κάνε να μη σβήσει τούτο το κερί.
Κι ούτε ένα λουλούδι να μη μαραθεί,
δεν τον σκοτώσαν, έχει κοιμηθεί..."
"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
κι εδώ στο Νότο ονειρεύομαι να ζήσω
λίγο πριν βγει απ’ τον Σκορπιό
και δώσει η μάντισσα χρησμό,
στο σύνορο του, απόψε θα μεθύσω.
Φέγγουν τα μάτια δάκρυα νερά,
στη γη τού Κρόνου ανάβει πύραυνα η Ρέα,
Κορύβαντες φυλάνε τα ιερά
στον Οφιούχο τα κρυμμένα, φανερά
για να γιατρέψεις την πληγή τού Προμηθέα.
Στην ξαφνική βροχή η ίδια σκέψη,
ο έρωτας, η πιο μεγάλη είναι ανταμοιβή,
μια Αριάδνη που δεν θέλει να μισέψει
μαζί σου, θα χορέψει ως την αυγή
να συλλαβίζει η νύχτα τη μεγάλη συντριβή.
Ρεμβάζει ο νους, παλιά, αρχοντική σελήνη
γητεύτρα η Λύρα πάνω από την Τζόγια,
η Ρέα πέταξε αετούς στη Σαντορίνη
θάλασσα μπλάβη και πατρίδα ποθητή,
φωνάζει τα παιδιά της δίχως λόγια.
Στους ώμους έβενος σγουρά μαλλιά,
σπόροι τού Νότου, λέξεις από αλμύρα,
μονάχη μια στην άμμο Αμαρυλλίδα,
ας μεταλάβουμε στη Ζάκρο όπως παλιά,
άλικο ρόδο στής αγάπης τον χρωστήρα.
Στον Οφιούχο τα κιτάπια τού καιρού
παλιά παράπονα και λόγια πετρωμένα
μήλο, κεδρόμηλο χρυσό τού Ασκληπιού,
ίχνη τής θύμησης και μνήμη τού νερού
τις αυταπάτες μην βαφτίζεις πεπρωμένα.
Τού κάτω κόσμου σκοτεινά σκαλιά,
καινούρια λέξη ψιθυρίζει η Ευρυδίκη,
πόσα σφραγίζουν καλοκαίρια τα φιλιά,
σημάδι έχω, μα είναι μια ηλιοδαχτυλιά,
η νοσταλγία μου πληγή και καταδίκη.
Τέχνη ακριβή με δίδαξε η Κρήτη,
χιλιάδες χρόνια φίδια έχω στα χέρια
πυρσό αναμμένο μού ’δωσε η Φοίβη,
ο μύστης Ήλιος φανερώνει τον προφήτη,
στη Δίκτη φόρεσα κατάσαρκα τ’ αστέρια.
Πιο πάνω απ’ τη λαχτάρα μου το φως,
πιο κάτω δυόσμο η Όστρια μυρίζει,
η θέλησή μου απόψε μοιάζει κεραυνός
αυτός ο Έρωτας δεν έμεινε κρυφός
εδώ, αλήστευτη η ψυχή ξαναγυρίζει.
Τελχίνες Δαίμονες μαγεύουν το νερό,
ασάνταλη χορεύει η Κόρη στη Σελένα
άπληστη η Άνοιξη, φεγγάρι φανερό,
ήρθα να γιάνω το σπασμένο μου φτερό
σημάδια κι όνειρα στο χέρι χαραγμένα.
Τα χείλη αλάτι συλλαβίζουν, στην Λισσό
οι περασμένοι όρκοι λόγια τής φυλής μου,
ποιά χέρια μού ’πλεξαν στεφάνι με κισσό
στη Ζώμινθο άστρο μού ’ταξες χρυσό
και στη Φαλάσσαρνα σε γνώρισε η ψυχή μου
Εγώ, τον Μέγα Ήλιο έχω πολιούχο
σαν πορφυρώνει τις κολώνες στην Κνωσό
βάφουν τα πέλαγα , το φως ακολουθώ
μες στον λαβύρινθο να βρω τον τροπαιούχο,
όσο η Μέλισσα κρίνα τρυγά στην Αμνισό.
Έφτασα στον γκρεμό τής αθωότητας μονάχη
στην Γόρτυνα ποτέ δεν είναι φάρσα οι οιωνοί
αύριο θ’ ανοίξει το σεντούκι τών αιώνων
μεγάλωσαν απότομα στη μοναξιά και οι βράχοι
κι εγώ με τη δική σου χίλια χρόνια προσμονή.
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 8 Ιουλίου 2018.
Ποιητική συλλογή « Αύριο, στάχυα οι λέξεις»
Ζάτουνα Ζάτουνα
Σπίτι μας κλείσαν τα πέτρινα χρόνια
μ' ένα τραγούδι παλεύω τα στοιχειά
τις Αρκαδίες σου να λευτερώσω
που κρύβεις στα δάση τα δασιά.
Πόσο με ξέρεις και δε μου μιλάς
πόσο με ξέρεις κι ας με αρνιέσαι
απ΄τον ίδιο Πατέρα παίρνεις το φως
κι απ' την ίδια τη Μάνα γεννιέσαι.
Ζατουνα Ζάτουνα
Το γράμμα μου το Λούσιο περνάει
πάτριο πέρασμα η Λευτεριά
στου Μαίναλου αντίκρυ μου τη σιωπή
και στ' ανυπότακτα όνειρα.
Πόσο με ξέρεις και δε μου μιλάς
πόσο με ξέρεις κι ας με αρνιέσαι
απ΄τον ίδιο πατέρα παίρνεις το φως
κι απ' την ίδια τη Μάνα γεννιέσαι.
''Απόρθητες είναι οι ιδέες και αυτοί
που τις υπερασπίζονται ηρωϊκά,
απόρθητες είναι και οι ψυχές των Ελλήνων
που έχω τάξη κι εγώ να τραγουδώ''**
_______________________________
**Από το γράμμα που έστειλε ο Μίκης Θεοδωράκης στη διεθνή κοινότητα, από τη Ζάτουνα όπου ήταν εξόριστος (1969).
Το γράμμα εδώ: Το γράμμα του Μίκη Θεοδωράκη από τη Ζάτουνα-23 Απριλίου 1969-