Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, –κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!
Tη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου…
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, –κι όπως ήρθα και θα φύγω.
μόνος έζησα του κάκου, –κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Τ’ είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
–κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου...
–κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου...