Share

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2025

Rebonds A by Iannis Xenakis

Iannis Xenakis _ "Jonchaies" for 109 musicians (1977)

Iannis Xenakis - Hibiki-Hana-Ma (1969-1970)

ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΕΝΑΚΗΣ | ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ | ΕΡΤ | 1987

Erotiko

Pandora Mou Ora

Θάνος Ανεστόπουλος- Απόσπασμα από συνέντευξη στον Φώτη Βαλλάτο.

 Πρόσωπα  Ακολουθήστε

21 ώρ. 
Γεννήθηκα κοντά
στους παραποτάμους του Έβρου,
σε μια κλινική στην Αλεξανδρούπολη.
Οι γονείς μου
ήταν εσωτερικοί μετανάστες.
Από την Αθήνα ο πατέρας μου,
παιδί της εργατικής τάξης
και άνθρωπος του μόχθου,
και η μητέρα μου
μια εύθραυστη παρουσία,
που αντί για τ' όνειρό της
να σπουδάσει νομικά,
επέλεξε ν' ακολουθήσει
τον άντρα που ερωτεύτηκε
μέχρι την πινέζα του χάρτη.
Αυτό συνέβη τον Φλεβάρη του '67.
Μετά, μετακομίσαμε στο Περιστέρι,
στη Νέα Ζωή,
αν θυμάσαι έχουν γράψει
κι ένα τραγούδι οι Στέρεο Νόβα
για το λεωφορείο της περιοχής,
το ''Νέα Ζωή 705''.
Εκεί λάμβανες διαρκώς
την καθημερινή υπενθύμιση
πως οι γειτονιές χτίζονται
από τους εσωτερικούς πρόσφυγες,
δίνοντάς τους ονόματα
που μέσα τους είχαν κρύψει
τα μύχια όνειρά τους
και τις ελπίδες τους
για καινούργια ξεκινήματα.
Αλλοτριώθηκαν, βέβαια, μέσα
στα χρόνια αρκετοί από αυτούς,
μη μπορώντας να διακρίνουν και
να ταυτίσουν τη δικιά τους ιστορία
με των σημερινών προσφύγων
την άθλια μοίρα.
Το σπίτι που μεγάλωσα
ήταν ένα τριώροφο και,
εκτός από την οικογένειά μου,
ζούσαν
το ζευγάρι των παππούδων μου
καθώς και δύο άλλες οικογένειες.
Θυμάμαι όταν έγινε
η επιστράτευση για την Κύπρο,
τις γυναίκες να φιλάνε
κλαίγοντας τους άντρες τους
κι εγώ να μην καταλαβαίνω πολλά,
ν' αποτραβιέμαι στο δωμάτιό μου
και να κρύβομαι
κάτω από το κρεβατάκι μου,
τρέμοντας και νιώθοντας
έναν ανεπαίσθητο φόβο.
Άλλη μια έντονη ανάμνηση
ήταν στην ηλικία των δέκα ετών.
Ήμουν στο μπαλκόνι τού
πρώτου ορόφου με θέα το δρόμο.
Εμένα δε με ξύπναγαν κάθε πρωί
φωνές πουλιών ή η βοή
κάποιας φασαριόζικης λεωφόρου,
αλλά ο ήχος από την κορδέλα
του διπλανού ξυλουργείου,
που έπαιρνε μπρος
και δούλευε χωρίς αγκομαχητά
μέχρι αργά το μεσημέρι,
κερνώντας τη γειτονιά
με τη μυρωδιά απ' το πριονίδι.
Μετά από πολλά χρόνια,
το ξυλουργείο έγινε το προβάδικο
των Διάφανων Κρίνων.
Εκείνο το πρωινό, το παλικάρι
που δούλευε στην κορδέλα,
ένας ψηλός, ξερακιανός νέος,
με πολύ μακριά μαλλιά
που πάντα τα κοίταζα με δέος,
πετάχτηκε έξω από το υπόγειο
ξυλουργείο, ουρλιάζοντας και
κρατώντας το αριστερό του χέρι,
βάφοντας το δρόμο
με το πιο κόκκινο χρώμα που είχα
δει, μέχρι τότε, στη λίγη ζωή μου.
Δεν ξεχνώ τις λέξεις που φώναζε:
''Η κιθάρα μου!..
Θεέ μου, η κιθάρα μου!!...''
Μετά έμαθα πως
όλη του η ζωή ήταν η κιθάρα του
και πως είχε χάσει τέσσερα δάχτυλα.
Για έναν περίεργο λόγο
ηρωοποιούσα από παιδί, αυτούς
που στο τέλος της ιστορίας έχαναν,
ή έμεναν μόνοι και συνέχιζαν
το μοναχικό τους δρόμο προς τον
κόκκινο ορίζοντα, πάνω στο άλογο.
Αλλά σίγουρα ο παιδικός μου ήρωας
ήταν ένας, και δεν ήταν φανταστικός.
Τον έλεγαν Θέμη και ήταν
ένας παράξενος, μαγικός τύπος.
Μάζευε τα παιδιά της γειτονιάς,
τα ταξίδευε με τις ιστορίες του
και τα μάγευε
με τα ταχυδακτυλουργικά του.
Ήρωάς μου έγινε την ημέρα που
απελευθέρωσε όλα τα αδέσποτα,
σαλτάροντας
στο φορτηγάκι του μπόγια,
και όταν ξάπλωσε
μπροστά από την μπουλντόζα
που είχε έρθει για να ξεκινήσει
τις εργασίες μετατροπής τής
τοπικής μας αλάνας, σε πολυκατοικία.
Ο Θέμης, ο ήρωάς μας, πέθανε,
απ' ότι έμαθα πρόσφατα, από καρκίνο.
Πεθαίνουν και οι ήρωες, σκέφτηκα...
Θάνος Ανεστόπουλος
Σαν σήμερα, το 1967, γεννήθηκε.
..................................................................
Πηγή: lifo. gr

«Νίκος Γκάτσος- Οδυσσέας Ελύτης: Μια συγκριτολογική προσέγγιση» [Α΄ΜΕΡΟΣ] (γράφει ο Σταύρος Καρτσωνάκης)

[...] Η γνωριμία των δύο ποιητών ήδη από τον Οκτώβριο του 1936, η ίδρυση από κοινού το 1938 του ιστορικού φιλολογικού Λουμίδη, οι αδιάκοπες συζητήσεις και συναντήσεις τους τα χρόνια της Κατοχής, η συγγραφή και έκδοση των πρώτων ποιημάτων του Ελύτη, καθώς και η δημιουργία της Αμοργού, όλα αυτά, και πολύ περισσότερα, σε επίπεδο προσωπικό ή κοινών διαβασμάτων, στοιχεία που επιβεβαιώνονται από όλους όσους τους γνώρισαν τότε, οπωσδήποτε υποδηλώνουν μια κοινή αισθητική και ιδεολογία που διαμορφώνεται σε μεγάλο μέρος τότε. Αν προσθέσουμε σ’ αυτά την ταυτόχρονη ανακάλυψη και σύμπλευση με την υπερρεαλιστική ιδεολογία, τους μοντερνιστές ξένους συγγραφείς και ποιητές που προηγήθηκαν και επηρεάζουν καταλυτικά τότε όλους της γενιάς, παράλληλα με την επαναδιαπραγμάτευση της ελληνικής παράδοσης που επιχειρείται, έχουμε μια σε μεγάλο μέρος ταυτόσημη αφετηρία έμπνευσης και αναφορών που αποτυπώνεται σε όλο το έργο Ελύτη και Γκάτσου, όσο διαφορετικές κι αν κατέληξαν οι πορείες τους. Υπάρχουν, συνεπώς, πολλές ομοιότητες και προφανώς πιο πολλές διαφορές. Θα επικεντρωθούμε, εδώ, στις πρώτες, και συγκεκριμένα στα μελοποιημένα ποιήματα Ελύτη και Γκάτσου, ώστε να υπάρχει ένα οριοθετημένο πεδίο μελέτης.

Αν αποδεσμευόμαστε από τα τραγούδια και εξετάζαμε ολόκληρο το έργο, οι δυσκολίες θα ήταν μεγαλύτερες, αφού αρκετές από τις λέξεις, μοτίβα, ή θέματα με τα οποία θα ασχοληθούμε εδώ, στην περίπτωση του Γκάτσου προϋπήρξαν στην Αμοργό, οπότε σε ένα καθαρά χρονολογικό επίπεδο υπάρχουν στη φαρέτρα του ποιητή ήδη πριν από το 1943. Θα ήταν επιπόλαιο να ισχυριστούμε ότι προηγήθηκε του Ελύτη (ο οποίος την ίδια χρονιά κυκλοφορεί τον Ήλιο τον πρώτο). Ο Ελύτης πάντως (αλλά και ο Σεφέρης) στα δοκιμιακά του κείμενα σαφώς ξεχωρίζει το Γκάτσο για τη διορατικότητα και πνευματικότητα του. Όμως μια τέτοια είδους βαθιά πνευματική επικοινωνία δεν μπορεί παρά να είναι αμφίδρομη, και ασφαλώς μπορούμε τα επόμενα χρόνια να υποθέσουμε (αλλά και να αναγνωρίσουμε) πως π.χ. ένα έργο όπως το Άξιον Εστί (και όχι μόνον) μοιραία θα αφομοιωθεί δημιουργικά από το Γκάτσο και στίχοι του ενός θα συγγενέψουν με στίχους του άλλου. Θα δούμε ενδεικτικές τέτοιες περιπτώσεις παρακάτω. Ας κρατήσουμε στην παρούσα φάση την τελευταία πρόταση από το κείμενο Σκοποί στο ένα δάχτυλο για τον Νίκο Γκάτσο του Ελύτη που συνοψίζει την κοινή πορεία, αισθητική, και ίσως την ωρίμανση και τομή που ήταν και για τους δύο η κατοχή και, κυρίως ο εμφύλιος. Κι ακόμη τη λέξη-κλειδί «μελωδίες» που συνειρμικά μπορεί να μας οδηγήσει στα τραγούδια, που εξετάζουμε εδώ:
«Με τον Νίκο Γκάτσο συνδέθηκα και συμπορεύτηκα, επειδή κι εκείνος, πίσω από τα χαμόγελα και τις μελωδίες, είχε ακούσει τη φωνή που κηρύττει και στις παραμονές του θανάτου και πάνω από τις καταιγίδες.» [...]