Κρύβεις βαθιά στα μάτια σου ανατολή και δύση,
σκορπάς αρώματα σαν μια βραδιά θυελλική,
το φίλημά σου φίλτρο είναι, το στόμα μόσχου βρύση,
που κάνουν τον ήρωα άναντρο κι αντρείο το παιδί.
Από το μαύρο βάραθρο ή απ’ τ’ αστέρια φτάνεις;
Η μοίρα το φουστάνι σου σαν σκύλος ακλουθά,
τον κόσμο πότε μια χαρά πότε ρημάδι κάνεις,
και κυβερνάς τα πάντα Εσύ, δίχως ευθύνη μια.
Πάνω σε πτώματα, Ομορφιά, πατάς και κοροϊδεύεις,
η Φρίκη απ’ τα διαμάντια σου δε λείπει, τα καλά,
κι ο Φόνος, απ’ τα αρεστά στολίδια που μαζεύεις,
χορεύει στην περήφανη κοιλιά σου ερωτικά.
Η αίγλη που γύρω ο θαυμασμός ο εφήμερός σου στέρνει,
σπιθοβολά, φλόγα και λέει: «Ευλογημένη Αυτή!
Κι ο αλαφιασμένος εραστής, πάνω από ‘σε όταν γέρνει,
χαϊδεύεις, λες, τον τάφο του, σαν να ψυχομαχεί.
Ειτ’ έρχεσαι απ’ τον ουρανό, τον Άδη, τι με νοιάζει,
τι, Ομορφιά,, τέρας τρανό, αθώο, φοβερό,
αφού μάτι και γέλιο σου και πόδι σου με βάζει
σ’ άγνωστους κόσμους που αγαπώ χωρίς να τους ιδώ;
Σειρήνα ή Άγγελος, Θεός ή Σατανάς μπροστά μου,
ω, τι με νοιάζει, αφού μ’ αυτήν τη νεραϊδοματιά,
κάνεις- ω φως, ρυθμέ, ευωδιά, μόνη βασίλισσά μου!-
τη γη πιο ωραία και τη στιγμή λιγότερο βαριά;”
(Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, εκδ. γράμματα)