ΤΟ ΣΥΝΕΙΝΑΙ- ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΨΥΧΗΣ
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014
Evanthia Reboutsika: Lonely Child- Ερωτικό
Music : Evanthia Reboutsika - Lonely Child
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή..
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα..
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα..
___________
Music : Evanthia Reboutsika - Lonely Child
___________________________________
Photos : kriakao.deviantart.com
Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
[Προμετωπίδα σὲ μιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ὠδῶν»]
«Θλίβει ὁ καπνὸς τὸ διάστημα γαλάζιον τῶν ἀέρων»-
Διαβάζω Κάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ 26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88 καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο», στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ἀκατάλυτο καὶ φριχτὸ γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ γράφουν στίχους ἢ πρόζα ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει, καὶ γυρεύουν νὰ δοξαστοῦν, οἱ τυχάρπαστο ἀπὸ τοὺς λογάδες καὶ τοὺς σοφούς, ἐνῶ θὰ νά῾ταν χίλιες φορὲς προτιμότερο, καὶ ἡ τέχνη πολὺ πιὸ εὐτυχισμένη , ἂν πήγαιναν στὴν Ἐκάλη νὰ μαζεύουν κούμαρα , ἢ στὴ Γλυφάδα νὰ ψαρεύουν ροφούς.
Τράνσβααλ , 11. 12. 1941
Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014
Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΣΥΜΒΑΝ
Στο
κλειστό δωμάτιο, πάνω στο
τραπέζι,
δίχως
ποτέ να μπει κανείς,
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στέκει
σκορπώντας κάθε αυγή
για σένα
τ’ άρωμά του.
Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ NOTOY-ΠΟΙΗΣΗ N.KABBAΔΙΑΣ- ΜΟΥΣΙΚΗ Θ.ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
Στίχοι:
Μουσική:
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει
Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου
να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά
Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή
Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής
A bord de l΄ aspasia
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες
Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
"Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω
CAMBAY'S WATER
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε λέω φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που `πες με θυμό: «Θα βγω άλλη μέρα...»
Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...»
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Kuro Siwo
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι
Εσμεράλδα
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής
Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
Αρμίδα (Το πειρατικό του captain Jimmy)
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις, είναι φορτωμένο με χασίς κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη. Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει και με τη βοήθεια του καιρού όσο που να πάμε στο Περού το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει. Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη με λογής παράξενα φυτά, ένας γέρος ήλιος μας κοιτά και μας κλείνει που και που το μάτι. Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές, που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι; Μας προσμένουν πίπες αδειανές και τελωνοφύλακες στο Τσίλι. Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά, οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες. Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες. Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά πήδησε στον πόντο μεθυσμένη, δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι. Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει τέρατα βαμμένα πορφυρά με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι. ΠΙΚΡΙΑ Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα, τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα. Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου, και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη, για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι. Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα και "Σε πονάει με τη νοτιά;" Όχι από αλλού πονάω. Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη. Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω; Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία. Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι, Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια, απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια. Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι. Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει ΚΑΡΑΝΤΙ Μπάσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα που αρρώστιες τα `χουνε τσακίσει τροπικές Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά κατάστιχτη πελεκημένη απο σπαθιά διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει |
Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
Τίτος Πατρίκιος - Μέτρημα του χρόνου
Όπως πλησιάζουν τα τσιγάρα μας τη νύχτα
κι από μια καύτρα χωρίζουν δυό
έτσι κι οι άνθρωποι συναντιούνται και χωρίζουν
από κρατητήριο σε κρατητήριο
από στρατόπεδο σε στρατόπεδο
από σκηνή σε σκηνή.
Σαν τα τζιτζίκια που όταν δε βρίσκουν δέντρα
σκαλώνουν στα τηλεγραφόξυλα
κι εμείς όπου βρεθούμε ριζώνουμε για λίγο
μετρώντας το χρόνο με τις βδομάδες, με τους μήνες
με τις εποχές.
Τώρα έχουμε όλοι ξύλινα καραβάκια
τα βάζουμε δίπλα στα βιβλία
τα στέλνουμε στους δικούς μας
αποχτήσαμε πιάτα και γυάλινα ποτήρια –
δεν έχουμε τίποτα, μας τα έκλεψαν όλα
έμεινε η λάσπη μες στο στόμα.
Είμαστε ντυμένοι ένα μαλακό δέρμα
που ξεσκίζεται εύκολα.
«Τη Βούλα έπρεπε να τη δεις στην Απελευθέρωση
τώρα έρεψε, η δουλειά, οι γέννες, τα τρεχάματα στο τμήμα.»
«Ο Γιώργης έβγαζε τα χαρτιά του για την Αμερική
όταν τον σκοτώσανε στη Χαλκίδα, πριν απ’ το δημοψήφισμα.»
«Ο Ντίνος τα κατάφερε, δηλαδή τι τα κατάφερε
τα μούντζωσε όλα, τώρα έχει πιαστεί γερά στον Καναδά.»
«Το πάτωμα βούλιαζε κάτω απ’ τον μπουφέ
κι εκείνη αγκομαχούσε να τον αλφαδιάσει.
Παράτα τον, της έλεγα, τζάμπα βασανίζεσαι.
Έτσι μια Κυριακή πρωί έσπασε το αγαλματάκι.»
«Ο καπνός από τα Λιπάσματα νύχτα μέρα
κρέμεται πάνω από τη γειτονιά, σε πνίγει,
χημικές ουσίες, που να φύγει αυτός ο βήχας.»
κι εδώ δε μένουμε άνεργοι, παλεύουμε για την επιβίωση
βάζουμε υπογραφές για την ειρήνη, στέλνουμε καταγγελίες
κρατάμε ένα χαράκωμα.
Όμως τα χρόνια δεν τα ζούμε, τα μετράμε,
τα σπρώχνουμε να φύγουν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)