Νυχτέρια.
Εκείνο που μου έμεινε
απ’ τα παλιά νυχτέρια,
είναι κάτι σαν προσταγή
αυτών που έχουν φύγει,
πως πρέπει η μνήμη ζωντανή
να φτάσει στα παιδιά μας.
*
Εψές όπως ξεφύλλιζα παλιές φωτογραφίες,
ο νους μου εφτερούγισε στα παιδικά μου χρόνια,
εκεί, στη Νέα Δήμητρα, το όμορφο χωριό μου,
στα σπίτια του Εποικισμού π’ αγαπηθήκαν τόσο!
Τότε που ξένοιαστο παιδί γυρνούσα απ’ το σχολείο,
την τσάντα μου την πάνινη στη σκάλα την πετούσα
και στα σοκάκια έτρεχα ώσπου να σκοτεινιάσει.
Και όταν οι λάμπες άναβαν μέσα στο καμαράκι,
έβγαινε η μάνα ανήσυχη στης πόρτας το κατώφλι.
«Ακόμα δεν χορτάσατε παιχνίδια, βρε παιδιά μου;
Βιβλίο δεν ανοίξατε, γρήγορα μαζευτείτε.
Θα σας σηκώσει ο δάσκαλος και λέξη δε θα πείτε».
Τότε μόνο θυμόμουνα πως είχα να διαβάσω,
να γράψω την αντιγραφή, να μάθω ορθογραφία
να λύσω αριθμητική, ονόματα να κλίνω.
Απ’ το καρφί κατέβαζα τη λάμπα στο τραπέζι,
στα γρήγορα ξεπέταγα το ένα πίσ’ απ’ τ’ άλλο,
γραψίματα, διαβάσματα, πράξεις και παρακάτω,
γιατί βιαζόμουνα πολύ ν’ ακούσω τους μεγάλους
που σιγανά κουβέντιαζαν για τη γλυκιά Πατρίδα,
αυτή που την παράτησαν με πόνο και με δάκρυ,
κι ήρθαν σε τόπο άξενο να χτίσουν τη φωλιά τους.
Έλεγαν για τους συγγενείς, που ακόμα δεν τους βρήκαν,
για τα παιδιά που χάθηκαν μες στην αναμπουμπούλα,
γι’ αυτούς που θάφτηκαν εκεί κι απόμειναν μονάχοι,
δίχως καντήλι και κερί, δίχως ένα τρισάγιο.
Μιλούσανε και δάκρυζαν, κάποιοι σταυροκοπιούνταν,
ώσπου «η ώρα πέρασε, άιντε να κοιμηθούμε»,
κι απ’ τη γιουκιά* στο πάτωμα έστρωναν να πλαγιάσουν.
Κι αύριο και μεθαύριο και σ’ όλα τα νυχτέρια,
τα ίδια θα κουβέντιαζαν τα χιλιοειπωμένα,
μα είχε ανάγκη η ψυχή λίγο να ξαλαφρώσει
απ’ τον μεγάλο τον καημό που γιατρειά δεν είχε.
Όλη αυτή τη σύναξη την είχα συνηθίσει
και καρτερούσα πώς και πώς να έρθ’ εκείνη η ώρα.
Τ’ άκουσα, τα ξανάκουσα, τα έμαθα απέξω,
σαν να τα έζησα κι εγώ, σαν να ’μουνα μαζί τους.
Κι από την ώρα που «’φυγαν» αυτοί που τα ’χαν ζήσει,
απόμειναν οι θύμησες που αφορμή γυρεύουν,
ακάλεστες να έρθουνε, το χρέος να θυμίσουν,
πως όσα εκείνοι τράβηξαν είναι κληρονομιά μας
κι η μνήμη πρέπει ζωντανή να φτάσει στα παιδιά μας.
* Γιουκιά = στοίβα με στρώματα και παπλώματα
Γεώργιος Μάνος
18 Απριλίου 2021
Φωτογραφίες
1. Νέα Δήμητρα (Ν. Γυναικόκαστρο) Κιλκίς. Χωριό καινούργιο εξολοκλήρου προσφυγικό. Θεμελιώθηκε το καλοκαίρι του 1924. Με τη βοήθεια του Εποικισμού και την προσωπική εργασία των προσφύγων, το καλοκαίρι του 1925 τα σπίτια ήταν έτοιμα και παραδόθηκαν στους δικαιούχους, που μέχρι τότε έμεναν σε σκηνές. Οι πρόσφυγες, όλοι με καταγωγή από τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, ήταν άνθρωποι σκληροί στη δουλειά, αλλά και πρώτοι στα γλέντια και τα πανηγύρια.
2. Νυχτέρια (Κανάλια Καρδίτσας, από το διαδίκτυο)