Ερμηνεία : Πάνος Δρίζος
Μουσική / Ενορχήστρωση: Γιώργος Αβραμίδης
Ποίηση : Παναγιώτης Ορνιθόπουλος
ΑΣΜΑ Σ' ΕΝΑΝ ΠΟΙΗΤΗ (Ποιητική Συλλογή "Σμύρνης Ενθύμιον" 2019 Εκδόσεις Όστρια)
Ένδοξε μας Σμυρνιέ ποιητή
δύο κόσμοι ο βίος που είχες
απ' τη μια η φιλότης να ευωδιάζει τη γη
απ' την άλλη το νείκος που αδίκως μετείχες.
Καλοκαίρια στη Σκάλα παιδί
της θαλάσσης το κύμα ρωτούσες
αν γινόταν να ζούσες την κάθε στιγμή
με της Τέχνης πνοή ν' ανασάνεις ποθούσες.
Όταν έκανες της ζωής τη στροφή
τα κρυφά περιγιάλια τί ωραία υμνούσες
τ' αηδόνια στις Πλάτρες περίμεναν εκεί
κελαηδώντας γλυκά όταν τα συναντούσες.
Μες στη Σμύρνη τη χειμερινή
τη ρουτίνα με θλίψη κοιτούσες
τη βροχή πως θα διώξεις από την ψυχή
τους ασπάλαθους γύρω σου αναζητούσες.
Στο κατάστρωμα μια αστραπή!
δίχως φόβο σημειώσεις κρατούσες
ημερολόγια έγραφες στη διαδρομή
για σπηλιές και πηγάδια°μέσα τους ξεδιψούσες.
Όταν έκανες της ζωής τη στροφή
τα κρυφά περιγιάλια τί ωραία υμνούσες
τ' αηδόνια στις Πλάτρες περίμεναν εκεί
κελαηδώντας γλυκά όταν τα συναντούσες.
Απ' τη στέρνα σου βρήκες πηγή
που φωτίζει το σκότος που ζούσες
είδες γάτες που μάχονταν κάθε πρωί
με τα φίδια κοντά σ' εκκλησιές που περνούσες.
Σαν τα πεύκα που παίρνουν μορφή
του ανέμου που πια δε φυσούσε
ενδοξέ μας Σμυρνιέ ποιητή
ειν' οι στίχοι σου όταν ο λαός σε πενθούσε.
Α' Burnt Norton
Ὁ χρόνος ὁ παρὼν καὶ ὁ περασμένος
ὑπάρχουν ἴσως μέσα στὸν μελλοντικὸ
κι ὁ μελλοντικὸς στὸ παρελθόν.
Ἂν ἕνας εἶναι ὁ χρόνος καὶ παντοῦ παρών,
δὲν μπορεῖς νὰ διαπραγματευτεῖς μ’ αὐτόν.
Δὲν μετρᾶ τὸ τί θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ,
θὰ μείνει πάντα ἕνα ἀνυπόστατο «ἄν»,
σὲ κόσμο ὑποθετικό.
Ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ κι ὅ,τι συνέβη,
καταλήγουν σ’ ἕνα σημεῖο, πού ’ναι αἰώνια παρόν.
Βήματα στὴ μνήμη ἀντηχοῦν
στὸ πέρασμα ποὺ δὲν θέλησαν νὰ μποῦν,
μὲ τὴ θύρα ποὺ δὲν ἀνοίξαμε ποτὲς
τοῦ κήπου μὲ τὶς τριανταφυλλιές. Ἔτσι τὰ λόγια μου
στὴ σκέψη σου ἠχοῦν.
Παρενοχλοῦν τὴ σκόνη στὴν κούπα
μὲ τὰ πέταλα τοῦ ρόδου – ἄγνωστο γιατί.
Κι ἄλλοι ἦχοι τὸν κῆπο κατοικοῦν·
θὰ πᾶμε ἐκεῖ ποὺ ὁδηγοῦν;
Βιαστεῖτε, εἶπε τὸ πουλί, βρεῖτε τους, βρεῖτε τους,
δὲν εἶναι μακριά. Μὲς ἀπὸ τὴν πρώτη θύρα
στὸν κόσμο μπαίνεις ποὺ ἔχεις πρωτοδεῖ,
ν’ ἀκολουθήσουμε τῆς τσίχλας
τὴν πλανερὴ φωνή; Νά μας τώρα ἐκεῖ.
Μπροστά μας στέκουν,
ἀόρατοι κι ἀδιαμφισβήτητοι,
κυματίζουν ἀργὰ κι ἐλεύθερα,
πάνω ἀπὸ φύλλα ξερά,
στὴ ζέστη τὴ φθινοπωρινή·
καὶ τὸ πουλὶ ἀπαντᾶ ξανὰ
σὲ μιὰ ἀνάκουστη μουσική,
ποὺ στοὺς θάμνους ἔχει κρυφτεῖ.
Ἡ ἀόρατη ἀκτίδα περνᾶ σὲ μιὰ στιγμὴ
καὶ τὰ ρόδα παίρνουν τὸ ὕφος
λουλουδιῶν ποὺ ἔχουν κοιταχτεῖ.
Νά τους ἐκεῖ, σὰν ξένοι καλωσορισμένοι,
γεμάτοι χαρὰ κι αὐτοί, ποὺ εἴμαστε μαζί.
Προχώρησαν ἐκεῖνοι, ἀπὸ κοντὰ κι ἐμεῖς,
μὲ σχέδιο καὶ τάξη, στ’ ἄδειο δρομάκι,
γύρω στὸν κύκλο μὲ τὶς πρασιὲς καὶ τὸ σιντριβάνι,
νὰ δοῦμε μέσα στὴν κοίτη τὴ στεγνή.
Οὔτε σταγόνα νερὸ δὲν εἶναι ’κεῖ,
μόνο τσιμέντο κι ἡ κάθε κόχη του λερή·
μὰ νά, γεμίζει μὲ τοῦ ἥλιου τὸ νερένιο φῶς
κι ἀργά-ἀργὰ ἀναδύεται ὁ λωτός·
ἡ ἐπιφάνεια λάμπει τοῦ νεροῦ
σὰν τὴν ἄλλη καρδιά, ἐκείνη τοῦ φωτός.
Κι ἐκείνων οἱ μορφὲς ἀντανακλοῦν
πίσω μας μὲς στὸ νερό.
Τότε ἕνα σύννεφο περνᾶ
καὶ τὸ σιντριβάνι πάλι γίνεται στεγνό.
Φύγετε, φύγετε, εἶπε τὸ πουλί·
τὰ φύλλα γέμισαν παιδιά,
ποὺ τρέχουν ξαναμμένα νὰ κρυφτοῦν,
μόλις ποὺ τὰ καταφέρνουν
τὰ γέλια τους νὰ συγκρατοῦν.
Φύγετε, φύγετε τώρα, εἶπε τὸ πουλί:
δὲν ἀντέχει πολλὰ τῶν ἀνθρώπων ἡ φυλή.
Ὁ περασμένος χρόνος κι ὁ μελλοντικός,
ὅ,τι συνέβη κι ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ,
συγκλίνουν σ’ ἕνα σκοπό, ποὺ εἶναι πάντα παρών.
137Εσείς, Λίνος Κόκοτος και 135 ακόμη
3 σχόλια
1 κοινοποίηση
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση