ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Σε γνωρίζουν τα κύματα,
κι ο άνεμος που ανεμίζει τα μαλλιά σου και μου φέρνει
την ευωδιά απ’ τον μυρωμένο κόρφο σου.
οι αφορμισμένες πληγές που μετρώ στα πόδια μου--
τα βράδια που χάνονται οι δρόμοι
και πέφτουν πίσω μου όλα τα γιοφύρια
και μένω μετέωρος στο κενό.
Μόνος,
σε μια απόμερη γωνιά των άστρων,
ασκητής στα Μετέωρα,
την απουσία σου μετατρέπω σε μεταφυσική
ως παρηγορία.
Ω πόσο μου λείπεις!
Μια ζωή
μες τα βιβλία τ’ απύθμενα κι άκρη δε βρήκα,
κι αν μια ανταύγεια είδα από Θεό,
εσένα –όση ψυχή κι αν ξόδεψα-
δε κατάφερα να σ’ αγγίξω.
Ω πώς μου κλέβεις τη ζωή
μες τη σιωπή σου!
Αλλά ιδού που ανέλπιστα,
την ώρα που έγερνε ο ήλιος,
μια αχτίδα σου με βρήκε
κι είδα την ανατολή να χαράζει!
Εσύ η Ελπίδα!, σκέφτηκα,
και στάθηκα πίσω απ’ το φως και το σκοτάδι
ν’ ακούσω τη φωνή σου:
«Έλα κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα», είπες,
«κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι».
Κι ως έστρεψα την κεφαλή
είδα στο ρυάκι πουλιά να ξεδιψούν,
και παρακεί στην εκκλησιά ανάμα να κοινωνούνε,
κι ένα φιλί στον αέρα να ταξιδεύει μες το γράμμα--
πού’ριξαν στον χωρισμό για να γεμίσει.
Ἐόν γάρ ἐόντι πελάζει
«Με νοιώθεις», είπα, «κι ας μη με γνώρισες ποτέ»˙
κι από τότε στον άνθρωπο πίστεψα
και σ’αυτόν έμαθα να στηρίζω την ελπίδα!
11.2.2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου