Share

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2014

Νίκος Καζαντζάκης Στὰ Καρούλια

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο» ,ἐκδ. Ἐλ. Καζαντζάκη, 1964.

Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν' ἀνέβω στ' ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι,οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγ. Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται• θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται• κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.

Ἀνάμεσα στοὺς ἐρημίτες τούτους ζοῦσε τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ξακουστὸς γιὰ τὴν ἁγιοσύνη του, ὁ Μακάριος ὁ Σπηλαιώτης. Αὐτὸν κίνησα νὰ δῶ• ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ἱερὸ βουνό, εἶχα πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ πάω νὰ τὸν δῶ, νὰ σκύψω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι καὶ νὰ τοῦ ξομολογηθῶ. Ὄχι τὰ κρίματά μου, δὲν πίστευα νὰ ‘χα κάμει ὥς τότε πολλά, ὄχι τὰ κρίματά μου παρὰ τὴν ἑωσφορικὴ ἀλαζονεία ποὺ συχνὰ μ' ἔσπρωχνε νὰ μιλῶ μὲ ἀναίδεια γιὰ τὰ ἑφτὰ μυστήρια καὶ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ νὰ θέλω νὰ χαράξω δικό μου δεκάλογο.

Ἔφτασα κατὰ τὸ μεσημέρι στ' ἀσκηταριά• τρῦπες μαῦρες στὸν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στοὺς βράχους, ἕνας σκελετὸς πρόβαλε ἀπὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα• σὰ νὰ 'χε φτάσει κιόλας ἡ Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετὸς αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆς καὶ δὲν εἶχε ἀκόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ ὅλες τὶς σάρκες του. Φόβος κι ἀηδία μὲ κυρίεψε, καὶ συνάμα κρυφὸς ἀνομολόγητος θαμασμός• δὲν τόλμησα νὰ τὸν ζυγώσω, τὸν ρώτησα ἀπὸ μακριά• ἅπλωσε τὸ ξεραμένο μπράτσο, ἀμίλητος, καὶ μοῦ 'δειξε μιὰ μαύρη σπηλιὰ ἀψηλὰ στὰ χείλια τοῦ γκρεμοῦ.

Πῆρα ν’ ἀνεβαίνω πάλι τοὺς βράχους, μὲ καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, ἔφτασα στὴ σπηλιά. Ἔσκυψα νὰ δῶ μέσα• μυρωδιὰ χωματίλα καὶ λιβάνι, σκοτάδι βαθύ• σιγὰ σιγὰ διέκρινα ἕνα σταμνάκι δεξά, σὲ μιὰ σκισμάδα τοῦ βράχου, τίποτα ἄλλο• ἔκαμα νὰ φωνάξω, μὰ ἡ σιωπὴ μέσα στὸ σκοτάδι ἐτοῦτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο ἀνησυχαστική, ποὺ δὲν τόλμησα• σὰν ἁμαρτία, σὰν ἱεροσυλία μοῦ φάνηκε ἐδῶ ἡ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Εἶχαν πιὰ συνηθίσει τὰ μάτια μου στὸ σκοτάδι, κι ὡς τὰ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμὸς ἁπαλός, ἕνα πρόσωπο χλωμό, δυὸ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς κι ἀκούστηκε γλυκιὰ ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
Ἔκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα• τὰ μαλλιὰ του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.

Κάμποση ὥρα σωπαίναμε• κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν' ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει• κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά 'χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν' ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστὰ μου• ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.
Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδὶ μου• τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζὶ μου• δὲν ἔχει δύναμη• παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος• κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδὶ μου• μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα• αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου• θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος. 
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο• ν' ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί• ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο• στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος• διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος• καλὴ 'ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους• ἡ ζωὴ 'ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. 
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις• δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος• μὰ θ' ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ' ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του• ἀναστέναξε• καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ• ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοΰ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό 'πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά 'ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ' ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ' ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου• συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμὸ μου• πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε• «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά 'μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη• ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνὴ του τώρα εἶχε στερεώσει.

Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο• τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός• εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης• θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.
—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε• τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει. Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ'το καλὰ στὸ νοῦ σου: 
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το! 
Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος• δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα• τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος• ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει• βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν• γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε•' εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου• κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητή της ζωής• μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς• ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε• ἄε στὸ καλό• ὁ Θεὸς μαζί σου. 
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα• καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.


Ρωμανός ο Μελωδός- Υμνος ΛΓ'


Μετάφρ. Νίκος Καρούζος

Από το περιοδικό Εποπτεία, τεύχος 15, 1977



Ένθρονος απάνω στα ουρανόθρεφτα, τα ηλιοφόρα πλάτη
και επί γης απέριττος απάνω σ' ένα γαϊδαράκο,
εσύ Χριστέ μου ο Θεός ο ένσαρκος,
δεχόσουνα μαβιά δοξολογήματα νηπίων και αγγέλων:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

α.
Όντας αυτός που το θάνατο τον έδεσες πίστομα
και τον Άδη το λαίμαργο οπούχεις νεκρώσει
στον κόσμο λουλουδιάζοντας ανάσταση,
τα νήπια βαγιόκλαδα ανεμίζοντας, τα νήπια,
Χριστέ εσένα ανυμνούσαν ακόρεστα
ως φορέα υπέρτατης νίκης πνευματικής
κραυγάζοντας σήμερα «Ωσαννά στον υπαίθριο υιό του Δαυίδ»·
άλλη δε θάρθει, λέγασι, μαυρίλα μας οπού
ναν τα χαλάσουν τόσα σμήνη από βρέφη
γυρεύοντας το βρέφος της Μαρίας να αφανίσουν,
αφού εσύ σταυρώνεσαι ο μέγας έρημος
για όλους τους κακόμοιρους ανθρώπους
απ' των βρεφών αρχίζοντας την έμορφη
τη ζήση μέχρι τους ξεκρέμαστους γερόντους·
σπαθί κανένα δε μας πιάνει τώρα πια,
γιατί η λόγχη θα στομώσει στην πλευρά σου·
γι' αυτό κ' εμείς αγαλλιώντας ψάλλουμε:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

β.
Ιδού του πνεύματος ο ηγεμόνας ο ησύχιος και πράος, 
καβάλα σ' ένα γαϊδαράκο φτάνει ολοπρόθυμα
να πάθει και τα πάθη να νεκρώσει.
Ο Λόγος ο προαιώνιος που φτάνει με την Άνοιξη
καβάλα σ' ένα άλογο πλάσμα λαχταρώντας
των λογικών πλασμάτων την απολύτρωση·
παράξενο που ήτανε να βλέπεις
απάνω στου φτωχούλη γαϊδαράκου την αθώα ράχη
εκείνον που φέρεται στους χρυσίζοντες
ώμους των αιθέριων Χερουβίμ,
εκείνον όπου ύψωσε κάποτε
στον ουρανό ως ηνίοχο θαύματος
τον Ηλία σ' ένα περίλαμπρον άρμα από φωτιά·
μ' αυτό τον τρόπο φτώχεψε τη θεϊκιά του δύναμη
και τιποτένιος φανερώθηκε ολότελα ο Κύριος των Όντων
ενθαρρύνοντας όλους τους άμοιρους οπού φωνάζαν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

γ.
Συθέμελα σείστηκε η πόλη Ιερουσαλήμ όπως κάποτε
σεισμός μεγάλος ταρακούνησε την Αίγυπτο·
και εκεί σειστήκαν τ' άψυχα, μα εδώ σειστήκαν οι ανθρώποι
με το δικό σου φτάσιμο·
όχι βέβαια γιατί προκάλεσες ως ταραξίας την έξαψη,
εσύ φυτεύεις πάντα την ειρήνη,
αλλά γιατί τις άτιμες των υιών του σκότους μηχανές
ξέρεις εσύ ο Θαλερός του Σύμπαντος να εξουδετερώνεις,
διώχνοντας όλους τους κακούς απ' όπου κι αν τους απαντήσεις,
καθώς είσαι ο υπέρτατος Κύριος
του χώρου και του χρόνου·
είναι πεσμένα από παλιά στην άκαρπη σιγή τα είδωλα του σκότους,
την ώρα τούτη όσοι τα λατρεύουν κλυδωνίζονται,
όπως ακούνε των θεάρεστων νηπίων τις εόρτιες φωνές:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

δ.
«Ποιος είν' ετούτος;» έλεγαν εκείνοι
που παρασταίναν αφειδώλευτα πως δε σε ξέρουν·
λες και δεν είχαν γνώση οι μισόθεοι
ποιος ήτανε του αστραπόλαλου προπάτορα Δαυίδ
ο άχραντος υιός, ο πράος κατιόντας,
οπού συλλήβδην απ' του μαύρου χάροντα 
τους έσωσε τ' αρπάγια. 
Είναι νωπός ακόμη βγαίνοντας ο Λάζαρος απ' τ' άσπρα σάβανά του κι όμως
ποτέ δεν τόμαθαν αυτοί, δεν ξέρουν ποιος τον έχει εγείρει·
ο πόνος δεν τους έπαψε στους ώμους τους εκείνων
οπού βαστήξαν ασηκώνοντας το γυιο της χήρας κι όμως
δεν είδαν τάχα ποιος τον άρπαξε απ' της θανής τη μέγγενη·
το δράμα του Ιάειρου πατέρα, την αυλή,
δεν άφησαν οπίσω τους ακόμη τούτοι κι όμως
την πεθαμένη νια, την κόρη, ποιος τη γιόμισε 
ζωή και πάλι δεν το βλέπουν·
ωστόσο τούτα τάζησαν αυτόπτες πλην τους λείπει
η ξαστεριά της άκακης καρδιάς για να φωνάξουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ε.
Αχάριστοι στον πλάστη τους που δείχτηκαν οι άνομοι,
της άγνοιας ντυθήκαν την υποκρισία
σαν τάχα να μην ήξεραν εκείνον οπού σκόπευαν
αδίσταχτα να χαντακώσουν·
α, βέβαια, δεν ήξεραν οι μαύροι γυιοί του ψεύδους...
Διόλου παράξενο μ' αυτούς, οπού την ως τώρα
τη γηραιά την ύβρη τους ανακαινίζουν·
ας θυμηθούμε πως όταν ο θεολάλητος Μωυσής
τους εξασφάλισε την έξοδο απ' την Αίγυπτο,
με πίκρες και με βάσανα το νόστο στην κοιτίδα οδηγώντας, 
οικτρά περιφρονήθηκε από δαύτους,
ως τώρα κι ο Χριστός, που απ' το θάνατο τους έσωσε για πάντα,
καταφρονήθηκε φρικτά σήμερις απ' τους ίδιους·
το Μωυσή αρνήθηκαν οι λατρευτές του μόσχου και της ύλης,
τον Ιησού αρνήθηκαν οι φίλοι του Βελίαρ·
αυτοί λοιπόν δεν ήθελαν στα ύψη να βοήσουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.
στ.
Τα βρέφη βάγια σείοντας υιό σε τραγουδούσαν,
υιό Δαυίδ σε φώναζαν, υιό σε καρτερούσαν·
εύλογη τούτη η φρενίτιδα Κύριε!
Είσαι εσύ οπού του νοητού Γολιάθ αχρήστεψες το όνειδος,
του χάρου τη γιγάντιαν αρπάγη·
κείνου γυναίκες χορευτά, του πρόγονου, τα νικητήρια ψάλλαν:
«Σαούλ χιλιάδες χάλασε, μα ο Δαυίδ μυριάδες».
Έτσι ο Νόμος· ύστερ' απ' αυτόν η χάρη η δική σου Ιησού μου.
Ο Νόμος ήτανε Σαούλ, με φθόνο και σκληράδα ο διώκτης,
αλλ' ο Δαυίδ τη χάρη σου βλασταίνει διωκόμενος·
γιατί εσύ του γίνηκες η φώτιση κι ο δρόμος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.
ζ.
Άρμα φωτός ο ήλιος μας κι αυτός διάκονός σου,
αχτιδοβόλο όχημα τον ουρανό φαιδρύνει,
κυρίαρχος και θερμουργός κι όμως κ' υποταγμένος
στου πλάστη τα κελεύσματα, τα θεία μαθηματικά σου,
κι ωστόσο τώρα σ' έτερψε ο παλιογαϊδαράκος;
δόξα στο μέγα έλεος, δόξα στην ταπεινότη!
Δεν το ξεχνώ πως κάποτε τυλίχτηκες με σπάργανα στη φάτνη
και τώρα να λοιπόν εσύ το θρόνο τ' ουρανού οπού κατέχεις
απάνω στο φτωχούλικο κι ανήξερο πουλάρι
με λάμψη εποχήθηκες.
Αναλογίες τραγουδώ· τη φάτνη εκεί πέρα
κυκλόφερναν οι άγγελοι μεσ' τα μαλάματά τους,
το πουλαράκι οι ταπεινοί σου μαθητές εδώ
το βάσταγαν απ' τη μουσούδα·
«Δόξα» και τότε άκουγες, «Δοξα» και τώρα κράζουν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

η.
Τη δύναμή σου τη φανέρωνες μονάχα με ταπεινοσύνη·
μήγαρις ήτανε και τίποτ' άλλο να καθήσεις
απάνω στο φτωχούλη γαϊδαράκο;
Κι όμως την έσειξες ολάκερη την Ιερουσαλήμ
όπως αν έφτανες εκεί με δόξα τυλιγμένος.
Ήτανε και των μαθητών σου τα ιμάτια
τα λαϊκά που δείχναν ευλαβή ταπείνωση
κι αληθινός σου θρίαμβος και μυρωμένη δόξα
ο ύμνος των παιδιών ο αναμάρτητος 
και των μαζών η ιαχή η σύγκορμη και ουρανομήκης,
η ιαχή του «Ωσαννά» οπού σημαίνει: σώσε μας εσύ
ο προαιώνιος κάτοικος του ύψους,
εσύ ο δυσανάβατος, του κόσμου σώσε εσύ
τους αναρίθμητους και καταφρονεμένους,
κοιτάζοντας με ευμένεια την ελπίδα μας,
κι απειράγαθος όντας ελέησέ μας,
δόνησε τα σπλάχνα σου για μας τους άμοιρους
καθώς εμείς δονούμε τα κλωνάρια των βαγιώνε
στον αγέρα κραυγάζοντας:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

θ.
Έχουμε να ξοφλήσουμε το χρέος που μας άφησε
κληρονομιά καταραμένη ο δύστυχος προπάτορας Αδάμ,
τρώγοντας τον καρπό τον όχι του πρεπούμενο,
κι από τότε είμαστε σύνολη η ανθρωπότητα οφειλέτες·
τούτο σημαίνει πως δεν άρκεσε στη θεία βούληση
ο πρωτόπλαστος οφειλέτης
κι ο δανειστής ο παντοδύναμος
το χρέος το γυρεύει κι απ' τους απογόνους,
αδειάζοντας ολότελα το σπίτι του χρεώστη,
βγάζοντας όλους έξω από δαύτο·
γι' αυτό σου κράζουμε όλοι ω πανίσχυρε:
«πάμφτωχοι είμαστε και το ξέρεις ω Άγιε,
πλούσιος είσαι και σβήσε μας το χρέος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ι.
Έχεις έρθει στη σάρκα την ανθρώπινη για τη σωτηρία μας
και μάρτυρας γι'αυτό που λέω ο προφήτης σου ο Ζαχαρίας,
ο που σε ονόμασε κάποτε κορυφή της πραότητας,
κορυφή της δικαιοσύνης και της σωτηρίας.
Κουραστήκαμε, νικηθήκαμε και είμαστε από παντού διωγμένοι,
πιστέψαμε πως ο Νόμος ηθελάτανε ο μόνος λυτρωτής μας,
μα ο ίδιος αυτός και για καλά μας έχει υποδουλώσει·
ακόμη κ' οι προφήτες μας μονάχα την ελπίδα μας αφήκαν·
γι' αυτό κ' εμείς στα γόνατα προσπέφτουμε
μαζί με τα αθώα νήπια
και σου ζητούμε γοερά το έλεος οι καταφρονεμένοι,
δέξου για χάρη μας το σταυρικό σου κι αδικο θάνατο
και σχίσε το χειρόγραφο του χρέους·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ια.
«Ω πλάσμα της παλάμης μου» ο πλάστης αποκρίθηκε
σ' αυτούς που με τέτοια λόγια τον ικετεύαν·
«τόξερα πως ο Νόμος δε γινότανε να σε σώσει
κι αυτός ειν' ο λόγος που ντύθηκα τη σάρκα
ερχόμενος στον κόσμο της πραγματικότητας·
τόξερα πως ο Νόμος δεν είχε τη δύναμη να σε λυτρώσει,
γιατί δεν ειν' ο Νόμος οπού σ' έπλασε κι ακόμη
δε γινότανε να σε σώσουν οι προφήτες οι οσοιδήποτε,
γιατί κι αυτούς εγώ τους έπλασα όπως και σένα·
εγώ λοιπόν έχω το χρέος να σε σώσω, μονάχα,
απ' αυτό το βαρύτατο χρέος που σε παιδεύει·
θα με πουλήσουν και θα δεις εσύ τη λευτεριά σου,
θα με σταυρώσουν εμένανε για να γλυτώσεις εσύ
απ' του θανάτου την ποινή και κακουχία,
ο θάνατός μου θάναι σαν ένα θεώρημα θυσίας
να σε διδάσκει και χαρούμενος να ψάλλεις:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιβ.
Μήγαρις για τους αγγέλους την αγάπη μου σπατάλησα;
μα για σένα το φτωχό κι ανήμπορο
ξεχύνω ολάκερο τον έρωτά μου·
και πλούσιος όντας έγινα φτωχός κ' εγώ κατά το μέτρο σου·
είναι πολύς ο πόθος μου για να σε λευτερώσω·
τη δόξα μου την έκρυψα στα φύλλα του ελέους
και πείνασα και δίψασα και φτώχηνα για σένα,
στα όρη ψάχνοντας απάνω, στα κρημνά και στα φαράγγια,
γυρεύοντας εσένα τον πλανώμενο· κι ονομάστηκα πρόβατο
βαθιά πονώντας σε με το θέλγητρο της αγνότητας να σε σώσω
και τσοπάνης ονομάστηκα και για σένα
τη ζωή μου θα παραδώσω,
θέλοντας απ' το χέρι του λύκου να σε λυτρώσω·
κι αυτά όλα τα πάσχω από έρωτα για σένα
πούχω λαχτάρα να φωνάζεις απ' τα βάθια σου:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιγ.
Μα ήτανε καιρός τα θεία ρήματα
στα πράγματα να κάνουν τόπο·
κι ως έφτασε στην πόλη μέσα ο Ιησούς
και της αλήθειας τους εχθρούς τους έκανε ν' αφρολυσσάξουν,
απ' των παιδιών το τόσο δοξολόγημα,
υψώνοντας το βλέμμα του το άγιο την πόλη φάνηκε ν' ατενίζει
κι αφού της είπε το που ύφανε βαθύ του μοιρολόι
ακούστηκε κράζοντας:
«Ώρα για να στενάξεις Ιερουσαλήμ, ω εσύ
πούχεις παιδιά με φρόνηση πατέρων
και δάσκαλους αληθινά σοφούς τους γυιους σου·
για το κακό και για την κάθε πονηριά
νεανική η δύναμή σου
και τ' αγαθό σούρχεται βάρος απ' το γήρας·
καλύτεροί σου ειν' όλοι τούτοι που σε μένα τραγουδούν:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.

ιδ.
Τώρα σε σένα θάμπω σκοπεύοντας
να σ' αφήσω γιομάτος περιφρόνηση,
όχι κινούμενος από κανένα μίσος,
μα γιατί συ με μίσησες και μένανε και τους δικούς μου·
για ποια αιτία το σταυρό ξυλούργησαν τα τέκνα σου;
γιατί τη θάλασσα την έσχισα στα δυο σα νάτανε χιτώνας
με το ραβδί για να περάσουν·
για ποια αιτία τον τάφο μου τονέ λαξεύουν;
σ' αντάμειψη που με σωτήρια 
νεφέλη τους προστάτεψα κάποτε!
Νιώθω αήττητη χαρά που για χάρη τους ήρθα στον κόσμο
και στέργω τη θυσία μου ποθώντας το πεσμένο πλάσμα,
για να φωνάζουν όσοι μ' έχουν ποθητό και να αγάλλονται:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιε.
Έτσι τη νωθροκάρδια μεμφότανε την πολιτεία
κείνος που βλέπει μεσ' τα βάθη της καρδιάς
και μπαίνει μ' όλα του τα νήπια, του Σύμπαντος ο ιερέας,
μεσ' στο ναό τον ιερό, στο πατρικό του σπίτι,
και διώχνει βίαια τους έμπορους, διώχνει και τους αγοραστάδες,
φωνάζοντας με θεϊκιά οργή και λαύρο πάθος:
«τίποτα να μη μείνει, μα τίποτα, εδώ μέσα,
γιατί αλλιώς θα φύγουμε
κ' εγώ και ο Πατέρας και το Πνεύμα·
κ' οι τρεις μας τώρα βρήκαμε την ώρια κατοικιά μας
στην ίδια την καρδιά των πράων,
οπού κραυγάζουν αχόρταγα σε μένα και με πίστη:
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις».

ιστ.
Υιέ Θεού πανάγιε σ' αυτούς
τους νήπιους κι αθώους υμνητές σου
κι όλους εμάς τους άλλους συναρίθμησε
και δέξου την ακόρεστη δική μας προσευχή
σαν τότε που δεχόσουνα και των παιδιών τους ύμνους.
Ελέησέ μας τα δικά σου πλάσματα,
που για χάρη μας τυλίχτηκες τη σάρκα
γιομάτος αρίφνητον έρωτα·
χάρισε την ειρήνη σου σ' όλες τις Εκκλησίες
τις τόσο σαλευόμενες απ' τους εχθρούς της καλοσύνης
και σε μένα το δύστυχο τον υμνογράφο τη συχώρεση
να μην τη φειδωλέψεις ω σωτήρα μου·
δόσμου τη χάρη να λαλώ για πάντοτε το θέλημά σου
κι ας μην το κάνει πια νωθρό η θλίψη το μυαλό μου·
κάνε με αγλαόκαρπο στα έργα και στα λόγια,
νάχω φωνή φωνάζοντας χαρούμενος·
Ευλογημένος ω εσύ που έρχεσαι
στην αρχαία δόξα του τον Αδάμ να επαναφέρεις.