ΤΟ ΣΥΝΕΙΝΑΙ- ΖΩΝΤΑΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΨΥΧΗΣ
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014
Η Υπόσχεση -- Τάσος Λειβαδίτης
Και αυτό το τρίτο χαλασμένο σκαλοπάτι είναι το μόνο που τα είδε
όλα
και ξέρει ότι με ανάγκασαν – ίσως, όμως, αυτό να είναι που δίνει
τόση οικειότητα στα ανεπιθύμητα όνειρα ή κάνει τους
αρρώστους να μην αγαπούν τις λέξεις –
ή πώς να παλέψεις με τις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού, όταν δεν
είσαι πια παιδί
για να κλείσεις τα μάτια – και κάποτε να σταθείς μπροστά στον
καθρέφτη, απορώντας,
ποιος απ’ τους δυο ήταν ο παρείσακτος ή μήπως κάποιος τρίτος
σας πρόδωσε και τους δυο – μ’ ένα πρόσωπο συκοφαντημένο
απ’ το πολύ φως
ή κι επικίνδυνο, σαν όλα τα πράγματα που τους δώσαμε πολλή
σημασία
και μόνον, καμιά φορά, το βράδυ τα μακρινά γαβγίσματα μας
βεβαιώνουν
ότι η αιωνιότητα είναι πάντα εδώ – παίξε, λοιπόν, κάτι πιο εύθυμο,
αφού έχουν όλα πια τελειώσει
ή θυμήσου εκείνους που τους ταπεινώνουν κι αυτοί κοιτάζουν στο
βάθος του καπέλου τους
σαν να ‘ναι εκεί η αληθινή τους ζωή (κι όλα τ’ άλλα δεν έχουν
καμιά σημασία),
ή όπως σηκώνεσαι μια νύχτα και καθώς προχωράς ψηλαφητά μες στο
σκοτάδι,
αγγίζεις, άξαφνα, με τρόμο κάτι που δεν υπήρχε ποτέ πριν μέσα
στην καμάρα –
κι ίσως είναι η μεγάλη αθετημένη υπόσχεση που ‘χαμε δώσει
κάποτε στον εαυτό μας.
Από την Ποιητική Συλλογή Ανακάλυψη, ενότητα Εκκρεμότητες
Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελ. 358
Τάσος Λειβαδίτης- Σε περιμένω παντού
Σὲ περιμένω παντοῦ
Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.
Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.
Θὰ θυμᾶμαι πάντα τα μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.
Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.
Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα,
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!
Θ.Κ.Ν. – Υπόσχεση
Κυριακή, 7 Οκτωβρίου 2012
Ακολουθώντας χνάρια από μαύρες σταγόνες
ωκεανών πέτρινης σιωπής,
σβησμένες κλαγγές όπλων και εκρήξεις άστρων,
τραγούδια μαυροφορεμένων μανάδων
με βλέμμα από μέλλον κόκκινο,
σκαρφάλωσα στα μονοπάτια των ηρώων.
Άπλωσα τα χέρια κι έσκυψα στη γη.
Μετάλαβα κοινωνία ανήσυχων πνευμάτων
κάτω απ’ τις αχτίδες μιας στέρφας σελήνης.
Ήπια νερό απ’ την πηγή που ανάστησε
τα κουρασμένα χείλη των ματωμένων
στρατοκόπων του ονείρου.
Ο αέρας μυρίζει καταιγίδα.
Πάνω στο χώμα, το μουσκεμένο απ’ το αίμα
διαμελισμένων προσδοκιών,
πάνω στην άσπρη πέτρα των τάφων
της μάταιης ελπίδας,
χαραγμένες οι αυλακιές της υπόσχεσης.
Ταξιδεύοντας η οργή της δικαίωσης
φουσκώνει τις φλέβες της προσμονής.
Θ.Κ.Ν.
(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)
(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)
Αναρτήθηκε από Οικοδόμος στις 11:13 π.μ.
Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014
ΣΠΥΡΟΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ- Σε δυό λέξεις ολόκληρη η ζωή μου
Σε δυο λέξεις ολόκληρη η ζωή μου
Ερωτεύομαι τους χυμούς σου
στην ουσία της σάρκας σου δένομαι.
στην ουσία της σάρκας σου δένομαι.
Αρχαία καραβάνια της ψυχής μου
μέσα σου ξεδιψούν άλικο φως
ξεκουράζοντας σχήματα ζωής
που δέθηκαν αγκαλιές έρωτα.
μέσα σου ξεδιψούν άλικο φως
ξεκουράζοντας σχήματα ζωής
που δέθηκαν αγκαλιές έρωτα.
Από πάντα δικός σου συντρίβομαι
στην απουσία σου και δέομαι
στη πηγή του κορμιού σου
αναβλύζοντας ιδρώτα ηδονών.
στην απουσία σου και δέομαι
στη πηγή του κορμιού σου
αναβλύζοντας ιδρώτα ηδονών.
Τα πέπλα της νύχτας με μύρα
ακουμπούν τις μέρες μου
όσα έκρυψες να φανερωθούν
και στο λίκνο των χειλιών σου
λευκά περιστέρια τα φιλιά μου
να λευτερωθούν και να πετάξουν.
ακουμπούν τις μέρες μου
όσα έκρυψες να φανερωθούν
και στο λίκνο των χειλιών σου
λευκά περιστέρια τα φιλιά μου
να λευτερωθούν και να πετάξουν.
Κάτω απ΄ τ’ αστέρια
μέσα στα λιόδεντρα
στις παρυφές των λουλουδιών
οι νύμφες των κυττάρων μου
οργιάζουν για ένα σου χάδι.
μέσα στα λιόδεντρα
στις παρυφές των λουλουδιών
οι νύμφες των κυττάρων μου
οργιάζουν για ένα σου χάδι.
Πάλλομαι εκστατικά
τα χέρια μου αποδημούν
στις μακρινές φωτιές του απείρου
λόγια που επιστρέφουν φλογισμένα
να σου μιλήσουν νωπή αγάπη.
Άκουσε με! Είμαι εδώ για σένα!
Στους ορίζοντες του κορμιού σου δύω
κι απ΄ τους κροτάφους σου ανατέλλω
λουσμένος χρώματα της ψυχής σου.
Ένα θαλασσί φουστάνι η θάλασσα
που μας ντύνει γυμνούς στο γαλάζιο
ιστούς που ανεμίζουν τα κύματα τους.
Ρόδινη η αγκαλιά της φωτιάς μας καίει
σε σάρκες που δεν γίνεται να υπάρξουν
παρά μόνο χυτευμένες στη καρδιά.
τα χέρια μου αποδημούν
στις μακρινές φωτιές του απείρου
λόγια που επιστρέφουν φλογισμένα
να σου μιλήσουν νωπή αγάπη.
Άκουσε με! Είμαι εδώ για σένα!
Στους ορίζοντες του κορμιού σου δύω
κι απ΄ τους κροτάφους σου ανατέλλω
λουσμένος χρώματα της ψυχής σου.
Ένα θαλασσί φουστάνι η θάλασσα
που μας ντύνει γυμνούς στο γαλάζιο
ιστούς που ανεμίζουν τα κύματα τους.
Ρόδινη η αγκαλιά της φωτιάς μας καίει
σε σάρκες που δεν γίνεται να υπάρξουν
παρά μόνο χυτευμένες στη καρδιά.
Εδώ σ΄ αγαπώ και στο γέρμα του κόσμου
κρεμώ φυλαχτό τα σπλάχνα μου για σένα
να μυρώσει η ζωή και να σ΄ έχει δική μου!
κρεμώ φυλαχτό τα σπλάχνα μου για σένα
να μυρώσει η ζωή και να σ΄ έχει δική μου!
Σ΄ ερωτεύομαι αδιάκοπα σε κάθε παλμό
που το αίμα μου κυλά να φτάσει σε σένα.
Σε δυο λέξεις ολόκληρη η ζωή μου: «Σ’ αγαπώ»!
που το αίμα μου κυλά να φτάσει σε σένα.
Σε δυο λέξεις ολόκληρη η ζωή μου: «Σ’ αγαπώ»!
[Από την ποιητική συλλογή «Αιθέρια αγκαλιά» ]ρος Ποταμίτης
Evanthia Reboutsika: Lonely Child- Ερωτικό
Music : Evanthia Reboutsika - Lonely Child
Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή..
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα..
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Eίτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος
Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα..
___________
Music : Evanthia Reboutsika - Lonely Child
___________________________________
Photos : kriakao.deviantart.com
Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
[Προμετωπίδα σὲ μιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ὠδῶν»]
«Θλίβει ὁ καπνὸς τὸ διάστημα γαλάζιον τῶν ἀέρων»-
Διαβάζω Κάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ 26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88 καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο», στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ἀκατάλυτο καὶ φριχτὸ γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ γράφουν στίχους ἢ πρόζα ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει, καὶ γυρεύουν νὰ δοξαστοῦν, οἱ τυχάρπαστο ἀπὸ τοὺς λογάδες καὶ τοὺς σοφούς, ἐνῶ θὰ νά῾ταν χίλιες φορὲς προτιμότερο, καὶ ἡ τέχνη πολὺ πιὸ εὐτυχισμένη , ἂν πήγαιναν στὴν Ἐκάλη νὰ μαζεύουν κούμαρα , ἢ στὴ Γλυφάδα νὰ ψαρεύουν ροφούς.
Τράνσβααλ , 11. 12. 1941
Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014
Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΣΥΜΒΑΝ
Στο
κλειστό δωμάτιο, πάνω στο
τραπέζι,
δίχως
ποτέ να μπει κανείς,
ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στέκει
σκορπώντας κάθε αυγή
για σένα
τ’ άρωμά του.
Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2014
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ NOTOY-ΠΟΙΗΣΗ N.KABBAΔΙΑΣ- ΜΟΥΣΙΚΗ Θ.ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ
Στίχοι:
Μουσική:
Έβραζε το κύμα του γαρμπή
είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει
Κούλικο στο στήθος σου τατού
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει
είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου
μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου
να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά
Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες τρεις μήνες στην αράδα
με του καπετάνιου τη μιγάδα
μάθημα πορείας νυχτερινό
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι δυο σελίνια
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψες σαν φάρου αναλαμπή
Κάτω στις ακτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι
τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής
A bord de l΄ aspasia
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία
πάντα στο ντεκ σε μια σεζ λονγκ πεσμένη κάτωχρη
απ’ τη γνωστή και θλιβερότατην αιτία
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες
σ’ ό,τι σου λέγαν πικρογέλαγες γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες
Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
"Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"
Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω
CAMBAY'S WATER
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε λέω φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που `πες με θυμό: «Θα βγω άλλη μέρα...»
Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...»
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Kuro Siwo
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζωνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι
Εσμεράλδα
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής
Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
Αρμίδα (Το πειρατικό του captain Jimmy)
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις, είναι φορτωμένο με χασίς κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη. Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει και με τη βοήθεια του καιρού όσο που να πάμε στο Περού το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει. Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη με λογής παράξενα φυτά, ένας γέρος ήλιος μας κοιτά και μας κλείνει που και που το μάτι. Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές, που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι; Μας προσμένουν πίπες αδειανές και τελωνοφύλακες στο Τσίλι. Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά, οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες. Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες. Η πλώρια Γοργόνα μια βραδιά πήδησε στον πόντο μεθυσμένη, δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι. Κι έπειτα στις ξέρες του Ανκορά τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει τέρατα βαμμένα πορφυρά με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι. ΠΙΚΡΙΑ Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα, τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι, και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα. Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου, και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη, για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι. Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Ρίο τη μαλαφράντζα την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα και "Σε πονάει με τη νοτιά;" Όχι από αλλού πονάω. Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη Τις ξεβαμένες στάμπες μου πούχα για περηφάνεια για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη. Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί να σε κρατήσω Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική κι Ασία Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω; Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία. Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι, Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια, απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια. Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια, δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι. Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει ΚΑΡΑΝΤΙ Μπάσες στεριές ήλιος πυρρός και φοινικιές ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα που αρρώστιες τα `χουνε τσακίσει τροπικές Παντιέρα κίτρινη σινιάλο του νερού φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο τα δυο φανάρια της νυκτός κι ο Πιζανέλο ξεθωριασμένος απ’ το κύμα του καιρού Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό όπως και τότε απ’ του Κολόμπου την κουκέτα χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά στο στόμα φύκια έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά κατάστιχτη πελεκημένη απο σπαθιά διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια Το καραντί το καραντί θα μας μπατάρει σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά από νωρίς δεξιά στη μάσκα την πλωριά κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει |
Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014
Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου - Σταθμός Λιτοχώρου
Παράξενα φέγγει στη μνήμη μου ή αρχή. Είναι το φέγγρισμα
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
πίσω απ’ το βράδυ, όταν το φως υποχωρεί απ’ τίς γωνιές,
όπως τα δίχτυα που απλώνουν στα τηλέφωνα κι ακούς
ένα ασυνάρτητο κενό μέσα στις ανοιχτές γραμμές,
μιάν έκσταση από άταχτες φωνές μες απ' τα σύρματα,
το βράδυ στο σταθμό πού συντροφεύει ή θάλασσα,
δυο τρία βράχια κι ό κόρφος ανοιχτός δίχως ορίζοντα
κι ό ήλιος σά λυπημένη Κυριακή κοντά στα Κάστρα.
Δε θα ξεχάσω αυτό το φέγγος στο σταθμό,
το πάθος πού ξεπερνά την ευφροσύνη του κορμιού και από σάρκα
γίνεται πνευματική αγωνία,
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
η αγωνία πού φέρνουν οι σβησμένες φωνές στο κατώφλι τής νύχτας
η αγωνία που φέρνει ή μοναξιά δίπλα στον άλλο, ή μοναξιά
μέσα στον άλλο, ή μοναξιά μέσα στο πάθος του άλλου.
Όλα τελειώνουν στο τελευταίο σύνορο
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
χαμηλώνουν τα φώτα στο θάλαμο και σβήνουν
οι σιγανές πατημασιές. Προσευχηθείτε
για τίς σκοπιές πού αγρυπνούν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)