Σα νά’ μαι από σίδερο μου μιλάς,
κι όπου βρεθείς χτυπάςμε φωτιές και βαριοπούλες εξουσίας να με μεταμορφώσεις,
δίχως ν’ ακούς το χλιμίντρισμα των αλόγων στο υπόγειο
που μαύρο φίδι τα ζυγώνει.
Ω αν μ’ ήξερες!
θα μ’ άγγιζες στον άνεμο,
θα με μύριζες σε κάθε ρόδο,
θα μ’ άκουγες σε κάθε κελάηδισμα του αηδονιού
και στον πηλό που πλάθεις και κολλάει στα χέρια σου
θά’ βλεπες κάθε στιγμή
τη μορφή ενός μικρού παιδιού να σου χαμογελάει
μπρος στην πέτρινη βρύση όπου έπινες νερό!
7 Οκτωβρίου 2014