"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Τετάρτη 24 Απριλίου 2019
Τρίτη 23 Απριλίου 2019
Καθρέφτης Πάνος Μπούσαλης
Στίχοι:
Βέρα Βασιλείου- ΠέτσαΜουσική:
Λίνος ΚόκοτοςΜες στα μάτια σου φωλιάζει
μια γλυκιά μελαγχολία,
σαν καράβι π’ απαγκιάζει
ύστερα από τρικυμία
Σαν αητός που χαμηλώνει
μες σε μαύρη συννεφιά
και στο βλέμμα σου απλώνει
από θλίψη, ομορφιά.
Ποιο ναυάγιο της ψυχής σου
εκεί μέσα κρύβεται
και στις όχθες των ματιών μου
ώρες καθρεφτίζεται.
Άνοιξε τα βλέφαρά σου
να πληγώσω τον αητό,
που κρατάει την ομορφιά σου
μες σε γκρίζο ουρανό.
Θέλω να `μαι η αιτία
να πετάξει μακριά
η πικρή μελαγχολία,
η κρυφή σου μαχαιριά
μια γλυκιά μελαγχολία,
σαν καράβι π’ απαγκιάζει
ύστερα από τρικυμία
Σαν αητός που χαμηλώνει
μες σε μαύρη συννεφιά
και στο βλέμμα σου απλώνει
από θλίψη, ομορφιά.
Ποιο ναυάγιο της ψυχής σου
εκεί μέσα κρύβεται
και στις όχθες των ματιών μου
ώρες καθρεφτίζεται.
Άνοιξε τα βλέφαρά σου
να πληγώσω τον αητό,
που κρατάει την ομορφιά σου
μες σε γκρίζο ουρανό.
Θέλω να `μαι η αιτία
να πετάξει μακριά
η πικρή μελαγχολία,
η κρυφή σου μαχαιριά
Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης ❤️ Απαγγέλει ο ίδιος ο Ποιητής
Τάσος Λειβαδίτης (20 Απρίλη 1922-30 Οκτωβρίου 1988): Ερωτικό
Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου...
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. "Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά εκείνα τ' ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου 'βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες... Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάσει δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις...
......................
https://www.youtube.com/watch…
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου...
Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. "Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά εκείνα τ' ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου 'βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες... Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάσει δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις...
......................
https://www.youtube.com/watch…
Κυριακή 21 Απριλίου 2019
Τετάρτη 17 Απριλίου 2019
Τρίτη 16 Απριλίου 2019
Πέμπτη 4 Απριλίου 2019
Τα τρύπια χέρια ~ Νικηφόρος Βρεττακος
Τα τρύπια χέρια: Ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
«Εγώ δε έχω να σου δώσω τίποτα» είπες.
«Τίποτα, είναι τρύπια τα χέρια μου»
Ενώ
τον ουρανό που ήταν πάνω μου εσύ μου τον έφερνες.
Κ' η πολιτεία ήταν όμορφη εκείνο το βράδυ.
Κι όλα είχαν όψη τρυφερή και ήρεμη.
Κ' η βροχή σαν ένα διάφανο έπεφτε φως'
αραιή, απαλή, σα καλωσύνη σε λουλούδια.
Βαθιά στην καρδιά μου
σιγοψιχάλιζε ένα φως σαν στριμμένο μετάξι.
Μα περπατούσαμε σιγά στο δρόμο, γιατί εσύ,
κρατούσες κάτι σαν γρανίτη ή βαρύ φως.
Γιατ' είχες εσύ τα χέρια σου γιομάτα.
Τόσο, που μόλις εσήκωνες το βάρος.
Μόλις που μπορούσες να ορίζεις το βήμα σου.
Γιατ' είχες τα χέρια σου φορτωμένα με πέτρες
κομμένες απ' το λατομείο του ήλιου.
Άπ' αύριο
θ' αρχίζω να χτίζω.
Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019
Γιώργος Φλωράκης - Η Μπαλάντα Των Ατθίδων (Official Audio)
Η μπαλάντα των Ατθίδων - 2016 | |||
Στίχοι: Διονύσης ΚαψάληςΜουσική: Δημήτρης ΠαπαδημητρίουΔεν είναι ο τρόπος που χαμήλωναν τα μάτια, μια κόπωση στα βλέφαρα που είχαν ξεβάψει. Μια εκκρεμότητα φιλιού στα σκαλοπάτια έξω απ’ την πόρτα τους, τη νύχτα, με τη λάμψη πέρα της έναστρης γαλήνης πούχει πάψει από καιρό στων Αθηνών τις συνοικίες να ιστορεί τους έρωτες πούχουν συνάψει λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Μήτε οι μισάνοιχτες ποδιές των εσπερίδων, τ’ άγουρα ξημερώματα κι οι παραινέσεις· στις ανθισμένες νερατζιές, οδός Ατθίδων, η Αλίνα αναλαμβάνεται («πόσο μ’ αρέσεις») σε κάποιο αέρα γαλλικό («θα με καλέσεις πάλι στη χώρα του φιλιού σου, στις αιθρίες;») κι επαληθεύονται σαν τρυφερές αιρέσεις λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Κάτι αόριστα οικείο που επιστρέφει τελεί τη μνήμη των ωρών και τη μορφή τους. Τώρα που ο κόσμος αποσύρθηκε κι εκτρέφει λαούς συμβόλων με κραυγές και παρακλήτους μόλις που ακούγεται στο βάθος η φωνή τους με ροδοδάφνες, συντριβάνια, συναυλίες, γιατί τα δάση που αντηχούν πήραν μαζί τους λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. Ποιος θα δεχθεί τη λύπη τους, ποιος θα τη γράψει; Εσείς, Κυρία μου, σε τέτοιες Αρκαδίες, δε θα φοιτούσατε ποτέ· και θάχουν κλάψει λιγνά κορίτσια, λιγνά κορίτσια Λιγνά κορίτσια σε κρυφές γιορτές κι αργίες. |
Τρίτη 26 Μαρτίου 2019
Νίκος Πορτοκάλογλου ~ Η Δικιά μου Ελλάδα
Στίχοι: Νίκος Πορτοκάλογλου
Μουσική: Νίκος Πορτοκάλογλου
Πρώτη εκτέλεση: Φατμέ, από το δίσκο τους "Ταξίδι"
Δεν είναι το σχολείο
και το Πολυτεχνείο
δεν είναι το Εθνικό Ωδείο.
Δεν είναι το Μουσείο
ιστορικό μνημείο
δεν είναι γραφικό τοπίο.
Δεν είναι τα Αρχαία
Θρησκευτικά και Νέα
δεν είναι η ένδοξη σημαία.
Δεν είναι εκείνη η όψη
και του σπαθιού η κόψη
εγώ αλλιώς την έχω νοιώσει.
Το μέτρο και το πάθος
είναι η δικιά μου Ελλάδα.
Ούτε σωστό ούτε λάθος
μια δροσερή λιακάδα
είναι η δικιά μου Ελλάδα.
Αθήνα κι επαρχία
τυφλή εργολαβία
η εθνική ενδυμασία.
Χαμένες παραδόσεις
κι ατέλειωτες πιστώσεις
τον νεκρό πώς να τον σώσεις.
Το μέτρο και το πάθος
είναι η δικιά μου Ελλάδα.
Ούτε σωστό ούτε λάθος
μια δροσερή λιακάδα
είναι η δικιά μου Ελλάδα.
Ηλεκτρικά κλαρίνα
ουίσκι και ρετσίνα
απ΄ όλα έχει η βιτρίνα.
Γιατί να με πειράζει
που ρούχα όλο αλλάζει
η ψυχούλα της με νοιάζει...
Το μέτρο και το πάθος
είναι η δικιά μου Ελλάδα.
Ούτε σωστό ούτε λάθος
μια δροσερή λιακάδα
είναι η δικιά μου Ελλάδα.
Αλμύρα απο νοτιά-Λιζέτα Καλημέρη
Μουσική: Λίνος Κόκοτος
Στίχοι: Βέρα Βασιλείου-Πέτσα
Λυπημένη πικροδάφνη
απ' τα χέρια του Νοτιά
έκρυψε στη φυλλωσιά της
της βροχής τα μυστικά.
Σαν τα 'ξόρκισε με μάγια
να της πούνε την αλήθεια
τα 'στειλε με τον αγέρα
στων ματιών μου την αγρύπνια.
Και κρατώ μέσα στις χούφτες
νοτισμένες συλλαβές
μία μία να μου λένε
στην αγάπη έχασες.
Δευτέρα 25 Μαρτίου 2019
Ποίηση Johanna Kinkel- Άσμα για το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη
ΘΡΗΝΟΣ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΑΡΚΟΝ ΒΟΤΣΑΡΗΝ.
Έλληνες κλαύσωμεν άνδρα γενναίον,
Τον Μάρκον Βότσαρην 'Ηρωα νέον,
Ούτος απέθανεν υπέρ ημών.
Έλληνες κλαύσωμεν άνδρα γενναίον,
Τον Μάρκον Βότσαρην 'Ηρωα νέον,
Ούτος απέθανεν υπέρ ημών.
Τούτον
τον "Ηρωα ας μιμηθώμεν,
'Αν την ελευθερίαν όντως ποθώμεν.
Και θέλει θραύσωμεν εχθρούς ημών.
'Αν την ελευθερίαν όντως ποθώμεν.
Και θέλει θραύσωμεν εχθρούς ημών.
'Υπαγ'
αθάνατε 'ς τας ουρανίους
Σκηνάς του Πλάστου μας τας αιωνίους,
Και δέου πάντοτε δι' ημάς.
Σκηνάς του Πλάστου μας τας αιωνίους,
Και δέου πάντοτε δι' ημάς.
Τούρκοι
σκληρότατοι κι' άν εφονεύθη
Ο Μάρκο-Βότσαρης, δεν 'λιγοστεύθη
Η εναντίον σας Ελλήνων ορμή.
Ο Μάρκο-Βότσαρης, δεν 'λιγοστεύθη
Η εναντίον σας Ελλήνων ορμή.
"Ηρωα
Βότσαρη, Ηπείρου θαύμα!
Σ όλους τους 'Ελληνας άφησες τραύμα,
Σώμά σου χάσαμεν ουκ αρετάς.
Σ όλους τους 'Ελληνας άφησες τραύμα,
Σώμά σου χάσαμεν ουκ αρετάς.
"Υπαγ'
αθάνατε 'ς τας ουρανίους
Σκηνάς του Πλάστου μας τας αιωνίους,
Και δέου πάντοτε δι' ημάς.
Σκηνάς του Πλάστου μας τας αιωνίους,
Και δέου πάντοτε δι' ημάς.
Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)