Χλωμό σαν ξεφτισμένο όνειρο ήρθε το δειλινό.
Στην ακμή της μέρας, που σπάραζες, αθωότητα
έσταζαν τα μαλλιά σου, αγγιξιές ήμερων θηρίων.
Σε τι ελπίζεις αγαπημένε της λησμονιάς άνθρωπε;
Τα δάκρυα σου ακόμα ανάνθιστα στις αγκαλιές
που πόθησες το δώρο της ζωής, λίμνες ποταμών
σταματημένων καιρό, στην ωκεάνια τους έξοδο
βυθίζουν τον πόνο τους, νύχια μοιρών στη χαρά
που σαλάγησε στο πέτο του πένθους νια δόξα σοι.
Επίορκες ευτυχίες κι αμόλυντα μιαρά χάδια ελέους
επωάζουν οι μακρινές νύχτες στο σεντούκι σου…
Λίγη ζωή, πολύ θάνατο και μύρια ωσαννά ψεύδους!