Έπεφτε το βράδυ ψυχρό.
Πάνω στο θαμπό τζάμι δάκρυζε ο πόθος
κι ο κόσμος μετέωρος
μια ανάσα κοντά μου, μια ανάσα μακριά μου!
Ένα βαθύ φιλί στο στόμα κι ανατρίχιασε το κορμί˙
ένα φιλί κι ο πυρετός απλώθηκε ως τα νύχια των ποδιών
και λύθηκαν τα μέλη.
Έσπαγαν κρόκοι μελιού μέσα στο στόμα
κι η ηδονή παράφορα μας άρπαζε και μας βύθιζε στη δύνη της
πολεμώντας τ άγνωστο ν’ αφανίσει.
Έγνεψε ο νους και κόπασε ο πυρετός
κι η πεθυμιά εφώλιασε στης προσμονής την ώρα.
(Ω πόσο κουραστική έγινε ξαφνικά η παρέα των φίλων˙
και τα λόγια κι οι μουσικές τι περιττά που εγίναν!).