Σουρούπωνει.
Τα βουνά, μαύρες σκιές, με περισφίγγουν
Σιγή
Μόνο τα τζιτζίκια συνεχίζουν
το τέλος της μικρής τους ζωής τραγουδώντας.
Κι ένας βόμβος κάπου στο βάθος
Του Σελινούντα τα νερά ακούραστα κυλούν
αιώνων μνήμες στη θάλασσα κουβαλούν
Ιδρώτας κι αλάτι
Αίμα και λάσπη
Γέλια οιμωγές
Μνήμες γεμάτες ελπίδες και όνειρα
Ώρες ατέλειωτες προσμονής και λαχτάρας.
Μισοτελειωμένα χάδια. Χαίνουσες πληγές .
Φιλίες στο συμφέρον προδομένες
Λόγια ψεύτικα και προδοσίες
Όλα, λόγια, χάδια, φιλιά, γέλια, δάκρυα
στο δρόμο για τη θάλασσα θα συναντηθούν.
Εκεί που όλα χάνονται και γεννιόνται.
Μέσ’ των ζωών το ανακάτεμα
Βράχια κοφτερά κακοτράχαλα ξεκινάνε,
μα την οργή του νερού μερεύοντας,
πετραδάκια γίνονται.
Όλα σαν ψεύτικα
Των παιδιών
και του χρόνου
παιχνίδια
Νύχτωσε.
Ενα φεγγάρι ολόγιομο
με χρυσό ντύνει χόρτα ξερά
στων λιοστασιών την απέριττη ερημιά
Νύχτωσε πια
Καιρός να φεύγω κι εγώ
Γ. Π. Τ.
Το ποτάμι μου. Ο Σελινούντας. Και η Άνοιξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου