ΑΠΟΥΣΙΑ
μαζί με τα ποντοπόρα πλοία
που γλιστρούν πάνω στο ασήμι του πελάγου
και δεν πιάνουν άγονη γραμμή.
Σε Καστελόριζο, Λειψούς, Χάλκη, Ηρακλειά και Σίκινο
τώρα μετρώ την ερημιά μου:
την απουσία σου που με κυριεύει,
εδώ πλάι στο μικρό ξωκλήσι
όπου άναψα κερί να σε κατευοδώσω.
Τόσοι αιώνες δημιουργίας,
κι ένα εκατόφυλλο ρόδο δεν μπόρεσαν
οι δημιουργοί αμάραντο να κρατήσουν!
Στον άνεμο που βυσσοδομεί και χτυπάει το πρόσωπό μου
γυρεύω τώρα τ' άγγιγμά σου,
στο κύμα που σκάει αγριεμένο πάνω στους βράχους κι υψώνεται,
αγκαλιάζοντας μεσ' τους αφρούς
των βράχων τ’ αγάλματα.
Κάπου εδώ
ανάμεσα στο βράχο και στο πέταγμα του γλάρου,
ίσκιος αόρατος περνάει η μορφή σου.
Σαν πέφτει το βράδυ
στη μικρή ταβέρνα σε βρίσκω ν’ αναδύεσαι γυμνή
μέσα σ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί σταλμένο από θείο χέρι--
νέκταρ βγαλμένο από αμπελώνα ηφαιστείων
(που μετέδωσαν τη ζωή πριν να παγώσουν),
δώρο αγάπης που μου δόθηκε για να μπορώ
εγγύς να κρατώ ουρανό και ουρανίσκο
και να γνωρίζω κάθε φορά πού βρίσκομαι
και προς τα πού είναι ο δρόμος.
Χάθηκες,
και δε σε βρίσκουν πια τα λόγια μου
κι η μαχαιριά δε σε πονά
που έχω στην καρδιά μου.
Στο μικρό ακρογιάλι, όπου κάποτε ανοίγαν οι ουρανοί
και τα μάτια σου μίλαγαν το θαύμα,
τώρα κοιτάζω τ’ άστρα και μετρώ τις ήττες μου,
καθώς τέφρα ηφαιστειακή πέφτει και σκεπάζει τα χαλίκια
ο ονειρεμένος κόσμος μας.
Ω έρωτα!
Ευλογημένες οι στιγμές που ζήσαμε
ευλογημένη κι η πληγή που άνοιξες στα στήθια μου,
έτσι για να μπορώ να βλέπω
(μαζί με το φεγγάρι που ανεβαίνει απόψε
και σκαρφαλώνει στο παραθύρι μου),
ότι τειχισμένος είμαι από παντού
-στο κελί μου εδώ κλεισμένος-,
με μόνη έγνοια μου το δρόμο
που οδηγεί σ’ Εσένα!