Share

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Seferis Princeton 1997

http://libweb5.princeton.edu/visual_materials/pulc/pulc_v_58_n_3.pdf

LINDA DI CHAMOUNIX - GAETANO DONIZETTI - 1996

KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, Translated by Manolis Aligizakis,

Φωτογραφία του Manolis Aligizakis.

ΤΙ ΝΑ `ΧΕΙΣ ΓΙΝΕΙ

Τι νάχης γίνει ολόδροσε βαρκάρη
του παράλιου χωριού, που με είχαν φέρει
ένα πένθος βαρύ να διασκεδάσω;
Τι νάχης γίνει ωραίο παληκάρι
με τα στριφτά ξανθά σου δαχτυλίδια,
πως έχει γίνει να μη σε ξεχάσω;

Νάναι την ομορφιά σου που θυμάμαι,
το σιωπηλό σου στόμα το σφιγμένο,
παράξενη ομορφιά σ' ένα βαρκάρη,
ή γιατί διαλεχτή σου έτυχε νάμαι,
μια θλιβερή με πένθιμο φουστάνι,
στη βάρκα σου μια αυγή που μ' είχες πάρει;

Μέσα σε τόσα ωραία κορίτσια – θάμα
χαράς τα προσωπάκια τους – με πήρες
και μέ στη γαλανή σου τη βαρκούλα.
Ένα πρωινό περίπατο, ένα τάμα
στην πιο όμορφη είχες κάνει της παρέας
και κάλεσες και μέ τη μοναχούλα,

που έβλεπες κάθε δειλινό στο μώλο
συλλογισμένη, με απλανή τα μάτια
σ' ένα βιβλίο με στίχους να κοιτάη.
Ήρθες πιο ωραίος κ' είδα, καθώς μ' όλο
τον άλλο κόσμο πήδησες στη βάρκα,
το χέρι σου ένα ρόδο να κρατάη.

Κι' ως να μην είχε κάπου να το βάλη
το ρόδο αυτό, σε μέ την τελευταία
το πέταξεν απλά, με κάποια βιάση...
Οι κρόταφοί σου εβάφονταν αγάλι
και χάνοταν στη θάλασσα η ματιά σου...
Μα τώρα, πως δε σ' έχω πια ξεχάσει

WHAT HAS HAPPENED TO YOU?

What has happened to you, young boatman
of the seashore village where they brought me
to participate in the saddest mourning?
What has happened to you, handsome
youth, with your curly blonde hair
how can I possibly forget you?

I remember your handsomeness
your silent mouth tightly shut
strange for a boatman to have
and why I was your chosen one
the sad girl in my sorrowful dress
who in your boat you took one morning?

Among all the beautiful girls — their
faces miracle of joy — you took me
to your light blue boat for
a morning walk, you said you wished
to take the most beautiful of the group
and yet you took me the lonely one.

You saw me by the quay every morning
deep in thought and with eyes gazing
the void and reading a poetry book.
You came most handsome and I saw
as you jumped on the boat
you held a rose in your hand

and as if you didn’t have anyone to give
this rose you simply threw it in haste
to me the last one on the line;
your temples had turned almost gray
your eyes the color of the blue sea
and now truly I can’t forget you.

KARYOTAKIS-POLYDOURI//The Tragic Love Story, 

Translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, BC, 2016

www.manolisaligizakis.com
www.libroslibertad.com

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΟΛΕΜΟΣ

Μα πώς να σε βρω, αδελφέ,
και πώς να μέ'βρεις;

Πόλεμο ζούμε,  ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
λες και άλλη μας γέννησε Μάνα
και σπίτι πατρικό δεν έχουμε για να βρεθούμε!

Πόλεμο ζούμε
που ό,τι αληθινό το αλλοιώνει
και σε «καταιγίδα της ερήμου»  το μεταποιεί--
σε στελθ περιιπτάμενα και στιλπνές πανοπλίες,
και σ' Έρωτες
με δοξάρια χρυσά και σαϊτιές ελαυνοφόρες.

Πόλεμο ζούμε
και τα περάσματα επικίνδυνα,
και το σώμα της γυναίκας πουκάμισο αδειανό
κι η γνώση εργαλείο, που όλο  μηχανεύεται 
του Νέσσου  να φορέσεις το χιτώνα.

Πού να σε βρω;

''Ήρθαν ντυμένοι φίλοι πολλές φορές  οι εχθροί μας'',
και  στρέψαν τα ηλιοτρόπια να κοιτούν
τον ήλιο στη  λίμνη αντεστραμμένο,
έτσι που το κατάφεραν
με τα δικά  τους μάτια να θωρούμε
κι εμείς να θαρρούμε πως βλέπουμε.

Και έμεινε η κερκόπορτα ανοιχτή
κι εκείνοι που  για θεματοφύλακες τους είχαμε
πούλησαν στο διάολο την ψυχή τους
και τυφλοπόντικες  έγιναν μεσ στα υπόγεια 
και των ερεβομανών το κελάρι,
που τίποτα δεν είδαν!

Μα εσύ στο πλάι μου υπέρμαχη Παναγιά,
εσύ που είδες  να μου κλέβουν την πατρίδα, την πόλη και το σπίτι
εσύ που είδες τους  εκπροσώπους  μας να σπάνε  τα  χρυσόβουλα
και να με πετάν στο δρόμο και να μου παίρνουν τα παιδιά  και  τους γέρους μου 
να κλείνουν στον τάφο ζωντανούς,
εσύ, που στη γωνιά με το αγιόκλημα,  όπου σε συναντούσα,
είδες τους  Ριχάρδους  να ορίζουν την τιμή
στ’ ασημικά των απολυμένων και  ξεσπιτωμένων,
εσύ που είδες  τις σκιές   να σκοντάφτουν πάνω στα ερείπια  των εξαθλιωμένων
και  στα σακίδια με τ’ ανεπίδωτα γράμματα των αυτόχειρων,
εσύ που γνωρίζεις  τη  σωστή μεριά,
έλα, άνοιξε την πόρτα 
και βόηθα να μπούμε

ολόισα στη φωτιά!

Ηέλτιος-ΤΟΥ ΝΕΣΣΟΥ Ο ΧΙΤΩΝΑΣ

Τρέφει η υποταγή μ’ αίμα αθώο το Μινώταυρο,
κι όμως εσύ για παραμύθι τό’χεις πάρει
κι όταν κοιτάς την προκυμαία απ’ το μπαλκόνι σου
δε βλέπεις τα παιδιά που τα φορτώνουν στο καράβι
κι ούτε πια το Θησέα  αναγνωρίζεις,
ούτε το μίτο της Αριάδνης αναζητάς
και προπαντός αγνοείς ότι ποντικός στο λαβύρινθο έχεις γίνει
πιασμένος στου κατεχόμενου νου σου
τα εκτοπλάσματα!

Όχι!,  λες,
κι ωστόσο μες στις έλικες έχει τυλιχτεί του εγκεφάλου σου,
κι έχει κολλήσει πάνω στο κορμί σου και μέσα από την 
προβιά του αναπνέεις,
έτσι που είναι δύσκολο πια να  διακρίνεις
του Νέσσου το χιτώνα που φοράς.