Λες κι ήταν όλα έτοιμα από καιρό,
στο γονιδίωμα του γαλαξία κεντημένα
και στα κυκλάμινα π’ ανθούν στις άκρες των γκρεμών,
όπως ο έρωτας στα στήθια των κοριτσιών.
Ήσυχα κυλούσε η μέρα
Οι αισθήσεις πάλλονταν λεύτερα στο ρυθμό του κόσμου,
τα περάσματα όλα μύριζαν άνοιξη,
κι όλο το μέσα μέρος καταρράκτες φωτός
όπου λούζονταν διάφανα αισθήματα
και ζουζούνιζε μια μέλισσα στην καρδιά σου.
Κι όλα άλλαξαν μεμιάς
σαν πήγα ένα τριαντάφυλλο να σου κόψω
και μ’ άρπαξε το αγκάθι εκδικάζοντάς μου ως πληρωμή
μια σταγόνα αίμα στο ακροδάχτυλό μου.
Με θεία δικαιοσύνη έμοιαζε που έχασα το δρόμο,
τί που από τη φυσική δυάδα προς την τριάδα
ανέβαινε που την είπαν Λόγο ή Αγάπη.
Έπειτα ήρθαν οι καβαλάρηδες βιαστικοί και αποφασισμένοι,
έτσι που πριν καλά-καλά το καταλάβω
μπροστά στα τείχη βρέθηκα της Τροίας
-μαζί με τους Αχαιούς-
ασπίδα να κρατώ και Δούρειους Ίππους να μηχανεύομαι
εγώ, ο άσκοπος,
που τον έρωτα πόθησα να ζω
στ' αέναο θαύμα υποταγμένος.