδεσα ποτέ την Ελλάδα
στην ψυχή μου, δεν ξέρω από ξαρχής
να την ξαναφτιάξω ‘με μια ελιά, ένα
αμπέλι κι ένα καράβι’, εγώ ο δόλιος
που φύτρωσα σ’ ένα κοχύλι απάνω
να περιμένω εκεί τη θάλασσα ξανά
για όταν θελήσει κάποτε να με πάρει.
………………………………………………..
Γι’ αυτό δε βρίζω τον κόσμο με ‘άξιον εστί’
εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο
δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα.
Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό
από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε
για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου
το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί
και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε
ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου.
Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα
δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς
παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου
που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί,
αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς
για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης.
Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες
όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου
και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν
για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι
να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει.
Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα
για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας
έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους
για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά
αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο,
τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη.
Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου
όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση
να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού,
εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως
ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους
των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο.
Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’
και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων.
Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί
για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως
το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί
ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
εγώ ο ανάξιος να τεντώσω το δάχτυλο
δείχνοντας ένα σημείο του ορίζοντα.
Και πώς… αφού δεν κοίταξα τον ουρανό
από το μέσο πελάγου, αλλά απ’ ολούθε
για να συλλέξω το μπλε πέπλο του νου
το τόσο διάφανο που να φαίνονται οι θεοί
και να μας βλέπουν καθώς αγγιζόμαστε
ο ένας στην αγκαλιά του θανάτου του άλλου.
Γι’ αυτό τα σήμαντρα του δικού μου Πάσχα
δε σήμαναν ποτέ σε ξωκλήσια και ναούς
παρά μόνο στα πλευρά του ανθρώπου
που έγερνε το κορμί, όχι για να προσευχηθεί,
αλλά να γονατίσει μπροστά στους νεκρούς
για τη σωτηρία της εφήμερής του ύπαρξης.
Δες πως κουδουνίζουν οι μαργαρίτες
όταν ανάβει ο ήλιος την πλαγιά του λόφου
και φαίνονται οι σταυροί που φυτεύτηκαν
για ν’ αφήσουν τόπο στη ζωή και χωράφι
να βρίσκει σπόρο το παιδί να μεγαλώσει.
Άκου το μαράζι της θάλασσας στο κύμα
για τα παιδιά που πνίγηκαν ψάχνοντας
έναν τόσο δα κόκκο άμμου δικό τους
για να’ χουν κάπου να κρατηθούν ξανά
αφού το ιερό του σπιτιού τους, το άβατο,
τους το γκρέμισαν γυρεύοντας πλούτη.
Κάψου απ’ τις αμαρτίες των αρετών σου
όπως η λαμπάδα που κρατάς, Ανάσταση
να φωτίσεις ενός κόσμου ξένου, μακρινού,
εξορισμένου κάπου στους γαλαξίες ή ίσως
ντουφεκισμένου μπροστά στους τοίχους
των μοναστηριών που άγιασαν το θάνατο.
Γι΄ αυτό δε φυτεύω τα δειλινά με ‘αμήν’
και των αυγών τα ‘δόξα σοι’ με φιλιά Ιούδων.
Μόνο στον ίσκιο της ροδακινιάς σηκώνω πανί
για το άρωμα του γινομένου φρούτου, όπως
το φουστάνι μιας εγκυμονούσας να φανεί
ο θεός της σωτηρίας ή του χαμού του κόσμου.
………………………………………………….
Συγχωρήστε μου λοιπόν αυτή τη λύπη
να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος,
εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός
που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα…
…………………………………………………..
να είμαι και κάπου - κάπου άνθρωπος,
εξόν από ποιητής, κι απλά περαστικός
που μπορεί να γνέφει ακόμα καλημέρα…
…………………………………………………..
[Αποσπάσματα απ’ το ανέκδοτο ποιητικό έργο:
«Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]
«Η αναδυόμενη Αφροδίτη κι ο Κοντορεβιθούλης»]