Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Κάιρο. Ο Γ. Σεφέρης, που ήταν διπλωματικός υπάλληλος, την ακολούθησε και από την υπηρεσιακή του θέση (στο Κάιρο και την Πραιτόρια της Ν. Αφρικής) έζησε τις διπλωματικές ζυμώσεις μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και των συμμάχων, οι οποίες αφορούσαν το πολιτικό μέλλον της Ελλάδας. Στα ημερολόγιά του, που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του με τον τίτλο Μέρες και Πολιτικό Ημερολόγιο, έχει καταγράψει τους πολιτικούς αυτούς αγώνες, τις δολοπλοκίες και τους καιροσκοπισμούς ανθρώπων και υπηρεσιών, σε μια εποχή που η Ελλάδα με την Αντίστασή της συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των κατακτητών και υπέφερε τα πάνδεινα (πείνα, εκτελέσεις, βασανιστήρια, πυρπολήσεις κτλ.). Οι εμπειρίες αυτές του Σεφέρη βρίσκουν την ποιητική τους έκφραση στα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄». Τελευταίο ποίημα της συλλογής είναι ο Τελευταίος Σταθμός, γραμμένος, σύμφωνα με την ένδειξη του ποιητή, στο λιμάνι Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο της Ιταλίας, στις 5 Οκτωβρίου 1944. Εκεί έχουν φτάσει από την Αίγυπτο οι ελληνικές διπλωματικές υπηρεσίες και είναι έτοιμες να επιστρέψουν στην Ελλάδα, από την οποία αποχωρούν οι Γερμανοί.Το δράμα φαίνεται να τελειώνει, αλλά σε λίγο θ’ αρχίσουν νέες συμφορές: ο εμφύλιος.
Ποίηση: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας
"Άγρυπνο φεγγάρι" Δίσκος 2019
Τράβα αγωγιάτη, καρότσα τράβα,
τράβα να φτάσουμε γοργά στην Κάβα!
Φύσα βαπόρι, βόα μηχανή,
να ’ρθούμε πρώτοι εμείς! — οι στερνοί.
Τα στερνοπαίδια και τ’ αποσπόρια
και τ’ αποβράσματα και τ’ αποφόρια
μιας μάχης που ήτανε γι’ άλλα κορμιά
για μάτια αλλιώτικα κι άλλη καρδιά.
Πολιτικάντηδες, καραβανάδες,
ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες,
μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά —
τράβα αγωγιάτη! βάρα αμαξά!
Φτωχή Πατρίδα, στα μάγουλά σου
μαχαίρια γράφουνε το γολγοθά σου·
μάνα λιοντόκαρδη, μάνα ορφανή,
κοίτα αν αντέχεις τέτοια πομπή:
το ματσαράγκα, το φαταούλα
με μπογαλάκια και με μπαούλα·
τη χύτρα που έβραζε κάθε βρωμιά
λες και την άδειασαν όλη μεμιά
σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους
όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους
ενός αδιάντροπου φρενοβλαβή
που στο βραχνά του παραμιλεί.
Δες το σελέμη, δες και το φάντη
πώς θυμιατίζουνε τον ιεροφάντη
που ρητορεύεται λειτουργικά
μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά.
Μαυραγορίτες από τα Νάφια
της προσφυγιάς μας άθλια σινάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι αρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί
στα χώματά σου τα λαβωμένα
γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα
και δεν μπορούνε χωρίς εσέ —
οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.
Cava dei Tirreni, 7. 10. 1944
Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024
Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024
Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024
Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024
Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024
Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024
Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024
Ρεμπέτικο: Το πρακτορείο - Σταύρος Ξαρχάκος
Μουσική, ερμηνεία: Σταύρος Ξαρχάκος
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Από την ταινία: Ρεμπέτικο
Το πρακτορείο θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές.
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω εγώ κι εσύ μπροστά
σα βραδινό λεωφορείο
που 'χει τα φώτα του σβηστά.
Για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά.
Το πρακτορείο θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές.
Άντρα και γείτονα και φίλε
στη φτώχεια και στην προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά.
Κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μένει πια κανείς
για να γινούμε πάλι ανθρώποι
στον κήπο της Γεσθημανής.
Το πρακτορείο θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες βροχές
και το ταξίδι σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές.
Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΡΩΤΑΣ ΑΕΤΟΣ .
Α
Στου Νικηφόρου την απόκρημνη πηγή
πέταξε Έρωτας αετός και αντρειωμένος
κι εγώ σκιά στων ψευδαισθήσεων το κελί
ψεύτικο μπόι κι από φτερά ψαλιδισμένος.
Έρωτας άγιος αιώνες πολεμά
να ανοίξει στο σφαγείο μας φεγγίτη,
όπου με κόψαν και με χώρισαν στα δυό
σοφοί, εμπόροι κι εσύ εκπρόσωπε αγύρτη.
R
Συντρίμμια
αλήθεια και χαμένα ιδανικά
σπασμένη
στάμνα το λιόσταγμα χυμένο
μ'
ένα κερί στης αγοράς τη σκοτεινιά
εσένα
άνθρωπε ζητώ και περιμένω .
Συντρίμμια αλήθεια και δρομάκια ερημικά
πέτρινα χρόνια κι όνειρο ακυρωμένο
σ' ένα χαρτόσπιτο στου δρόμου τη γωνιά
ψηλά τα μάρμαρα κοιτώ και περιμένω .
B
Απ΄ του πελάγου το βυθό μια μουσική
καθώς παλεύει η ζωή να βρει σημαία,
και από της πόλης τα ιερά παραγγελιά
των ξένων οίκων που μπήκαν στην παρέα.
Αλλότριο φως και Βαβυλώνα σκοτεινή
τα άδεια στήθη κυβερνάς των κυβερνώντων
που αμέλεια, είπαν να ξεφύγουν την ποινή,
τα εγκλήματα τα φανερά των συμφερόντων.
Γ
Κόσμους στα χέρια σου υψώνεις και ουρανούς
Κι εγώ μπροστά τους σκύβω το κεφάλι
Άπολις κι άθυρμα των χρηματαγορών
Χωρίς πνοή Ζωή να σε κερδίσω πάλι.
Βαθύ ποτάμ' ηχάει στο σώμα σου ψυχή
Άπλωσε ρίζες να θεριέψεις σαν πλατάνι
Κι ας την αγάπη μου Εκείνη την κρυφή
Φωτιά να γίνει πριν χάσω το λιμάνι.
21-10-2015/ 26-1-2016
*Μάρτης 2023.
Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024
Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024
Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024
Ηέλτιος : ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Σε γνωρίζουν τα κύματα,
κι ο άνεμος που ανεμίζει τα μαλλιά σου και μου φέρνει
την ευωδιά απ’ τον μυρωμένο κόρφο σου.
οι αφορμισμένες πληγές που μετρώ στα πόδια μου--
τα βράδια που χάνονται οι δρόμοι
και πέφτουν πίσω μου όλα τα γιοφύρια
και μένω μετέωρος στο κενό.
Μόνος,
σε μια απόμερη γωνιά των άστρων,
ασκητής στα Μετέωρα,
την απουσία σου μετατρέπω σε μεταφυσική
ως παρηγορία.
Ω πόσο μου λείπεις!
Μια ζωή
μες τα βιβλία τ’ απύθμενα κι άκρη δε βρήκα,
κι αν μια ανταύγεια είδα από Θεό,
εσένα –όση ψυχή κι αν ξόδεψα-
δε κατάφερα να σ’ αγγίξω.
Ω πώς μου κλέβεις τη ζωή
μες τη σιωπή σου!
Αλλά ιδού που ανέλπιστα,
την ώρα που έγερνε ο ήλιος,
μια αχτίδα σου με βρήκε
κι είδα την ανατολή να χαράζει!
Εσύ η Ελπίδα!, σκέφτηκα,
και στάθηκα πίσω απ’ το φως και το σκοτάδι
ν’ ακούσω τη φωνή σου:
«Έλα κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα», είπες,
«κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι».
Κι ως έστρεψα την κεφαλή
είδα στο ρυάκι πουλιά να ξεδιψούν,
και παρακεί στην εκκλησιά ανάμα να κοινωνούνε,
κι ένα φιλί στον αέρα να ταξιδεύει μες το γράμμα--
πού’ριξαν στον χωρισμό για να γεμίσει.
Ἐόν γάρ ἐόντι πελάζει
«Με νοιώθεις», είπα, «κι ας μη με γνώρισες ποτέ»˙
κι από τότε στον άνθρωπο πίστεψα
και σ’αυτόν έμαθα να στηρίζω την ελπίδα!
11.2.2015
Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)