Share

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ


Βασίλειος Διγενής Ακρίτας ( Ο θάνατος του Διγενή )        
           
Στίχοι:   Παραδοσιακό
Μουσική:   Παραδοσιακό

Συλλογή ιστοριών του έπους του Διγενή (αγνώστων λαϊκών δημιουργών)
σε έμμετρη απόδοση από την Ειρήνη Ταχατάκη
και τραγουδισμένη σε σκοπό ριζίτικο


ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ ΑΚΡΙΤΑΣ


Ο θάνατος του Διγενή


1. Πρόλογος, Λιδάκης Μανώλης


Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.

Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα.
Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια.
Στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.

Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει.
Και λάβωσέ ντου την καρδιά και την ψυχή του πήρε.


2. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης


Κι επειδή ούλα τα τερπνά του πλάνου ετούτου κόσμου
ο Θάνατος διαδέχεται, κι ο Άδης τα λαμβάνει,
γιατί σαν όνειρο περνά πλούτος και κάθε δόξα.

Κι αφού γενναίος δείχτηκε σ’ ούλο τον κόσμο ετούτο,
πρώτος εις την παληκαριά, αλλά και σ’ ούλα τ’ άλλα,
ενίκησε σαν δυνατός, γενναίος στρατιώτης.

Αλλά όμως ήρθε και γι’ αυτόν το τέλος τση ζωής του,
κι έδωσε λύπη αμέτρητη εις ούλους τσι αθρώπους
και σ’ όσους θε ν’ ακούσουνε το θάνατον ετούτο,
πως βγήκε κείνηνε η ψυχή, του πανενδοξοτάτου.

Βαρειάν αρρώστεια τού `τυχε, με βάσανα και πόνους,
και κείτουντο στην κλίνη ντου που `το χρουσοστρωμένη.
Κι έφερε τσι καλλίτερους γιατρούς τσι φημισμένους,
τσι άξιους και τσι έμπειρους μέσα στην επιστήμη.
Μα όφελος δεν εμπόρεσαν να δώσουν στον Ακρίτα.

Την τρίτη μέρα την κακή, την πολυπικραμένη,
τη μέρα που `ρθεν ο γιατρός να τονε βοηθήξει
τότεσας τ’ αποφάσισεν ο Χάρος να τον πάρει.
Κι όσα κι αν κάμαν δεν μπορούν το θάνατο να διώξουν.


3. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολητικού Ναού Αγίου Μηνά


Γιατί ο τροχός εσκόλασε και το σκοινί εκόπει,
κι ο θάνατος τον έγραψε στον Άδη να τον πάρει.
Τσι δρόμους ούλους έκλεισε, να μην ξαναπεράσει.
Οι κάμποι τον εκλαίγανε και τα βουνά θρηνούσαν,
γιατί ο τροχός εσκόλασε.


4. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης


Εκείνος αναστέναζε και πάλευε στην κλίνη,
με θρήνους και με βογγητά πικρά, φαρμακωμένα,
οπου ραγίζαν την καρδιά και θάμπωναν το φως του.

Ατόνισέ του η δύναμη, εκείνηνε η μεγάλη,
η που νικούσε δυνατούς και ξέσκιζε λιοντάρια.
Τα πάντα ούλα γινήκανε σαν σκόνη στον αέρα.

Τον δυνατό, τον ισχυρό Βασίλειο Ακρίτα,
ο θάνατος τον πολεμά εις το παλάτι μέσα.
Ο Διγενής το γνώριζε. Σέρνει φωνή και λέει:


5. Διγενής, Μανωλιούδης Γιώργος


Ω! πάντερπνε Βασίλειε, ήρθεν ο θάνατός σου
και απ’ ετούτη τη στιγμή δεν έχεις διόλου όπλα,
αντρεία που `σουν άπειρη, κι ανίκητη σου η τόλμη.
Πού η αρχοντιά σου η πολλή και πού του πλούτου η δόξα;
Κιανείς λοιπόν στο θάνατο μπορεί να βοηθήξει;

Τα χέρια έχουνε μαραθεί κι άθλους δεν κάνουν άλλους,
τα πόδια καρφωθήκανε στη χώρα και πατούσαν,
κι έτοιμη είναι η ψυχή απ’ το κορμί να φύγει.
Κι ο τάφος σε τον δυνατό θα κλείσει μια για πάντα.


6. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης


Μετά προστάζει τσι γιατρούς ούλοι και βγαίνουν έξω.
Και κάλεσε την όμορφη γυναίκα ντου κοντά ντου,
που σ’ ένα σπίτι διπλανό ήταν εκεί κλεισμένη.

Κάθησε κείνη διπλα ντου, δίχως κανέναν άλλον
κι άρχισε τούτα να λαλεί, με δάκρυα περίσσα.


7. Διγενής, Μανωλιούδης Γιώργος


Άκουσε φως γλυκύτατο την ύστερη φωνή μου,
απέναντί μου κάθησε, βλέπε να με χορταίνεις,
γιατί άλλο μπλιο δε θα με δεις, εμέ που σε ποθούσα.
Κλάψε λοιπόν και θρήνησε τον άδικο χαμό μου,
τα δάκρυά σου στάλαξε και κόψε τα μαλλιά σου,
απάνω από το λείψανο του Ακρίτα του αντρείου,
του φοβερού και τρομερού, του αντρός σου του γενναίου.
Κείνου που για τα κάλλη σου έβαλε τη ζωή ντου,
πολλούς αντρείους έκοψε, εσένα να γλιτώσει.

Εσένα κόρη φύλαξα σαν κόρην οφθαλμού μου
και σαν χρουσόν εγκόλπιο εγυροσκέπαζά σε.
Ωσάν το αηδόνι στο κλουβί εφρόντιζά σε εσένα,
σαν περιστέρι καθαρό σε είχα στο παλάτι.
Σαν την τρυγώνα μοναχή, κοντά μου σ’ είχα πάντα,
και σαν γεράκιν όμορφο στα χέρια μου σ’ εκράτου.


8. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία

Σε με, άντρα γλυκύτατε, μη λες αυτά τα λόγια,
τα θλιβερά, τα οδυνηρά, που θλίβουν την καρδιά μου.

Δε θέλω να σε χωριστώ, φως μου στον κόσμο ετούτο,
όμως αν είναι απ’ το Θεό και θέλει ν’ αποθάνεις,
θά `ναι για με καλλίτερα αν αποθάνω τώρα,
παρά να ζω η θλιβερή στον κόσμο ετούτο μόνη.
Δε θέλω να σε χωριστώ.


9. Διγενής, Γαργανουράκης Χαράλαμπος


Αφού δε θες το τέλος μου, δε θες να πάω στον Άδη,
κάμε παράκληση θερμή, και μ’ ούλη την καρδιά σου.

Ικέτευσε το σπλαχνικό, φιλάνθρωπο δεσπότη,
ίσως και μεταμεληθεί, μην πάρει την ψυχή μου,
γιατί τη λάβρα τση χηρειάς, πώς θα τηνε περάσεις,
χωρίς δικό σου άνθρωπο εις τον παρόντα κόσμο;
Αφού δε θες το τέλος μου.


10. Απαγγελία, Στρατάκης Μανώλης


Αυτά `πε κι εσταμάτησε ο Διγενής Ακρίτας.
Κι η κόρη μόλις άκουσε τα λόγια του γενναίου,
βαθιά πικραναστέναξε κι έχυνε μαύρο δάκρυ.


11. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία


Ω! άντρα μου γλυκύτατε, προστάτη μου κι αφέντη,
ελπίζω στον Οικτίρμωνα προστάτη και θεό μου,
να μη θελήσει να με δει σε μια μεγάλη θλίψη,
αλλά πως θα με λυπηθεί, που `χω ταλαιπωρία.
Να σπλαχνιστεί τη νιότη μου, να και την ξενητιά μου.
Να σ’ αναστήσει αφέντη μου, σαν Λάζαρο απ’ τον τάφο,
άλλο να μην εγνωριστώ, ως το τέλος τση ζωής μου.
Ω! άντρα μου γλυκύτατε.


12. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά


Ποια γλώσσα όμως ημπορεί να πει τσι θρήνους τούτους,
και ποιος ο νους που θα μπορεί για να τσι φανερώσει.
Μου φαίνεται και τα δεντρά, μ’ ακόμα και οι πέτρες,
κι ούλα τα σερπετά τση γης κλάψανε μετά κείνους.
Ποια γλώσσα όμως ημπορεί;


13. Ηλιογέννητη, Σουλτάτου Μαρία


Αχ Χριστέ μου ιδέ τα δάκρυα που χύνω δεωμένη,
και μη μ’ αφήσεις να ιδώ τόσο μεγάλη θλίψη.
Πάρε μου μόνο την ψυχή, προτού να γίνω χήρα.
Όλα για σένα δυνατά.


14. Διγενής, Γαργανουράκης Χαράλαμπος


Τώρα πηγαίνω κόρη μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
σ’ ένα ταξίδι μακρινό, κι οπίσω δε γυρίζω.
Γιατί είναι δρόμοι σκοτεινοί και πόρτες σφαλισμένες,
κι οι δρόμοι δε γνωρίζονται, οπίσω να γυρίσω.

Κι όποιος πηγαίνει στέκεται τυφλός μες στο σκοτάδι,
κι ούτε και θα μ’ αφήνουνε να στρέψω πάλι οπίσω.

Σ’ αυτόν τον τόπο βρίσκεται ο ποταμός τση λήθης,
κι όποιος θα μπει να πιει νερό, ξελησμονά τον κόσμο.

Τον κόσμο ετούτο που θωρείς, που διώχνει `δα κι εμένα
και δε μ’ αφήνει μπλιο να ζω, αλλά με παραδίδει
του Χάροντα να με κρατεί και σκλάβο ντου να μ’ έχει.

Στα σκοτεινά τα ξέστρατα, στον Άδη σφαλισμένο,
γυμνώνει με τον δυστυχή, τα κόκκαλα μ’ αφήνει,
το κάλλος μου και το άνθος μου, εκείνος μού το παίρνει,
τον έρημο και τον φτωχό.


15. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά


Ιδέτε που κατάκειται η δόξα των αντρείων.
Ιδέτε που ευρίσκεται ο Διγενής Ακρίτας.
Ιδέτε πώς εχάθηκε ο ευγενής του κόσμου.
Ιδέτε που κατάκειται ο πρώτου ο του κόσμου.

Η κόρη στρέφει να τον δει κι αυτός ψυχορραγούσε,
κι από τον πόνο τον πολύ μην υποφέροντάς τον,
αμέσως λιποθύμησε απ’ τη μεγάλη πίκρα,
κι αφού `πεσε κάτω στη γης, παρέδωσε το πνεύμα.
Και δεν εγνώρισε ποτέ, ποια ήτονε η θλίψη.
Και δεν εγνώρισε ποτέ.


16. Κράτημα, Τενενά, Απαγγελία, Δαμαρλάκης Γιάννης, Στρατάκης Μανώλης


Και αποθάνανε κι οι δυο σε μίαν ώρα μέσα,
το θαυμαστό τ’ αντρόγυνο, το πολυφημισμένο.

Ετούτοι οι ευγενέστατοι, οι λαμπεροί φωστήρες,
που απολαύσανε μαζί τα πιο τερπνά τση ζήσης.

Και τότε τσι λαζάρωσαν, μ’ ευπρέπεια περίσσια,
κι αρχίσαν όλοι τους να κλαιν με μια φωνή μεγάλη,
και μέγα θρήνο κάνανε, ούλοι οι εδικοί τους.


17. Χορωδία, Χορωδία Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Αγίου Μηνά


Αράχνη είναι η ζωή και κονιορτός η δόξα,
σαν όνειρο είν’ ο χρόνος μας, τρέχει και μπροσπερνάει.
Σαν τα νερά του ποταμού, που τρέχουν και διαβαίνουν,
όμοια κι οι αθρώποι θνήσκουνε κι από τον κόσμο φεύγουν.
Στον Άδη παν και κατοικούν κι ούτ’ ένας δε γυρίζει.

Λοιπόν τα πάντα μάταια, τα του προσκαίρου βίου.
Αυτά ως άνθος πρόσκαιρο μαραίνονται ταχέως.
Όμοια κι οι αθρώποι θνήσκουνε.


18. Επίλογος, Στρατάκης Μανώλης


Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γης τονε τρομάζει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό, τση γης τον αντρειωμένο.

Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
τα όρη τα διασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα.
Στο βίτσισμα έπιανε πουλιά, στο πέταγμα γεράκια.
Στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.

Ζηλεύει ο Χάρος με χωσιά, μακρά τονε βιγλίζει.
Και λάβωσέ ντου την καρδιά και την ψυχή του πήρε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου