"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013
Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012
Αμοργός - Μάνος Χατζιδάκις -Νίκος Γκάτσος(Δανεισμένο)
Αυτός ο μαύρος τόπος
θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια
Θα τα φορτώσει θυμωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.
Ν. Γκάτσος
(1911-1992): ποιητής, μεταφραστὴς καὶ στιχουργὸς ἀπὸ τὴν Ἀσέα Γορτυνίας.
Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.
Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
(1911-1992): ποιητής, μεταφραστὴς καὶ στιχουργὸς ἀπὸ τὴν Ἀσέα Γορτυνίας.
Νίκος Γκάτσος - Ἀμοργός
Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων. HPAKΛEITOΣ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων. HPAKΛEITOΣ
Μὲ τὴν πατρίδα τους δεμένη στὰ πανιὰ καὶ τὰ κουπιὰ στὸν ἄνεμο κρεμασμένα
Οἱ ναυαγοὶ κοιμήθηκαν ἥμεροι σὰν ἀγρίμια νεκρὰ μέσα στῶν σφουγγαριῶν τὰ σεντόνια
Ἀλλὰ τὰ μάτια τῶν φυκιῶν εἶναι στραμένα στὴ θάλασσα
Μήπως τοὺς ξαναφέρει ὁ νοτιᾶς μὲ τὰ φρεσκοβαμένα λατίνια
Κι ἕνας χαμένος ἐλέφαντας ἀξίζει πάντοτε πιὸ πολὺ ἀπὸ δυὸ στήθια κοριτσιοῦ ποὺ σαλεύουν
Μόνο ν᾿ ἀνάψουνε στὰ βουνὰ οἱ στέγες τῶν ἐρημοκκλησιῶν μὲ τὸ μεράκι τοῦ ἀποσπερίτη
Νὰ κυματίσουνε τὰ πουλιὰ στῆς λεμονιᾶς τὰ κατάρτια
Μὲ τῆς καινούργιας περπατησιᾶς τὸ σταθερὸ ἄσπρο φύσημα
Καὶ τότε θά ῾ρθουν ἀέρηδες σώματα κύκνων ποὺ μείνανε ἄσπιλοι τρυφεροὶ καὶ ἀκίνητοι
Μὲς στοὺς ὁδοστρωτῆρες τῶν μαγαζιῶν μέσα στῶν λαχανόκηπων τοὺς κυκλῶνες
Ὅταν τὰ μάτια τῶν γυναικῶν γίναν κάρβουνα κι ἔσπασαν οἱ καρδιὲς τῶν καστανάδων
Ὅταν ὁ θερισμὸς ἐσταμάτησε κι ἄρχισαν οἱ ἐλπίδες τῶν γρύλων
Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐσεῖς παλληκάρια μου μὲ τὸ κρασὶ τὰ φιλιὰ καὶ τὰ φύλλα στὸ στόμα σας
Θέλω νὰ βγεῖτε γυμνοὶ στὰ ποτάμια
Νὰ τραγουδῆστε τὴ Μπαρμπαριὰ ὅπως ὁ ξυλουργὸς κυνηγάει τοὺς σκίνους
Ὅπως περνάει ἡ ὄχεντρα μὲς ἀπ᾿ τὰ περιβόλια τῶν κριθαριῶν
Μὲ τὰ περήφανα μάτια της ὀργισμένα
Κι ὅπως οἱ ἀστραπὲς ἁλωνίζουν τὰ νιάτα.
Καὶ μὴ γελᾶς καὶ μὴν κλαῖς καὶ μὴ χαίρεσαι
Μὴ σφίγγεις ἄδικα τὰ παπούτσια σου σὰ νὰ φυτεύεις πλατάνια
Μὴ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δὲν εἶναι ὁ σταυραητὸς ἕνα κλεισμένο συρτάρι
Δὲν εἶναι δάκρυ κορομηλιᾶς οὔτε χαμόγελο νούφαρου
Οὔτε φανέλα περιστεριοῦ καὶ μαντολίνο Σουλτάνου
Οὔτε μεταξωτὴ φορεσιὰ γιὰ τὸ κεφάλι τῆς φάλαινας.
Εἶναι πριόνι θαλασσινὸ ποὺ πετσοκόβει τοὺς γλάρους
Εἶναι προσκέφαλο μαραγκοῦ εἶναι ρολόι ζητιάνου
Εἶναι φωτιὰ σ᾿ ἕνα γύφτικο ποὺ κοροϊδεύει τὶς παπαδιὲς καὶ νανουρίζει τὰ κρίνα
Εἶναι τῶν Τούρκων συμπεθεριὸ τῶν Αὐστραλῶν πανηγύρι
Εἶναι λημέρι τῶν Οὔγγρων
Ποὺ τὸ χινόπωρο οἱ φουντουκιὲς πᾶνε κρυφὰ κι ἀνταμώνουνται
Βλέπουν τοὺς φρόνιμους πελαργοὺς νὰ βάφουν μαῦρα τ᾿ αὐγά τους
Καὶ τόνε κλαῖνε κι αὐτὲς
Καῖνε τὰ νυχτικά τους καὶ φοροῦν τὸ μισοφόρι τῆς πάπιας
Στρώνουν ἀστέρια καταγῆς γιὰ νὰ πατήσουν οἱ βασιλιάδες
Μὲ τ᾿ ἀσημένια τους χαϊμαλιὰ μὲ τὴν κορώνα καὶ τὴν πορφύρα
Σκορπᾶνε δεντρολίβανο στὶς βραγιὲς
Γιὰ νὰ περάσουν οἱ ποντικοὶ νὰ πᾶνε σ᾿ ἄλλο κελλάρι
Νὰ μποῦνε σ᾿ ἄλλες ἐκκλησιὲς νὰ φᾶν τὶς Ἅγιες Τράπεζες
Κι οἱ κουκουβάγιες παιδιά μου
Οἱ κουκουβάγιες οὐρλιάζουνε
Κι οἱ πεθαμένες καλογριὲς σηκώνουνται νὰ χορέψουν
Μὲ ντέφια τούμπανα καὶ βιολιὰ μὲ πίπιζες καὶ λαγοῦτα
Μὲ φλάμπουρα καὶ μὲ θυμιατὰ μὲ βότανα καὶ μαγνάδια
Μὲ τῆς ἀρκούδας τὸ βρακὶ στὴν παγωμένη κοιλάδα
Τρῶνε τὰ μανιτάρια τῶν κουναβιῶν
Παίζουν κορῶνα-γράμματα τὸ δαχτυλίδι τ᾿ Ἅη-Γιαννιοῦ καὶ τὰ φλουριὰ τοῦ Ἀράπη
Περιγελᾶνε τὶς μάγισσες
Κόβουν τὰ γένια ἑνὸς παπᾶ μὲ τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ γιαταγάνι
Λούζονται μὲς στὴν ἄχνη τοῦ λιβανιοῦ
Κι ὕστερα ψέλνοντας ἀργὰ μπαίνουν ξανὰ στὴ γῆ καὶ σωπαίνουν
Ὅπως σωπαίνουν τὰ κύματα ὅπως ὁ κοῦκος τὴ χαραυγὴ ὅπως ὁ λύχνος τὸ βράδυ.
Ἔτσι σ᾿ ἕνα πιθάρι βαθὺ τὸ σταφύλι ξεραίνεται καὶ στὸ καμπαναριὸ μιᾶς συκιᾶς κιτρινίζει τὸ μῆλο
Ἔτσι μὲ μιὰ γραβάτα φανταχτερὴ
Στὴν τέντα τῆς κληματαριᾶς τὸ καλοκαίρι ἀνασαίνει
Ἔτσι κοιμᾶται ὁλόγυμνη μέσα στὶς ἄσπρες κερασιὲς μία τρυφερή μου ἀγάπη
Ἕνα κορίτσι ἀμάραντο σὰ μυγδαλιᾶς κλωνάρι
Μὲ τὸ κεφάλι στὸν ἀγκώνα της γερτὸ καὶ τὴν παλάμη πάνω στὸ φλουρί της
Πάνω στὴν πρωινή του θαλπωρὴ ὅταν σιγὰ σιγὰ σὰν τὸν κλέφτη
Ἀπὸ τὸ παραθύρι τῆς ἄνοιξης μπαίνει ὁ αὐγερινὸς νὰ τὴν ξυπνήσει!
Λένε πὼς τρέμουν τὰ βουνὰ καὶ πὼς θυμώνουν τὰ ἔλατα
Ὅταν ἡ νύχτα ροκανάει τὶς πρόκες τῶν κεραμιδιῶν νὰ μποῦν οἱ καλικάντζαροι μέσα
Ὅταν ρουφάει ἡ κόλαση τὸν ἀφρισμένο μόχθο τῶν χειμάῤῥων
Ἢ ὅταν ἡ χωρίστρα τῆς πιπεριᾶς γίνεται τοῦ βοριᾶ κλωτσοσκούφι.
Μόνο τὰ βόδια τῶν Ἀχαιῶν μὲς στὰ παχιὰ λιβάδια τῆς Θεσσαλίας
Βόσκουν ἀκμαῖα καὶ δυνατὰ μὲ τὸν αἰώνιο ἥλιο ποὺ τὰ κοιτάζει
Τρῶνε χορτάρι πράσινο φύλλα τῆς λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρὸ νερὸ μὲς στ᾿ αὐλάκια
Μυρίζουν τὸν ἱδρώτα τῆς γῆς κι ὕστερα πέφτουνε βαριὰ κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴσκιο τῆς ἰτιᾶς νὰ κοιμηθοῦνε.
Πετᾶτε τοὺς νεκροὺς εἶπ᾿ ὁ Ἡράκλειτος κι εἶδε τὸν οὐρανὸ νὰ χλωμιάζει
Κι εἶδε στὴ λάσπη δυὸ μικρὰ κυκλάμινα νὰ φιλιοῦνται
Κι ἔπεσε νὰ φιλήσει κι αὐτὸς τὸ πεθαμένο σῶμα του μὲς στὸ φιλόξενο χῶμα
Ὅπως ὁ λύκος κατεβαίνει ἀπ᾿ τοὺς δρυμοὺς νὰ δεῖ τὸ ψόφιο σκυλὶ καὶ νὰ κλάψει.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη...
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.
Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.
Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.
Ξύπνησε γάργαρο νερὸ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ πεύκου νὰ βρεῖς τὰ μάτια τῶν σπουργιτιῶν καὶ νὰ τὰ ζωντανέψεις ποτίζοντας τὸ χῶμα μὲ μυρωδιὰ βασιλικοῦ καὶ μὲ σφυρίγματα σαύρας. Τὸ ξέρω εἶσαι μία φλέβα γυμνὴ κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ βλέμμα τοῦ ἀνέμου εἶσαι μία σπίθα βουβὴ μέσα στὸ λαμπερὸ πλῆθος τῶν ἄστρων. Δὲ σὲ προσέχει κανεὶς κανεὶς δὲ σταματᾶ ν᾿ ἀκούσει τὴν ἀνάσα σου μὰ σὺ μὲ τὸ βαρύ σου περπάτημα μὲς στὴν ἀγέρωχη φύση θὰ φτάσεις μία μέρα στὰ φύλλα τῆς βερυκοκιᾶς θ᾿ ἀνέβεις στὰ λυγερὰ κορμιὰ τῶν μικρῶν σπάρτων καὶ θὰ κυλήσεις ἀπὸ τὰ μάτια μιᾶς ἀγαπητικιᾶς σὰν ἐφηβικὸ φεγγάρι. Ὑπάρχει μία πέτρα ἀθάνατη ποὺ κάποτε περαστικὸς ἕνας ἀνθρώπινος ἄγγελος ἔγραψε τ᾿ ὄνομά του ἐπάνω της κι ἕνα τραγούδι ποὺ δὲν τὸ ξέρει ἀκόμα κανεὶς οὔτε τὰ πιὸ τρελὰ παιδιὰ οὔτε τὰ πιὸ σοφὰ τ᾿ ἀηδόνια. Εἶναι κλεισμένη τώρα σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ βουνοῦ Ντέβι μέσα στὶς λαγκαδιὲς καὶ στὰ φαράγγια τῆς πατρικῆς μου γῆς μὰ ὅταν ἀνοίξει κάποτε καὶ τιναχτεῖ ἐνάντια στὴ φθορὰ καὶ στὸ χρόνο αὐτὸ τὸ ἀγγελικὸ τραγούδι θὰ πάψει ξαφνικὰ ἡ βροχὴ καὶ θὰ στεγνώσουν οἱ λάσπες τὰ χιόνια θὰ λιώσουν στὰ βουνὰ θὰ κελαηδήσει ὁ ἄνεμος τὰ χελιδόνια θ᾿ ἀναστηθοῦν οἱ λυγαριὲς θὰ ριγήσουν κι οἱ ἄνθρωποι μὲ τὰ κρύα μάτια καὶ τὰ χλωμὰ πρόσωπα ὅταν ἀκούσουν τὶς καμπάνες νὰ χτυπᾶν μέσα στὰ ραγισμένα καμπαναριὰ μοναχές τους θὰ βροῦν καπέλα γιορτινὰ νὰ φορέσουν καὶ φιόγκους φανταχτεροὺς νὰ δέσουν στὰ παπούτσια τους. Γιατὶ τότε κανεὶς δὲ θ᾿ ἀστιεύεται πιὰ τὸ αἷμα τῶν ρυακιῶν θὰ ξεχειλίσει τὰ ζῷα θὰ κόψουν τὰ χαλινάρια τους στὰ παχνιὰ τὸ χόρτο θὰ πρασινίσει στοὺς στάβλους στὰ κεραμίδια θὰ πεταχτοῦν ὁλόχλωρες παπαροῦνες καὶ μάηδες καὶ σ᾿ ὅλα τὰ σταυροδρόμια θ᾿ ἀνάψουν κόκκινες φωτιὲς τὰ μεσάνυχτα. Τότε θὰ ῾ρθοῦν σιγὰ-σιγὰ τὰ φοβισμένα κορίτσια γιὰ νὰ πετάξουν τὸ τελευταῖο τους ροῦχο στὴ φωτιὰ κι ὁλόγυμνα θὰ χορέψουν τριγύρω της ὅπως τὴν ἐποχὴ ἀκριβῶς ποὺ εἴμασταν κι ἐμεῖς νέοι κι ἄνοιγε ἕνα παράθυρο τὴν αὐγὴ γιὰ νὰ φυτρώσει στὸ στῆθος τους ἕνα φλογάτο γαρύφαλο. Παιδιὰ ἴσως ἡ μνήμη τῶν προγόνων νὰ εἶναι βαθύτερη παρηγοριὰ καὶ πιὸ πολύτιμη συντροφιὰ ἀπὸ μία χούφτα ροδόσταμο καὶ τὸ μεθύσι τῆς ὀμορφιᾶς τίποτε διαφορετικὸ ἀπὸ τὴν κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Εὐρώτα. Καληνύχτα λοιπὸν βλέπω σωροὺς πεφτάστερα νὰ σᾶς λικνίζουν τὰ ὄνειρα μὰ ἐγὼ κρατῶ στὰ δάχτυλά μου τὴ μουσικὴ γιὰ μία καλύτερη μέρα. Οἱ ταξιδιῶτες τῶν Ἰνδιῶν ξέρουνε περισσότερα νὰ σᾶς ποῦν ἀπ᾿ τοὺς Βυζαντινοὺς χρονογράφους.
O ἄνθρωπος κατὰ τὸν ροῦν τῆς μυστηριώδους ζωῆς του
Κατέλιπεν εἰς τοὺς ἀπογόνους του δείγματα πολλαπλᾶ καὶ ἀντάξια τῆς ἀθανάτου καταγωγῆς του
Ὅπως ἐπίσης κατέλιπεν ἴχνη τῶν ἐρειπίων τοῦ λυκαυγοῦς χιονοστιβάδας οὐρανίων ἑρπετῶν χαρταετοὺς ἀδάμαντας καὶ βλέμματα ὑακίνθων
Ἐν μέσῳ ἀναστεναγμῶν δακρύων πείνης οἰμωγῶν καὶ τέφρας ὑπογείων φρεάτων.
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι.
Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε
Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιᾶς πυρκαγιᾶς νά ῾ναι ἀντίλαλος αὐτὸς ὁ κουρνιαχτὸς στὸν ἀγέρα;
Μήνα ὁ Καλύβας πολεμάει μήνα ὁ Λεβεντογιάννης;
Μήπως ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες;
Οὐδ᾿ ὁ Καλύβας πολεμάει κι οὐδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης
Οὔτε κι ἀμάχη ἐπιάσανεν οἱ Γερμανοὶ μὲ τοὺς Μανιάτες.
Πύργοι φυλᾶνε σιωπηλοὶ μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφὲς κυπαρισσιῶν συντροφεύουνε μία πεθαμένη ἀνεμώνη
Τσοπαναρέοι ἀτάραχοι μ᾿ ἕνα καλάμι φλαμουριᾶς λένε τὸ πρωινό τους τραγούδι
Ἕνας ἀνόητος κυνηγὸς ρίχνει μία ντουφεκιὰ στὰ τρυγόνια
Κι ἕνας παλιὸς ἀνεμόμυλος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους
Μὲ μία βελόνα δελφινιοῦ ράβει τὰ σάπια του πανιὰ μοναχός του
Καὶ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὶς πλαγιὲς μὲ τὸν καράγιαλη πρίμα
Ὅπως κατέβαινε ὁ Ἄδωνις στὰ μονοπάτια τοῦ Χελμοῦ νὰ πεῖ μία καλησπέρα τῆς Γκόλφως.
Χρόνια καὶ χρόνια πάλεψα μὲ τὸ μελάνι καὶ τὸ σφυρὶ βασανισμένη καρδιά μου
Μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὴ φωτιὰ γιὰ νὰ σοῦ κάμω ἕνα κέντημα
Ἕνα ζουμπούλι πορτοκαλιᾶς
Μίαν ἀνθισμένη κυδωνιὰ νὰ σὲ παρηγορήσω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιὰ μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012
Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012
Τρίτη 19 Ιουλίου 2011
ΚΑΒΑΦΗΣ -ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ
ΑΣ ΦΡΟΝΤΙΖΑΝ
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ [ 1930]
Κατήντησα σχεδόν ανέστιος και πένης.
Αυτή η μοιραία πόλις, η Αντιόχεια
Όλα τα χρήματά μου τάφαγε:
Αυτή η μοιραία με το δαπανηρό της βίο.
Αλλά είμαι νέος και με υγείαν αρίστην.
Κάτοχος της ελληνικής θαυμάσιος
[ξέρω και παραξέρω Αριστοτέλη, Πλάτωνα΄
τι ρήτορας,τι ποιητάς, τι ο,τι κι αν πεις]
Από στρατιωτικά έχω μιαν ιδέα,
Είμαι μπασμένος, κάμποσο και στα διοικητικά.
Στην Αλεξανδρεια έμεινα έξι μήνες, πέρσι΄
Κάπως γνωρίζω [ κι΄είναι τούτο χρήσιμον ] τα εκεί :
Του Κακεργέτη βλέψεις, και παληανθρωπιές, και τα λοιπά.
Όθεν φρονώ πως είμαι στα γεμάτα
Ενδεδειγμένος για να υπηρετήσω αυτήν την χώρα,
Την προσφιλή πατρίδα μου Συρία.
Σ΄ ό,τι δουλειά με βάλλουν θα πασχίσω
Να είμαι στην χώρα ωφέλιμος. Αυτή ειν’ η πρόθεσις μου.
Αν πάλι μ’ εμποδίσουν με τα συστήματά τους-
Τους ξέρουμε τους προκομένους : να τα λέμε τώρα;
Αν μ’ εμποδίσουνε, τι φταίω εγώ.
Θ’ απευθυνθώ προς τον Ζαβίνα πρώτα,
Κι αν ο μωρός αυτός δεν μ’ εκτιμήσει,
Θα πάω στον αντίπαλό του, τον Γρυπό.
Κι αν ο ηλίθιος κι αυτός δεν με προσλάβει,
Πηγαίνω παρευθύς στον Υρκανό.
Θα με θελήσει πάντως ένας απ’ τους τρεις.
Κι΄ειν΄η συνείδηση μου ήσυχη
Για το αψήφιστο της εκλογής.
Βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο.
Αλλά, κατεστραμένος άνθρωπος, τι φταίω εγώ.
Ζητώ ο ταλαίπωρος να μπαλοθώ.
Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί
Να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό.
Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.
Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011
Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011
Γιάννης Ιωάννου- Σηκωμός
ΣΗΚΩΜΟΣ
Μια μέρα βάλανε βουλή, βουλευτές και υπουργοί,
την Ελλάδα να πουλήσουν, το λαό μας να φοβίσουν.
Γιατ' έτσι λεν' τ' αρπαχτικά, τα ξένα τους αφεντικά.
Χρόνια τώρα δανειζόνταν, τα λεφτά όμως τρωγόνταν.
Μα δε μας ξέρανε καλά, πίσω 'χει η αχλάδα την ουρά.
Γέροι, νιοι ξεσηκωθήκαν, στις πλατείες μαζευτήκαν.
Φωνή λαού, οργή Θεού, άντε μαζέψτε τα γι' αλλού.
Δεν πουλιέται τούτη η χώρα, ξεκουμπίδια αμέσως τώρα.
Το Σύνταγμα να εφαρμορστεί, έτσ' ειν' η λαϊκή βουλή.
Λαϊκή κυριαρχία, είναι η δημοκρατία.
Κι ενωμένοι όλοι μαζί, άλλη θα φτιάξουμε Βουλή.
Άλλους βουλευτές θα βρούμε, το λαό να σεβαστούνε.
Και την Ελλάδα ν' αγαπούν, αν χρειαστεί να θυσιαστούν
για τα άγια χώματά της, έτσι λένε τα παιδιά της!
Δευτέρα 9 Μαΐου 2011
Γεώργιος Σουρής (1853-1919)
Ποιος είδε κράτος λιγοστό
σ' όλη τη γη μοναδικό,
εκατό να εξοδεύει
και πενήντα να μαζεύει;
Να τρέφει όλους τους αργούς,
νά 'χει επτά Πρωθυπουργούς,
ταμείο δίχως χρήματα
και δόξης τόσα μνήματα;
Νά 'χει κλητήρες για φρουρά
και να σε κλέβουν φανερά,
κι ενώ αυτοί σε κλέβουνε
τον κλέφτη να γυρεύουνε;
Όλα σ' αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που 'χει
στο 'να λουστρίνι, στ' άλλο τσαρούχι.
Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγάς.
Δυστυχία σου, Ελλάς, με τα τέκνα που γεννάς!
Ώ Ελλάς, ηρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;
Σάββατο 30 Απριλίου 2011
Τρίτη 19 Απριλίου 2011
ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ- Άχ Ελλάδα
Άχ Ελλάδα
Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ' άγια χώματα της
πόνος και χαρά
Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
ΑΝΤΙΟ ΝΙΚΟ (18-4-2011)
Χαρά στον Έλληνα που ελληνοξεχνά
και στο Σικάγο μέσα ζει στη λευτεριά
εκείνος που δεν ξέρει και δεν αγαπά
σάμπως φταις κι εσύ καημένη
και στην Αθήνα μέσα ζει στη ξενιτιά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
Η πιο γλυκιά πατρίδα
είναι η καρδιά
Οδυσσέα γύρνα κοντά μου
που τ' άγια χώματα της
πόνος και χαρά
Κάθε ένας είναι ένας
που σύνορο πονά
κι εγώ είμαι ένας κανένας
που σας σεργιανά
Αχ Ελλάδα σ' αγαπώ
και βαθιά σ' ευχαριστώ
γιατί μ' έμαθες και ξέρω
ν' ανασαίνω όπου βρεθώ
να πεθαίνω όπου πατώ
και να μην σε υποφέρω
Αχ Ελλάδα θα στο πω
πριν λαλήσεις πετεινό
δεκατρείς φορές μ' αρνιέσαι
μ' εκβιάζεις μου κολλάς
σαν το νόθο με πετάς
μα κι απάνω μου κρεμιέσαι
ΑΝΤΙΟ ΝΙΚΟ (18-4-2011)
Πέμπτη 14 Απριλίου 2011
ΠΩΣ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΑΓΑΠΑΜΕ ;
Του Βαγγέλη Μπόντα
...Τι φταίω εγώ που η μουσική μου μυρίζει μπαρούτι κι η αγάπη μου για την πατρίδα, μουσική; Το περίεργο όμως είναι, ότι τελικά η μοναξιά μου, μέσα βαθειά μου, τριπλασιάστηκε γιατί ποιος μπορεί να πιστέψει τέτοιες τρελές ιστορίες που τελικά διαμόρφωσαν τη ζωή μου και την τέχνη μου; Μια μουσική που μυρίζει μπαρούτι και μια πατρίδα που τραγουδά και ξανατραγουδά «Πότε θα κάνει ξαστεριά» και απάντηση δεν παίρνει;
...Έτσι είπα λίγο πριν πάω να συναντήσω τους παππούδες μου να τους φέρω την καλή είδηση: «Παππού, την βρήκα την ξαστεριά και τη λένε 'Σπίθα' ».
Για μια δίκαιη κοινωνία. Που ναι μεν εξασφαλίζει σε όλους ίσα δικαιώματα παντού και πάντα παραβλέποντας όμως το ότι οι άνθρωποι είναι μεν ίσοι, δεν είναι όμως όμοιοι. Η ίδια η φύση δημιούργησε την ανισότητα που τις περισσότερες φορές κυρίως στο ζωικό βασίλειο οδηγεί σε αγριότητες. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και με τα κοινωνικά συστήματα όπως ο καπιταλισμός, που διέπεται από τους νόμους της Ζούγκλας. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει με τον Σοσιαλισμό που όμως έφτασε στο άλλο άκρο: Όλοι είναι ίσοι και όμοιοι! Κάτι τέτοιο όμως στην ουσία είναι άδικο και αντιπαραγωγικό. Γιατί αν δεν ανταμείβεται με δίκαιο τρόπο το επί πλέον που μπορεί και θέλει να μας προσφέρει ο α ή ο β, τότε σταματά η φυσιολογική και δίκαιη άμιλλα. Δηλαδή το βασικό κίνητρο για να πάει μπροστά μια κοινωνία. Και φτάνουμε στην ισοπέδωση κλαδεύοντας αυτό που ξεχωρίζει, μιας και το χορτάρι δεν μπορεί να γίνει δέντρο. Και είδαμε τα αποτελέσματα... Λέτε οι Κινέζοι να εφαρμόζουν το δόγμα αυτό; Δηλαδή να χτίζουν μια σοσιαλιστική κοινωνία στην οποία να εφαρμόζεται στην πράξη η «δίκαιη ανισότητα»;
Κορυφαία - εξαιρετική παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη στο Nexus Απριλίου 2011
Θυμίζω το
Ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού...
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
απο φωνή
απο τροφή
απο άλογο
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
...Έτσι είπα λίγο πριν πάω να συναντήσω τους παππούδες μου να τους φέρω την καλή είδηση: «Παππού, την βρήκα την ξαστεριά και τη λένε 'Σπίθα' ».
Για μια δίκαιη κοινωνία. Που ναι μεν εξασφαλίζει σε όλους ίσα δικαιώματα παντού και πάντα παραβλέποντας όμως το ότι οι άνθρωποι είναι μεν ίσοι, δεν είναι όμως όμοιοι. Η ίδια η φύση δημιούργησε την ανισότητα που τις περισσότερες φορές κυρίως στο ζωικό βασίλειο οδηγεί σε αγριότητες. Δυστυχώς το ίδιο συμβαίνει και με τα κοινωνικά συστήματα όπως ο καπιταλισμός, που διέπεται από τους νόμους της Ζούγκλας. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει με τον Σοσιαλισμό που όμως έφτασε στο άλλο άκρο: Όλοι είναι ίσοι και όμοιοι! Κάτι τέτοιο όμως στην ουσία είναι άδικο και αντιπαραγωγικό. Γιατί αν δεν ανταμείβεται με δίκαιο τρόπο το επί πλέον που μπορεί και θέλει να μας προσφέρει ο α ή ο β, τότε σταματά η φυσιολογική και δίκαιη άμιλλα. Δηλαδή το βασικό κίνητρο για να πάει μπροστά μια κοινωνία. Και φτάνουμε στην ισοπέδωση κλαδεύοντας αυτό που ξεχωρίζει, μιας και το χορτάρι δεν μπορεί να γίνει δέντρο. Και είδαμε τα αποτελέσματα... Λέτε οι Κινέζοι να εφαρμόζουν το δόγμα αυτό; Δηλαδή να χτίζουν μια σοσιαλιστική κοινωνία στην οποία να εφαρμόζεται στην πράξη η «δίκαιη ανισότητα»;
Κορυφαία - εξαιρετική παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη στο Nexus Απριλίου 2011
Θυμίζω το
Ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού...
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται
μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.
Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη
διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
(........)
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
απο φωνή
απο τροφή
απο άλογο
απο σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Κυριακή 10 Απριλίου 2011
Ποτέ να μη μας στερήσουν την ωραιότητα του ονείρου
Διάθλαση προσώπου
Το πρόσωπο ξεχύθηκε,
ωσάν τον καταρράκτη,
κ’ η όψη του διαθλάθηκε,
στον ουρανό και εχάθη.
Ήταν θεσπέσια η στιγμή,
τα κύτταρα φθονούσαν,
την αιωρούμενη θωριά,
που χάνοταν κ’ υψούταν.
Γιάννης Κανατσέλης
Το πρόσωπο ξεχύθηκε,
ωσάν τον καταρράκτη,
κ’ η όψη του διαθλάθηκε,
στον ουρανό και εχάθη.
Ήταν θεσπέσια η στιγμή,
τα κύτταρα φθονούσαν,
την αιωρούμενη θωριά,
που χάνοταν κ’ υψούταν.
Γιάννης Κανατσέλης
Τρίτη 5 Απριλίου 2011
Θανάσης Βακαλιός- Σχεδιασμοί
Γράφω με χοντρό μολύβι
στριμωγμένος στο καλύβι
Γράφω πράγματα ωραία
Με το σκύλο μου παρέα
Έξω κοσμοχαλασιά
Πάει ο κόσμος να χαθεί
Ποιος πεθαίνει και ποιος ζει
Έχεις την κορμοστασιά
Έχεις και μυαλό πολύ
Βάλε μπρος τη μηχανή
Μη ρωτάς και μη φοβάσαι
Βάλε δύναμη και σπάσε
αλυσίδες και βιολιά
που σου δένουν τη μιλιά
Διώξε την κακομοιριά
Δώσε στο σκλάβο λευτεριά
Δώστου και δουλειά να ζήσει
Πριν την ώρα του μη σβήσει
Ηλιούπολη 4.4. 2011
στριμωγμένος στο καλύβι
Γράφω πράγματα ωραία
Με το σκύλο μου παρέα
Έξω κοσμοχαλασιά
Πάει ο κόσμος να χαθεί
Ποιος πεθαίνει και ποιος ζει
Έχεις την κορμοστασιά
Έχεις και μυαλό πολύ
Βάλε μπρος τη μηχανή
Μη ρωτάς και μη φοβάσαι
Βάλε δύναμη και σπάσε
αλυσίδες και βιολιά
που σου δένουν τη μιλιά
Διώξε την κακομοιριά
Δώσε στο σκλάβο λευτεριά
Δώστου και δουλειά να ζήσει
Πριν την ώρα του μη σβήσει
Ηλιούπολη 4.4. 2011
Τρίτη 15 Μαρτίου 2011
Νάνος Βαλαωρίτης:
«Ας τελειώσει η ιστορία
περί αγράμματου Ομήρου!»
Συνέντευξη στην Ελπίδα Πασαμιχάλη
«Ο Όμηρος ήταν βάρδος ένατου βαθμού»
«Ο Όμηρος με τα έπη ήθελε να δώσει ένα υπόβαθρο ιερό, πολιτιστικό και μυθολογικό στο ελληνικό αλφάβητο»
Ο Νάνος Βαλαωρίτης ανακαλύπτει θεματική ακροφωνία στα Ομηρικά Έπη: www.bookbar.gr
«Μέσα στη σημερινή εποχή της παρακμής, νοιώθω υπέρτατη ηδονή για το γεγονός ότι υπάρχουν διανοητές που επαναφέρουν το ομηρικό ζήτημα.» Τη δήλωση αυτή έκανε ακροατής, σε μια από τις πρώτες παρουσιάσεις του νέου έργου του Νάνου Βαλαωρίτη «Ο Όμηρος και το αλφάβητο». Έχω την εντύπωση ότι η λιτή αυτή δήλωση αποτυπώνει με τον πιο εύστοχο και συγκινητικό τρόπο, την τεράστια σημασία της νέας μελέτης του Νάνου Βαλαωρίτη. Στο βιβλίο «Ο Όμηρος και το αλφάβητο» που εκδόθηκε από την Ελληνοαμερικανική Ένωση, ο βραβευμένος με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας συγγραφέας και ποιητής προχωρά σε μια από τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις σε σχέση με τα Ομηρικά Έπη: Αποδεικνύει την ύπαρξη θεματικής ακροφωνίας ανάμεσα στο γράμμα του τίτλου και στο περιεχόμενο κάθε ραψωδίας. Δηλαδή κάθε ραψωδία των Ομηρικών επών αποτελεί ύμνο για ένα γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου!
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλά στο “Book Bar” για την επαναστατική αυτή ανακάλυψη και τις αλλαγές που επιφέρει στην αντίληψή μας για τα Ομηρικά Έπη και για τον ίδιο τον Όμηρο.
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλά στο “Book Bar” για την επαναστατική αυτή ανακάλυψη και τις αλλαγές που επιφέρει στην αντίληψή μας για τα Ομηρικά Έπη και για τον ίδιο τον Όμηρο.
Ποιο ακριβώς είναι το θέμα του βιβλίου «Ο Όμηρος και το αλφάβητο» ;
Είναι η σχέση του αλφαβήτου στους τίτλους των ραψωδιών του Ομήρου και στα δύο έπη, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, με το κείμενο. Από την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα, θεωρούσαν ότι το αλφάβητο στους τίτλους, δεν είχε σχέση με το περιεχόμενο και ότι υπήρχε για τυπικούς λόγους και για το διαχωρισμό των κεφαλαίων. Όμως αυτό δεν είναι δυνατόν. Αν είχαν βάλει οι Αλεξανδρινοί το αλφάβητο σε ένα συνεχές ποίημα, δεν θα ήταν δυνατόν να πετύχουν τόσο καίρια τον διαχωρισμό των κεφαλαίων.
Εσείς παρατηρήσατε ότι υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στο γράμμα του τίτλου με το περιεχόμενο της ραψωδίας;
Ναι. Αυτό το ονομάζω θεματική ακροφωνία. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο γεγονός η ανακάλυψη. Υπάρχει ένα βιβλίο του Άγγλου ποιητή Robert Graves , για τα αλφάβητα των Κελτών. Οι Κέλτες λοιπόν είχαν αλφαβητικά ποιήματα. Ο Graves τα μελετάει αυτά διεξοδικά σε ένα βιβλίο που λέγεται “The white Goddess” (Η λευκή Θεά). Πιστεύω ότι από εκεί μου ήλθε η ιδέα να εξετάσω, πώς παρέλειψε ο Graves δύο μεγάλα ελληνικά ποιήματα που έχουν τίτλους αλφαβητικούς και δεν τα περιέλαβε στη μελέτη του για τα αλφαβητικά ποιήματα.
Πώς εξηγείτε την παράλειψη αυτή του Graves;
Διότι η επικρατέστερη άποψη ήταν ότι το αλφάβητο στον Όμηρο ήταν απλώς ένα αριθμητικό μνημονικό σύστημα, το οποίο δημιούργησαν οι Αλεξανδρινοί.
Πώς αρχίσατε να ερευνάτε το θέμα;
Άρχισα να ερευνώ, να δω αν οι λέξεις που αρχίζουν από Α δομούν την Ραψωδία Α’. Αν οι λέξεις που αρχίζουν από Β δομούν το θέμα της Ραψωδίας Β’ κ.ο.κ. Αμέσως, από τα τρία πρώτα κεφάλαια βρήκα ότι υπήρχε σχέση!
Αυτό ισχύει τόσο για την Ιλιάδα όσο και για την Οδύσσεια;
Ναι. Πρώτα ανακάλυψα ότι ισχύει στην Ιλιάδα.
«Στη ραψωδία Α’ το θέμα είναι η Ατιμία που γίνεται στον Αχιλλέα»
Ποια είναι η αντιστοιχία ανάμεσα στο γράμμα Α και στην ραψωδία A της Ιλιάδας;
Το θέμα της είναι η Ατιμία που γίνεται στον Αχιλλέα και του παίρνουνε τη Βρισηίδα. Έχει ως βασικό θέμα την Αγορή που είναι η συγκέντρωση του στρατού και τις Αγορές των αρχηγών των Αχαιών. Το Α είναι πολύ συχνό γράμμα στην αρχή των ελληνικών λέξεων και υπάρχει μεγάλη δυνατότητα επιλογής: Απόλλωνας, Αοιδός, Αοίδε Θεά, με το οποίο αρχίζει η Ιλιάδα. Επίσης εμφανίζεται ο Άδης, οι Αργείοι, οι Ατρείδες, ο Αγαμέμνονας και κυρίως πρεσβεύει ο Απόλλωνας σε όλη τη ραψωδία. Επίσης γίνεται αναφορά στους βασιλείς με τη λέξη Άναξ και στους θεούς και στους θνητούς. Άναξ Ανδρών ο Αγαμέμνων κλπ. Δεν υπάρχει πουθενά η λέξη Βασιλεύς.
Στη ραψωδία Β’;
Εδώ, ο Αγαμέμνων, δεν συγκαλεί Αγορή, αλλά Βουλή. Δηλαδή τους αρχηγούς. Επίσης οι Αρχηγοί αναφέρονται ως Βασιλείς. Η επανάσταση του Θερσίτη γίνεται εναντίον των Βασιλέων, όχι των ανάκτων. Η Βουλή δεν είναι μόνο η συγκέντρωση των ανδρών αλλά και η Βουλή του Διός, το σχέδιο του Διός.
Στη Ραψωδία Γ;
Στη Ραψωδία Γ το θέμα είναι η Γυναίκα! Η μονομαχία για την Ελένη, η Αφροδίτη που παρεμβαίνει και ο ρόλος της γυναίκας γενικά. Είναι επίσης οι Γέροντες. Η Ελένη παρελαύνει μπροστά στους Γέροντες που την θαυμάζουν για την ομορφιά της και λένε ότι «Γι αυτήν άξιζε να πολεμήσουμε!» Από τις πιο γνωστές σκηνές της Ιλιάδας.
Γίνεται και στην Οδύσσεια αυτό;
Ναι. Στην αντίστοιχη ραψωδία, το θέμα είναι μόνο ο γέρων που είναι ο Νέστορας. Ο βασιλιάς που βασίλεψε γι τρείς γενιές. Και ο Τηλέμαχος όταν του μιλάει του απευθύνεται «Ω Γέρων», «Ω Γέρων» «Ω Γερίνιος» συνεχώς. Εδώ βλέπουμε τον παραλληλισμό των δύο ποιημάτων. Όπου η έμφαση είναι στου Γέρους στην Οδύσσεια και η Γυναίκα στην Ιλιάδα.
«Το Δ’ της Ιλιάδας είναι ο Δόλος. Στο Ε’ εμφανίζεται το θέμα Έρως –Έρις»
Το Δ’ της Ιλιάδας σε τι αναφέρεται;
Το Δ’ είναι ο Δόλος! Ο Δόλος του Πάνδαρου. Οι Θεοί κανονίζουν να τοξεύσει ο Πάνδαρος με δόλο τον Μενέλαο κατά τη μονομαχία του με τον Πάρι, ενώ έχουν γίνει συνθήκες. Το θέμα είναι εδώ η Διάλυση των όρκων. «Όρκια Δηλήσαντο». Τη Διάλυση των όρκων με Δόλο μηχανεύονται οι Θεοί. Είναι επίσης οι Δηώσεις των πόλεων.
Η Ραψωδία Ε’ με τι συνδέεται;
Εδώ κυριαρχεί η Ενυώ η Θεά της Μάχης, η οποία στροβιλίζεται και ο Άρης που είναι ο Θεός της ραψωδίας, λέγεται ‘Αρης ο Ενυάλιος. Δηλαδή ο Θεός της Ενυώς. Το Ε είναι η γενικευμένη μάχη. Το κύριο όπλο είναι τα Έγχεα, τα κοντάρια. Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά στο τέλος η Έκτορας. Επίσης στο Ε της Ιλιάδας, εμφανίζεται το θέμα Έρως- Έρις! Όταν γίνεται μια μεγάλη μάχη στην οποία εμπλέκεται η Αφροδίτη, για να σώσει τον γιό της τον Αινεία.
Ποιο ήταν το πιο δύσκολο γράμμα να δοθεί αντιστοιχία;
Το Ωμέγα έχει πολύ λίγες λέξεις. Η λέξη Ωνος που σημαίνει αγορά, είναι τα λύτρα που καταβάλλονται από τον Πρίαμο για το πτώμα του Έκτορα. Εκεί τελειώνει και η Ιλιάδα. Ενώ στην Οδύσσεια, το Ω συνδέεται με τις ψυχές που πηγαίνουν πάνω από τον Ωκεανό. Εκεί ο ποιητής δυσκολεύεται να βρει πολλές λέξεις, αλλά αυτές που βρίσκει φτάνουν. Επίσης σημειώνει και την Ώρη που σημαίνει το τέλος, γιατί είναι το τέλος του ποιήματος. Γιατί το Ω δείχνει προς τη Δύση, στην ωρίμανση.
«Βλέπουμε ένα ποιητή, τον Όμηρο, που φτιάχνει δύο μεγάλα ποιήματα για να υμνήσει το Αλφάβητο»
Υπάρχουν ακροφωνίες στο ελληνικό αλφάβητο;
«Βλέπουμε ένα ποιητή, τον Όμηρο, που φτιάχνει δύο μεγάλα ποιήματα για να υμνήσει το Αλφάβητο»
Υπάρχουν ακροφωνίες στο ελληνικό αλφάβητο;
Στο ελληνικό αλφάβητο δεν υπάρχει ακροφωνία. Το ελληνικό αλφάβητο δεν είναι όπως το φοινικικό που υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στο γράμμα και στο όνομα που περιγράφει. Ο Όμηρος ήθελε να δώσει ένα υπόβαθρο πολιτιστικό, ιερό, μυθολογικό στο αλφάβητο. Γιατί όλα τα αλφάβητα στην Ανατολή ήταν ιερά. Βλέπουμε λοιπόν έναν ποιητή που φτιάχνει δύο μεγάλα ποιήματα για να υμνήσει το Αλφάβητο. Μα τέλος πάντων γιατί να μην αναγνωριστεί αυτό! Γιατί να μην του δώσει μία δόξα!
«Ο Πάτροκλος δεν κάνει τίποτα από το Ξ μέχρι το Π. Περιμένει το Π για να βγει στη δράση!»
Πιστεύετε ότι ακροφωνία έχει επηρεάσει τη δομή και την αφήγηση στα Ομηρικά έπη;
Βεβαίως. Ο Όμηρος αργοπορεί την αφήγηση για να συγχρονιστεί με τους αλφαβητικούς τίτλους. Για παράδειγμα οι μάχες στην Ιλιάδα αργοπορούν μέχρι να φτάσει στο Π που είναι ο Πάτροκλος ο ήρωας. Ο Πάτροκλος δεν κάνει τίποτα από το Ξ μέχρι το Π! Είναι τελείως αργόσχολος. Κάθεται στο πλοίο του Ευρίπυλου και δένει τις πληγές του. Περιμένει να έλθει το Π για να βγει στη δράση! Αυτό είναι φανερό ότι ο ποιητής έχει κανονίσει έτσι τα ποιήματα και την αφήγηση, ώστε τα αλφαβητικά θέματα να συγχρονίζονται μαζί της. Σε αρκετές περιπτώσεις η αφήγηση καθυστερεί πολύ. Γίνονται επεισόδια που μοιάζουν με παρεμβολές, με παρεκβάσεις και αρκετοί απορούν. Γιατί γίνεται αυτό; Αυτό έχει γίνει μεγάλο πρόβλημα για τους Ομηριστές. Έχουν διατυπώσει διάφορες θεωρίες για να το εξηγήσουν.
Η θεματική ακροφωνία υπάρχει και σε άλλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας;
Ναι. Υπάρχει σίγουρα στα κελτικά έπη.
«Μετά από αυτό τελειώνει η ιστορία περί …αγράμματου Ομήρου»
Η άποψη που έχουμε για τον Όμηρο σήμερα, αλλάζει μέσα από τη μελέτη σας για την ύπαρξη ακροφωνίας στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια;
Νομίζω ότι ναι. Διότι ακόμα επικρατεί η ιδέα ότι ο Όμηρος ήταν αγράμματος. Δεν είναι δυνατόν ένας αγράμματος ποιητής να έχει συνθέσει αυτά τα δύο ποιήματα, με τον πολύπλοκο τρόπο τον οποίο περιγράφω. Έπρεπε να ξέρει τέλεια τη γλώσσα και να ξέρει και τη γραφή. Σίγουρα είχε πολλούς βοηθούς, γραφείς, τους Ομηρίδες. Ήταν πολλοί οι βάρδοι. Η συνεργασία θα ήταν σίγουρα μέσω των Ομηρίδων. Οι απόψεις που υπάρχουν ότι τα έπη τα έγραψε ο Όμηρος και εκείνες ότι τα έπη έχουν συντεθεί από πολλούς, δεν είναι κατά ανάγκη αντιφατικές. Μπορεί να έχουν βοηθήσει οι Ομηρίδες στη γραφή, αλλά πάντα υπό την καθοδήγηση του Ομήρου. Ήταν ένα είδος σχολής. Νομίζω ότι μετά από αυτό τελειώνει η ιστορία περί αγράμματου Ομήρου.
«Ο Όμηρος ήταν μια επανάσταση για την εποχή του. ‘Ήταν βάρδος 9ου βαθμού»
«Ο Όμηρος ήταν μια επανάσταση για την εποχή του. ‘Ήταν βάρδος 9ου βαθμού»
Ποια είναι η δική σας εικόνα για τον Όμηρο;
Ο Όμηρος ήταν ο ίδιος μια επανάσταση στην εποχή του. Γιατί, μέχρι τότε, δεν είχε καταγραφεί τίποτα από ότι ξέρουμε. Στην καταγραφή αυτών των ποιημάτων βλέπουμε ότι οι Έλληνες για πρώτη φορά καταγράφουν τα έπη τους. Δεν το είχαν ξανακάνει.
Μπορούμε να πούμε ότι ο Όμηρος υπήρξε ένας αρχαίος… γλωσσοκεντρικός;
Ναι, φυσικά. Στους Κέλτες, ο βάρδος του 9ου βαθμού, έπρεπε να τα ξέρει όλα. Να ξέρει τη γραμματική, να ξέρει τη γλώσσα, τους μύθους, την τεχνική του στίχου, τη φιλοσοφία. Έπρεπε να τα ξέρει όλα.
Υπήρχε ιεραρχία στους βάρδους και στον ελλαδικό χώρο;
Βεβαίως. Ο Όμηρος ήταν βάρδος 9ου βαθμού. Ήξερε τα πάντα. Οι αρχαίοι τον θεωρούσαν δάσκαλο. Επομένως αφού βασίζεται στο αλφάβητο, βασίζεται και στη γλώσσα. Και δημιουργεί μια ειδική γλώσσα για το έπος. Η γλώσσα του έπους δεν μιλιέται πουθενά στις διαλέκτους. Είναι ιωνική διάλεκτος σε μείγμα με την αιολική. Δεν είναι διάλεκτος που μιλιέται. Είναι αρχαϊκή.
Πώς και δεν έγινε αντιληπτή αυτή η ύπαρξη ακροφωνίας από τους μέχρι σήμερα ξένους φιλολόγους;
Οι κλασσικοί φιλόλογοι στην Αμερική σκέπτονται την καριέρα τους και δεν τολμούν να κάνουν καινοτομίες. Εδώ βρήκα συμμάχους. Βρήκα νέους φιλόλογους που έκαναν και την επιμέλεια. Οι Έλληνες αμέσως καταλαβαίνουν περί τίνος πρόκειται. Παραδόξως όχι και οι δυτικοί. Διότι έχουν καταργήσει τα γράμματα στους τίτλους των ραψωδιών και βάζουν αριθμούς 1, 2.3….
Τελικά ο Όμηρος …υπήρξε;
Είναι φανερό ότι τα ομηρικά έπη έχουν γραφτεί από έναν άνθρωπο. Φαίνεται και από το ύφος. ‘Έχει ένα πάρα πολύ ευέλικτο και χαριτωμένο ύφος. Με χιούμορ, με άνεση. Το οποίο δεν το είχαν οι Κυκλικοί ποιητές. Η χαρακτηρολογία των πρόσωπων σε αυτά τα Κυκλικά έπη, δεν είναι τόσο αναπτυγμένη, από ότι ξέρουμε. Ενώ στον Όμηρο η χαρακτηρολογία είναι εκπληκτική. Δημιουργεί πρόσωπα. Δημιουργεί δραματικές καταστάσεις. Είναι μεγάλος ποιητής. Δεν μπορεί να τα κάνει αυτά ένας κοινός συλλέκτης.
Είναι από τις λίγες φορές που παρουσιάζεται μια πρωτογενής μελέτη για τον Όμηρο από Έλληνα διανοητή. Πώς το εξηγείτε;
Οι Έλληνες δεν έχουν ξεφύγει από τα δυτικά πρότυπα. Υστερούμε γιατί είμαστε τυπολάτρες και δεν προωθούμε τη δημιουργικότητα. Έχουμε ένα φόβο, ένα σύμπλεγμα, να μένουμε στον τύπο, για ασφάλεια. Δεν τολμάμε. Υπάρχει βέβαια πολύ μεγάλος αριθμός ξένων Ομηριστών. Πάμπολλοι Γερμανοί, Αμερικάνοι, Γάλλοι, Άγγλοι. Αυτοί όλοι όμως είναι μια ομάδα ανθρώπων που συστηματικά μας αγνοούν. Δηλαδή εκτός από άτομα που τους ακολουθούν, αγνοούν την Ελλάδα ως τόπο, ως παράδοση. Δεν προτιμούν ποτέ τα δημοτικά τραγούδια σε σχέση με την ομηρική παράδοση.
Τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται η εθνική ταυτότητα από αρκετούς Έλληνες διανοουμένους. Πώς το βλέπετε;
Αμφισβητούμε την ίδια την ύπαρξή μας! Οι Έλληνες βέβαια μεταναστεύουν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η τάση για μετανάστευση είναι λόγω της στενότητας του χώρου και των εκάστοτε εχθρών. Ο χώρος αυτός έχει μια προϊστορία πάρα πολύ οδυνηρή και αυτό έχει επηρεάσει και το χαρακτήρα των νεοελλήνων. Δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους. Τετρακόσια πενήντα χρόνια κάτω από τους Τούρκους, που μας έλεγαν ότι είμαστε ο Κανένας, ο Γκιαούρης. Αυτά δεν αφήνουν ίχνη; Και παρόλη τη μεγαλομανία μας να λέμε ότι καταγόμαστε από τους αρχαίους, δεν πείσαμε τον εαυτό μας για αυτό ποτέ….
Σχετικά Θέματα (links)
Αναρτήθηκε την 06 Μαρτίου 2011, 14:19
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010
Ευαγγελίου Χρήστος
Φοίνικας
Σαν Φοίνικας Ελλάδα μας κι εσύ
θα γεννηθείς ξανά μιαν άσπρη μέρα,
του κόσμου θα ξεπλύνεις τη ντροπή,
ύπουλων δανειστών πικρή φοβέρα!
Θα βγεις από τις στάχτες σαν πουλί,
που πρόβαλε από φωλιάς κρατήρες,
μονάχη σου θα ζώσεις το σπαθί,
χωρίς προστάτες, δανειστές, σωτήρες.
Ξανανιωμένη, πάλι δυνατή,
με χέρι σταθερό βιολί θα πιάσεις,
θα παίξεις νιο ρυθμό με προσοχή ,
τον κόσμο τον παλιό θα τον χαλάσεις!
Με μία νέας μοίρας μουσική
την οικουμένη συ θα σαγηνέψεις,
με κάλλος και σοφίας αρετή
τα πάτρια και πάλι θα λατρέψεις.
Δάσκαλοι, φωτοδότες κι αθλητές,
θα κατεβούν στης πάλης τον αγώνα,
με πείσμα στις αντίπαλες ορδές,
θα χτίσουνε ξανά τον Παρθενώνα!
Κι όσο γλυκά νιος Ήλιος θα φιλά,
σαν εραστής, τη Γαία τη Μητέρα,
Ελλάδας θα πετάγονται παιδιά,
σαν αστραπές από Διός αιθέρα!
Χ. Κ. Ε.
Like Phoenix , dear Hellas , you too will be
Reborn one sunny and bright day to come,
And the world will bow and blush in shame,
At what those insidious lenders have done!
You’ll come out of the ashes like that bird
That rose up from the nest that trapped it,
And you’ll live again by your own sword,
Without any sponsors, lenders, or saviors.
Young and powerful you’ll be once again,
Holding your viola with steady hands,
And you’ll play new rhythms carefully,
Calling the old world back from the deep!
And with its new musical guide,
The entire country will be beguiled,
And they will come out to worship again
Virtue’s pure beauty and its wisdom.
Teachers, athletic and full of light,
Will emerge to fight the good fight,
Rising above the babbling rabble,
Bringing back the Parthenon’s marbles!
And like a lover, the youthful Sun
Will sweetly kiss our Mother Earth,
And Hellenic children will spring forth
Like Zeus’ ethereal lightning bolt!
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)