Share

Σάββατο 25 Απριλίου 2015

Γιάννης Τσατσόπουλος- Να βάλω τα μεταξωτά -(1992)

Μέρες βαριές χοντρές ψιχάλες
πάνω σε χάπια και μπουκάλες
δε θα γυρέψω νοσηλεία
στα σινεμά και στα βιβλία

Πάω ν’ αδειάσω το τασάκι
κι αυτό το σκούρο σου σακάκι
θα το πετάξω απ’ το μπαλκόνι
να βρει κανέναν που κρυώνει κι εγώ...

Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά

Έχει ψυχρούλα και μ’ αρέσει
κι αν δε μου πάει θα σπάσω μέση
η αγάπη πάει με μπαστούνι
κι εγώ με γκάζια στο τακούνι

Το άσθμα μου κι ο βρυχηθμός μου
στα ραδιόφωνα του κόσμου
με τρύπια βάρκα και ναυτία
βγαίνω λοιπόν στην πειρατεία κι εγώ...

Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει
στα εργοστάσια μπροστά και στα σκουπίδια πλάι
να μπερδευτώ με τους εργάτες
να πω τον πόνο μου στις γάτες
και στη φουφού του καστανά
στάχτη να γίνεις σατανά.                              

ΣΠΥΡΟΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ (25-4-2015)

Κι ήξερες απ΄ αύριο κιόλας
ότι στου παρελθόντος τους χορούς θα ενδώσεις.
Φύλλα κλειστά, στ΄ αδιάβατα μόνο των κρίνων,
κλεψύδρες αφανισμού χρόνων κι ανθρώπων
μετώπες κατάστηθα τ΄ ουρανού που σκούριασαν
τυφλά κλειδιά κι αγιόκλημα πεσμένου φράχτη
δεμένα στα παραπέτια της θύμησης, με κόμπους
που στάζουν λησμονιά...
Ψιθυριστά τα χάδια, τα φιλιά, μες στο αχό των κύκνων
της μετανάστευσης σ΄ άλλη εποχή, μιλάς, σωπαίνεις
κι έρχεται η αυγή μανταλωμένη στο ξέπορτο από χθες
μες στης σιγής τη μαχαιριά να δώσει αίμα τα χρώματα
που σαν μασάς τα λόγια σου γίνονται μαύρο ή καταχνιά
ή αυτή η θηλιά που σε κρεμάει απ΄ την αλήθεια ανάποδα...
Τώρα θα δεις μες στ΄ ασφοδίλια νεκρές γοργόνες Μέγα
αναμαλλιασμένες Δήμητρες που σκάβουν τους ανέμους
κυρτές λεπίδες του αμύθητου σαν τα σπαθιά να μάχονται
να κρατηθεί το πέρασμα προς την αθανασία ανοιχτό
μάτια κλειστά που καίγονται ίδια με μάγισσες Μεσαίωνα
τα φορεμένα ρούχα απ΄ των νεκρών τις δωρεές, γύμνια
μ΄ ωραία στήθη και γλουτούς πάνω στο χώμα ακάθιστους
που αιωρούνται στα σπλάχνα σου νέμεσης αφροκύματα
που μούλιασαν τις σιωπές σου κράζοντας Ευμενίδες...
Αλίμονο άνθρωπε που μόνος πελεκάς στην πέτρα πληγές
κι ύστερα πάλι μόνος δίνεσαι στον πόνο να τις νιώσεις...
Αλίμονο κι εσείς γυναικοσταυλίτες ερωτιδείς στου άντρα
το καλοκαιρινό πουκάμισο που ξεφθινοπωριάζετε χειμώνες...
Αλίμονο νιάτα μου που από νωρίς, αύριο κιόλας, θαμμένα
στο χτυποκάρδι της οχιάς μάταια θα σπαταλάτε τις αγκαλιές μου...
.........................................................................................
(απόσπασμα)
25-4-2015