Απέναντι τα βουνά,
καθώς βυθίζονται στο τελευταίο φως˙
απέναντι κι ο εχθρός, με τις κάνες υψωμένες,
μαζί με το σωματίδιο του Higgs που περνάει
άφαντο το ποτάμι κι ανηφορίζει φορτωμένο σε
ιδρωμένους προσκυνητές
που εύπιστοι δείχνουν κι αποφασισμένοι να εμπιστευτούν
ακόμα κι κείνο που δεν κατανοούν.
Όλα απέναντι το ένα στ’ άλλο
κι εκεί όπου ήταν η Μυρτώ
τα πράγματα άθικτα στη θέση που τ’ άφησε,
το παράθυρο ανοιχτό κοιτάζοντας τη θάλασσα,
διάχυτη ευωδιά γιασεμιού στο κενό
που τρυπάει το δωμάτιο,
μετέωρα διαστήματα
χάσματα
καθρέπτες
γωνιές μυστηρίου σκοτεινές
κι ο ριζωμένος πόνος
που μίλησε με τα χείλη τ' άστρου που τρεμοσβήνει
κι έγινε μουσική,
το κλεισμένο χάδι στην παλάμη του χεριού που απλώθηκε
και δε σε βρήκε,
το δάκρυ που έσταξε και χάθηκε ο κόσμος.
Άνεργος γλύπτης ο χρόνος πηγαινοέρχεται
αναζητώντας το πρόσωπό της
τους καθρέπτες συντρίβοντας και
τα όρια από τους φράχτες δοκιμάζοντας-
παρουσία και απουσία.
Υποκείμενο και αντικείμενο
κι ανάμεσά τους χάος της Ησιόδειας νύχτας
όπου περιπλανιέσαι χωρίς σημείο αναφοράς
μ’ ένα σαράκι μέσα σου σαν υποψία φωτός
να τρυπάει το σκοτάδι,
ενώ παλεύεις απεγνωσμένα για ν’ αγγίξεις
ένα χέρι να πιαστείς
ένα πόμολο ν' ανοίξεις
μια αλήθεια να πατήσεις και να βγεις
στο φως της σκηνής
της Επιδαύρου.
9/5/23