"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Κυριακή 10 Μαρτίου 2024
Σάββατο 9 Μαρτίου 2024
Μίλτος Πασχαλίδης - Κλοουν - Official Audio Release
Μουσική: Μάριος Τόκας
Στίχοι: Άλκης Αλκαίος
Δως μου μια μέρα αληθινή
μες στην ψευτιά και την ντροπή
Χίλιες μια νύχτες με μεθάς
κλειστά χαρτιά μη μου κρατάς
Τα όνειρα μας παίξαμε
στον κόσμο δε χωρέσαμε
Ψύχραιμοι τώρα και ταπί
ας δούμε αλήθεια τι θα πει
Κι αν η χαρά μας πέρασε
κι αν η ζωή μας γέλασε
εγώ είμαι εδώ και μη μου σκας
Κλόουν θα γίνω να γελάς
Της νύχτας μου βασίλισσα
τα χρόνια μου ξεφύλλισα
Μες την ψευτιά και την ντροπή
δως μου μια μέρα αληθινή.
Δως μου μια μέρα αληθινή
τι παει χαμένο και τι ζει
Πού θα ‘μαι αύριο αδιαφορώ
Το «εδώ και τώρα» σου ζητώ
Οι απαντήσεις λιώσανε
κι οι ρήτορες τελειώσανε
Σε μια παράλογη εποχή
η λογική μου είσαι εσύ.
Ευδαίμονες - Μαραμπού (Live).wmv
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ῾μαθε, γιατὶ δὲν τό ῾πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγή μου ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστάλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα σὰν ἄνθος ἐμοίαζε ἀλπικὸ
καὶ μία στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ῾χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τήνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία της Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μίαν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἑξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.
Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ῾φευγε, τὴν πόλη.
Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μία φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.
Νομίζω πὼς θὲ νά ῾πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.
Θὰ προχωρήσω!... Μία βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τους ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
Μία κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».
Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ῾χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά... Μὰ ἔβγαλε μία φωνή,
κι εἶδα μία ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μία τὸ πορτοφόλι μου... Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μία ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πῶς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει...
Τὸ χέρι τρέμει... Ὁ πυρετός... Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω ...
Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024
Δρόμοι στο φως (Horizon) - Βασίλης Λέκκας
Στίχοι: Μαρία Παπαδάκη
Μουσική: Παναγιώτης Στεργίου
Ερμηνευτές: Βασίλης Λέκκας
Μεθυσμένο καράβι ο καιρός
κι η ζωή ναυαγός,
που παλεύει στο κύμα να βρει
τη στεριά και το φως.
Μα εσύ καπετάνιος, θεός
το τιμόνι κρατάς
το ταξίδι που πας γυρισμός
άμα δεν προσκυνάς.
Να το ζεις, να το λες
το μπορώ που αλλάζει ζωές.
Όλα αυτά που ζητάς
είναι εκεί, που φοβάσαι να πας.
Μη λυγάς, μη λυγάς.
Μεθυσμένο καράβι ο καιρός,
το σκοτάδι πυκνό
κι ονειρεύεσαι δρόμους στο φως,
καθαρό ουρανό.
Μα τα όνειρα είναι κλειδιά,
που ανοίγουν κελιά.
Δεν υπάρχουν στη γη φυλακές
να κλειδώνουν ψυχές.
Να το ζεις, να το λες
το μπορώ που αλλάζει ζωές.
Όλα αυτά που ζητάς
είναι εκεί, που φοβάσαι να πας.
Να το ζεις, να το λες
το μπορώ που αλλάζει ζωές.
Τα φτερά τα φοράς
μα θ’ ανοίξουν αν πεις πως τολμάς
να πετάς, να πετάς.
Το μπορώ να το λες, να το λες,
να το ζεις, να το λες, να το λες.
Το μπορώ να το λες, να το ζεις,
να τολμάς να πετάς, να πετάς.
Να τολμάς να πετάς, να πετάς
ψηλά, ψηλά.
Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024
Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024
Σωκράτης Μάλαμας - Νυχτερινό - Official Audio Release
Στίχοι: Δημήτρης Παπαχαραλάμπους
Μουσική: Σωκράτης Μάλαμας
Στίχοι
Την πέτρα ρώτησα να πει τι ξέρει και αντέχει
κι εκείνη μου `πε: τη σιωπή για μυστικό της έχει
τ’ αστέρι ρώτησα μετά, τι έχει μάθει ως τώρα...
Τα χίλια χρόνια, μ’ απαντά, περνάνε σε μιαν ώρα
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια κόκκινη κηλίδα,
λάβα το φως αιμορραγεί να κάψει ό,τι είδα.
Το χώμα ρώτησα ξανά, παλιά αν ήταν σώμα
και μου `πε: τα ψηλά βουνά κι αυτά θα γίνουν χώμα.
Κι ύστερα εσένανε ρωτώ το νόημα του κόσμου
και λες: το χέρι σου κρατώ κι εσύ είσαι δικός μου
Και πάνω ο ήλιος μια πηγή, μια χρυσαφένια βρύση,
νερό το φως του να πνιγεί όποιος θέλει να ζήσει.
Τα Μεροκάματα - Πάνος Παπαϊωάννου
Μουσική: Χρυσόστομος Καραντωνίου
Στίχοι: Δημήτρης Παπαχαραλάμπους
Μικρά τα μεροκάματα
τα δωρεάν πιο λίγα
ξεκίνησα χαράματα
μα πουθενά δεν πήγα
Φθηνά τα λόγια τα πολλά
και ακριβή μια λέξη
ποιος αγοράζει ποιος πουλά
και ποιος μου τα'χει κλέψει
Δεν είναι που προσπάθησα
όσο κανείς δεν ξέρει
είναι που όσα κράτησα
μου κάψανε το χέρι
Δεν είναι που κουράστηκα
να περιμένω κάτι
είναι που δεν φαντάστηκα
ότι ποτέ δε θα'ρθει.
Μικρά τα μεροκάματα
και οι αγκαλιές πιο λίγες
σε κοίταξα κατάματα
εσύ όμως δεν με είδες
Φθηνά τα λόγια τα πολλά
και ακριβή μια λέξη
ποιος αγοράζει ποιος πουλά
εσύ που τα έχεις κλέψει
Δεν είναι που σε αγάπησα
όσο κανείς δεν ξέρει
είναι που δεν σε κράτησα
ποτέ απο το χέρι.
Δεν είναι που κουράστηκα
να περιμένω μόνο
είναι που δεν φαντάστηκα
πως χάθηκε στον δρόμο
_________________________________________________
Τα «Μεροκάματα» είναι το τραγούδι που κέρδισε το βραβείο κοινού στους φετινούς Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών (2014).
Δήμος Μούτσης - Γουώκμαν
Στίχοι- Μουσική: Δήμος Μούτσης
Σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή
Σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά
Κάτι ακούγεται εδώ κάτι ακούγεται εκεί
Που με παίρνει και με πάει και δε με βγάζει πουθενά
Σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή
Σιωπηλή μουσική, ηχηρή μοναξιά
Όχι, όχι δε βρίσκω δε βρίσκω άλλες λέξεις
Έτσι ωραία να ζωγραφίζουν την πολυσύχναστη ερημιά
Ωχ αμάν, αμάν
Ωχ αμάν, αμάν
Ωχ αμάν, αμάν
Και ως πότε τούτη η άμυνα και ως που θα μας βγάλει
Ακούω μόνο γουώκμαν
Τα φεγγάρια με τους μύθους συναντιόνται τις νύχτες
Σε γιορτές αδελφοσύνης ενός άλλου καιρού
Που ολοένα ξεμακραίνουν, ξεμακραίνει και πάλι
Για να γεννηθεί και πάλι στην φαντασία ενός παιδιού
Ωχ αμάν, αμάν
Ωχ αμάν, αμάν
Ωχ αμάν, αμάν
Και ως πότε τούτη η άμυνα και ως που θα μας βγάλει
Ακούω μόνο γουώκμαν
Μια φωνή που τη γνωρίζω κάθε βράδυ στα όνειρά μου
Παραιτήσου μου φωνάζει παραιτήσου από παντού
Είναι τα ίδια μου τα λόγια που επιστρέφουν σε μένα
Έτσι καθώς σου τραγουδάω με το σφυγμό ενός νεκρού
Ωχ αμάν, αμάν
Ωχ αμάν, αμάν
Ωχ αμάν, αμάν
Και ως πότε τούτη η άμυνα και ως που θα μας βγάλει
Ακούω μόνο γουώκμαν
Τρίτη 5 Μαρτίου 2024
Διονύσης Καψάλης, «Ο κρότος του χρόνου»,
Κάτι ήξεραν οι αρχαίοι για το χρόνο,
τη δωρεά που μας εκμηδενίζει·
Χωρίς να έχουν όργανα ακριβείας
από τον κρότο του μέσα στις λέξεις:
μακρός, αναρίθμητος, πανδαμάτωρ·
πώς να την πεις αλλιώς αυτή τη δύναμη
που σε σκοτώνει με ταχύτητα ζωής
σαρκάζοντας το λυρισμό των ημερών,
την τρυφερή απείθεια της ώρας.
Κάποτε μοιάζει ένα θρόισμα απαλό
σαν ρίγος ανεπαίσθητο στις φυλλωσιές
ή σαν αναπνοή στα φύλλα του βιβλίου
που τ άφησες στη μέση και αφέθηκες
μόνος να λησμονείς ή να θυμάσαι·
άλλοτε μοιάζει αέρας που βογκάει
και φέρνει το τετελεσμένο – μια κραυγή
ανθρωπου σε απόγνωση, το κλάμα
μικρού παιδιού μακριά μέσα στη νύχτα,
κι ακούς να τρίζουν τα παραθυρόφυλλα
πάνω στους σκουριασμένους μεντεσέδες.
Μακρός, αναρίθμητος, πανδαμάτωρ·
όπως και να τον πεις, ο χρόνος είναι
μια βούληση πλασμένη από σκοτάδι,
μια σκοτεινή ενέργεια που φεύγει
προς μία κατεύθυνση μονάχα, την φθορά,
και καθώς φεύγει τρίβεται στα πράγματα,
και απ’ την τριβή γεννιέται φως.
Φαντάσου:
το φως αυτό που μοιάζει τόσο ασάλευτο
λες και αναπαύεται πάνω στα πράγματα,
το φως αυτό που μοιάζει τόσο σιωπηλό,
σαν από μια γεννήτρια γεννιέται
αδιάκοπα και δείχνει την απώλεια.
Έξω απ’ το χρόνο όλα είναι σκοτάδι.
Διονύσης Καψάλης, «Ο κρότος του χρόνου», Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα, 2007
Ηέλτιος: Και να!
Και να!
Εκεί που απ’ το εμπόλεμο έλεγα πως βγήκα
ξάφνου στον πόλεμο ξανά τα ελαυνοφόρα μάτια σου
με ρίξαν...
3.3.2015
Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024
Κυριακή 3 Μαρτίου 2024
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)