"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015
Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι να πω
στον Προμηθέα-
-τον Δεσμώτη
και τον Πυρφόρο-
που τα βάσανά του για τον άνθρωπο
καπηλεύονται
τώρα οι ερεβομανείς
και την
ποίηση παραποιούν για πάρτη τους
και τη
δημιουργικότητα σε καταστροφικότητα τρέπουν
και σε κεραυνό
του Δία;
Άπολεις και
ανίεροι,
στο ζώδιο
του Εγώ-καιρου αγρυπνούντες,
κλέβουν από
παντού ό,τι μπορούν
με Τέχνη κι
Επιστήμη,
τον Αμαζόνιο
ρημάζοντας της ζωής
και το
ξωτικό μας κετζάλ αφανίζοντας--
μάγοι θεοί της
εκ του μηδενός δημιουργίας
που τους ναούς επινόησαν
των χρηματιστηρίων
Αξιών!
ΗΕΛΤΙΟΣ -ΣΟΛΩΝ
Μόνος,
δίχως θεούς να επινοώ και πλάσματα να προσκυνώ της φαντασίας,
την άτρεμη αλήθεια
ομολογώ που φτάνει στην καρδιά μου,
όπως όταν ξεμυτίζει τη
νύχτα κίτρινο νύχι το φεγγάρι
και βλέπεις πάνω στο
πέλαγος να τρεμοπαίζουν
της ψηλής λεύκας τ’ ασημίζοντα φύλλα.
Ω άθετη αιτία -αείζωον σπέρμα-
και της γένεσης ιεροί
κύκλοι
και της ποίησης οδυνηροί
δρόμοι,
και του Γολγοθά
ανυπέρβλητε Λόγε,
ένας ο χτύπος σας στην
καρδιά μου
κι ένας ο λυγμός μου
εδώ στο σκοτεινό πόντο όπου πορεύομαι
δίχως πόρο να βρίσκω ανάμεσα
στο ένα και τα πολλά.
Ω θνητή ύπαρξη
-από ανέσπερο φως
σημαδεμένη
που γέρνεις πληγωμένη
στ’ ασφοδίλια-
στους χάρτες δε χωράς και στων πυραμίδων τους
ίσκιους.
Ξυπόλητος άνεμος το
πόδι σου στην αλυσίδα
κι οι τόποι σου βαθιά γκρεμνά κι απάτητες βουνών σπηλιές
κοντά στα λάφια και
τ’ αγρίμια.
Τό’ ξερε ο Θησέας
και τον ιερό δρόμο
απάλλαξε από τον Πολυπήμονα,
κι ο Σόλωνας, αντί για βασιλιά-φιλόσοφο,
το Δήμο θέσπισε των
πολιτών γνώμες κι αλήθειες να συζητάνε
και το κοινό αγαθό για
την πόλη οι ίδιοι αυτοί ν’ αποφασίζουν--
με κίνδυνο πάντα να
λαθέψουν και τ’ άδικο να πράξουν!
Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015
Ηέλτιος- ΠΟΛΕΜΟ ΖΟΥΜΕ
Πόλεμος πάντων μεν πατήρ έστι.
Ηράκλειτος
(απ.53)
Του λόγου δ' εόντος ξυνού, ζώουσιν οι πολλοί
ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν.
Ηράκλειτος (απ.2)
'Οτι πολεµάτε για
ν' αδράξετε
µ' ενός άδειου
λόγου ορµή,
το ζητάνε αυτοί µε
τ' άρµατα στα χέρια,
Κ. Παλαμάς (Δωδεκάλογος του Γύφτου, ΣΤ)
α’
Πόλεμο ζούμε, ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
Πώς να σε βρω, αδελφέ,
και πώς να μέ’βρεις;
Πόλεμο ζούμε, ως τό’πε ο Ηράκλειτος,
και μες στο εμπόλεμο πορεύονται
όλα
τόπο κοινό μη βρίσκοντας για να ομονοήσουν.
Κοινός ο Λόγος (οδός
άνω κάτω μια και αυτή),
αλλά εμείς ο ένας απέναντι στον άλλο
πολεμάμε,
άλλοι μπροστά στα τείχη
αμυνόμενοι της Τροίας κοντά στον
Πρίαμο και τον Έκτορα,
και άλλοι προς τα τείχη επελαύνοντες
κοντά στους
Ατρείδες και τον Αχιλλέα --
άγρια θηρία σαν από είδη χωριστά που μπήκαν
στην αρένα.
Ροδίζει στο πέλαγο η αυγή
και ο εωθινός ψαλμός
ξεσπάει στ’ αρμυρίκια,
ενώ στον κάμπο που απλώνεται μέχρι
τα τείχη πέρα,
χέρια σπαρμένα και άταφοι νεκροί
κι η άμαξα που απομακρύνεται με
τον ικέτη γέρο
με τ’ άψυχο σώμα του Έκτορα στα στήθη του γερμένο.
Τρίτη 16 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΜΟΝΟΣ
Τι τα θές
μόνος και νεύμα αγάπης πουθενά--
θες να το παρεμπόδισε ο τείχος
θες να το παραποίησε το κρύσταλλο
θες να μην το θέλησε ποτέ της
ή να μην ήτανε εκεί;
Είναι βλέπεις κι οι ιδιοτροπίες μου
όλο γυμνός να προχωρώ
και να φαίνονται οι πληγές μου
και σώμα να φορώ από άγριο ζώο
που δε λέει να εξημερωθεί.
Κι έπειτα, μπορεί και να μην είμαι
γιατί μόνο έτσι εξηγώ
τ’ ότι μπορώ τα βράδια να τη συναντώ
στο ακρογιάλι.
16-6-2015.
Σάββατο 13 Ιουνίου 2015
Γιάννης Ρίτσος-Παραδοχή
Νικημένος απ’ το γαλάζιο
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-
με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα της σιωπής
πεθαμένος από ζωή
πεθαμένος από νιότη
βουλιαγμένος κάτου απ’ τη φωτιά του
με το φύκι σαλεύοντας στη μασκάλη του-
Το κύμα της μέρας δεν εύρισκε αντίσταση
μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.
μήτε σ’ ένα χαλίκι της σκέψης του.
Είταν έτοιμος πια για τον έρωτα
και για το θάνατο.
και για το θάνατο.
Από τη σειρά Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου (1938-1941
Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015
PITSIRIKI1-Σαν ένα κουβάρι μαλλί για πλέξιμο.
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 08, 2014 PITSIRIKI1
Αντιμέτωπος πάλι με ένα άσπρο χαρτί, με μόνο όπλο ένα στυλό και κάποιες ανέμελες και ακατάσχετες σκέψεις. ‘Μαθαίνω ξανά να περπατάω’ σκέφτομαι και ακουμπάω το στυλό επάνω στο χαρτί. Στην αρχή ζωγραφίζω σχήματα. Άλλοτε κύκλους (‘ζωή είναι αυτή καρδιά μου’), άλλοτε παραλληλόγραμμα (‘μέσα σε τέσσερις τοίχους ζούμε’), άλλοτε γραμμές τεθλασμένες (‘σαν γράφημα της ζωής μας, μία πάνω μία κάτω, σε δουλειά να βρισκόμαστε’), ευθείες (‘δύσκολα να τις κρατήσεις’), καμπύλες (‘έτσι έχουμε μάθει να καμπυλώνουμε τις σκέψεις μας’). Κάπου-κάπου αφήνω μόνο τελείες (‘στίγματα επάνω στα κορμιά μας τα πάθη’). Τα σχήματα αυτά δεν απεικονίζουν κάτι το συγκεκριμένο. Μόνο τον δαίδαλο που το μυαλό μου ορίζει. Σαν ένα κουβάρι μαλλί για πλέξιμο. Πριν το πάρει στα χέρια της η γριά-μοίρα και το ξεμπλέξει. Και το ορίσει. Και το γυρίσει στον τροχό της ζωής. Πιάνω να γράψω κάποιες λέξεις. Περνάνε πολλές από το μυαλό μου. Δεν γράφω καμία. Δεν θέλω να αδικήσω καμία. Δεν βρίσκω εκείνη που θα την ορίσω αρχηγό. ‘Αρχηγός των λέξεων’. Καλός τίτλος για μία λέξη. Καλός τίτλος για λέξεις που ζητάνε αυτοεπιβεβαίωση. Τέτοιες πολλές όσοι και οι άνθρωποι που τις λένε, τις εκφέρουν. Βρήκα μία. Την λένε ‘ζωή’. ‘Καλή φαίνεται’ σκέφτομαι και αρχίζω να πλέκω γύρω της μια ιστορία. Μικρή ζωή, καλή ζωή, αφόρητη ζωή, όμορφη ζωή, “ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμμένη”. Τόσοι πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί για ένα τόσο μικρό ουσιαστικό. Τόσοι πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί για ένα τόσο ιδιαίτερο δώρο. Αγωνιώ στην σκέψη που θα καταλήξει η ιστορία μου. Προσπαθώ να την φτιάξω έτσι ώστε να έχει καλό τέλος. Όμορφο. Να συνάδει με τα όνειρα που κάνει ο καθένας μας για την ζωή του. Θαλπωρή, ηρεμία, γαλήνη. Χωρίς άσκοπες ανατροπές και ηθελημένα τέλματα. Ορίζω την αρχή. Χρόνια παιδικά, χρόνια εφηβικά. Συνειδητοποίηση. Κάπου στην μέση φτάνω στο τώρα. Το παρατηρώ από άλλη οπτική γωνία. Την γωνία αυτού που αποτυπώνει και όχι την γωνία αυτού που βιώνει. Σίγουρα εκ του ασφαλούς. Λες και η ασφάλεια είναι για αυτούς που θέλουν να βιώσουν στο μεδούλι τους την ζωή. Με αφήνω να γράψω απερίσπαστος από τις βολεμένες σκέψεις μου. Μου βγαίνει ένας θυμός, μία άρνηση, μία πίκρα. Μου βγαίνει όμως και μια καλοσύνη, ένα χαμόγελο, μια γλυκύτητα. Σκέφτομαι εσένα προφανώς, δεν χρειάζεται να ψάξεις το γιατί. Κοιτάω μπροστά. Προσπαθώ να προβλέψω τα μελλούμενα. Ποτέ δεν ήμουν καλός σε αυτό. Δεν έχω το κληρονομικό χάρισμα, που θα έλεγες χαριτολογώντας. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να βασίσω τις προβλέψεις μου στα δεδομένα του τώρα. Έχοντας γνώση του τώρα, μπορώ να έχω γνώμη για το αύριο. Δικές σου κουβέντες είναι. Το ξέρεις. Έτσι πράττω. Και βλέπω το τέλος που ήθελα να έχω στην ιστορία μου. Αποτυπώνω την θαλπωρή, την ηρεμία, την γαλήνη. Αποτυπώνω εμάς. Χωρίς πολλά λόγια…
εγραψε το πιτσιρικι
http://pitsirikidotnet.gr/2014/11/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%B2%CE%AC%CF%81%CE%B9-%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%80%CE%BB%CE%AD%CE%BE%CE%B9%CE%BC%CE%BF/
Αυτοέκδοση για συγγραφείς από Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές
Αυτοέκδοση για συγγραφείς από Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές
Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΠΟΙΟΣ ΒΛΕΠΕΙ;
Τι να πεις; Ποιος βλέπει;
Συνεχές το φάσμα των χρωμάτων
μα ασυνεχής ο νους:
πότε ο βράχος που σε κοιτάζει
και πότε εσύ που τον κοιτάς,
κι ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
και το παθιασμένο κόκκινο φιλί σου που ταξιδεύει
στο γράμμα μέσα αεροπορικώς.
11-6-2015
Συνεχές το φάσμα των χρωμάτων
μα ασυνεχής ο νους:
πότε ο βράχος που σε κοιτάζει
και πότε εσύ που τον κοιτάς,
κι ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
και το παθιασμένο κόκκινο φιλί σου που ταξιδεύει
στο γράμμα μέσα αεροπορικώς.
11-6-2015
Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015
Άγγελος Σικελιανός «Το τραγούδι της Καλυψώς» : Σημειώσεις Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Μάντη
Το ευρύχωρο άντρο, γιόμιζεν από τα κυπαρίσσια
Μιαν ήρεμη ευωδιά –
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
Πνοήν, η θεία βραδυά.
Μιαν ήρεμη ευωδιά –
Κι από των ξέρρηχων φυκιών την ακροπελαγίσια
Πνοήν, η θεία βραδυά.
Έτσι, ως μπροστά της έπλεχε, μιά κι’ άλληνε πλεξούδα,
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα
Και βόγγαε το νησί.
Γιομάτη και χρυσή,
Αργά, το ηλιοβασίλεμμα, η Νύφη, ορτή, τραγούδα
Και βόγγαε το νησί.
Και καθώς πλέρια στα πυκνά του δάσου, αχτίδα νάμπει,
Στο γέρσιμο του Ηλιού,
Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
Στο διάνεμα πουλιού –
Στο γέρσιμο του Ηλιού,
Μέσα της ξάφνου απόκρυφος χορός φτεράει και λάμπει
Στο διάνεμα πουλιού –
Κι’ απ’ την ισκιά ζερβόδεξα, στων μούσκλων τα βελούδα,
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός
Αν την ακουμπά ο κρουνός,
Άγνωρη ανάβρα ολόγυρα σαλεύει η πεταλούδα
Και κόσμος εαρινός
Μ’ ανεβρυτό περνάει φτερό κι ανεβοκατεβαίνει
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή –
Στη φλόγινη αστραπή
Χρυσός, πρασινογάλανος, φωτιά, σε μαγεμένη
Διαβατική σιωπή –
Κι όπως, αν γύρει στ’ ανοιχτά, σε πέλαγο ή σε κάμπο,
Τα πάντα διαπερνά,
Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο
Σαλεύουν φωτεινά,
Τα πάντα διαπερνά,
Τα ξερά ‘γκάθια διάφωτα με κρουσταλλένιο λάμπο
Σαλεύουν φωτεινά,
Τ’ άσπρα τα πέλαα των σταχυών και τα βουνά, τελειώνει
Με διαμαντένια ακμή –
Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
Γλιστράει κάθε στιγμή,
Με διαμαντένια ακμή –
Κ’ αχτίδα σα βροχόσταλα στου πεύκου το βελόνι
Γλιστράει κάθε στιγμή,
Τ’ άγριο το κύμα, ως τάλογο, που ωρτώθη στα καπούλια
Κρεμάει – κι’ από ψηλά,
Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,
Φλογάτος να κυλά,
Κρεμάει – κι’ από ψηλά,
Σα βρύση αφίνει τον αφρόν, από άμετρα κανούλια,
Φλογάτος να κυλά,
Έτσι, απ’ την άκρατη λαμπρή φωνήν, ό,τι διαβαίνει,
Διαβαίνει δίχως σκιά
Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
Που τραγουδά η Θεά –
Διαβαίνει δίχως σκιά
Και στης αθάνατης χαράς τον ήλιον ανεβαίνει
Που τραγουδά η Θεά –
Και μ’ άγνωρο βαθύ παλμό τριγύρα σταματάνε
Στη βαθουλή σπηλιά,
Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε
Και τα τρανά πουλιά,
Στη βαθουλή σπηλιά,
Τ’ αλάφια Διοκαταίβατα, να ποτιστούνε ως πάνε
Και τα τρανά πουλιά,
«Λαμπρέ θνητέ σε χαιρετώ∙ – Σου θέρισε, σα στάχυα
Τα κύματα μακριά
Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
Η θλιβερή σου σκιά.
Τα κύματα μακριά
Η ευκή μου∙ και τραβήχτηκε, πάνω απ’ τα μαύρα βράχια
Η θλιβερή σου σκιά.
Με το καλόν οπ’ ώφυγες και πια δε σου προσμένω
Τα μέλη τα γερά,
Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο
Μέσα στα κρύα νερά –
Τα μέλη τα γερά,
Οπ’ ώσβυνα τον πόθο σου, σα σίδερο αναμμένο
Μέσα στα κρύα νερά –
Μαζί σου, αν γεύτηκα, θνητέ, της γης αδρό σα μέλι
Στη βαθουλή σπηλιά,
Των Ολυμπίων τον έρωτα κιάν ένιωσες στα μέλη
Σε αργόπορη αγκαλιά,
Στη βαθουλή σπηλιά,
Των Ολυμπίων τον έρωτα κιάν ένιωσες στα μέλη
Σε αργόπορη αγκαλιά,
Δε χάρηκες μ’ ελεύτερη καρδιά, με αστρίτη μάτι,
Τη θεϊκή μου ορμή
Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,
Για μιας θνητής κορμί;
...
Τη θεϊκή μου ορμή
Που ως κύμα εγλίστρα απάνω σου – κι’ η νοσταλγία σ’ επάτει,
Για μιας θνητής κορμί;
...
διάνεμα = νεύμα
μούσκλα = βρύα
κρουνός = βρύση
ανάβρα = πηγή νερού που αναβλύζει
http://latistor.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html
μούσκλα = βρύα
κρουνός = βρύση
ανάβρα = πηγή νερού που αναβλύζει
http://latistor.blogspot.gr/2012/09/blog-post_28.html
Τρίτη 9 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ- ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ
Στο παραθύρι στέκοσουν
κι είδα τα ηλιοτρόπια με στραμμένο
το μίσχο τους
να κοιτάζουν το πρόσωπό σου!
8-6-2015
κι είδα τα ηλιοτρόπια με στραμμένο
το μίσχο τους
να κοιτάζουν το πρόσωπό σου!
8-6-2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΤΑΙΡΟΙ
Τους δώσαμε της Αμάλθειας το γάλα
μεγάλωσαν
δυνάμωσαν
υψώσαμε το δαυλό ψηλά
το μονοπάτι να περάσουν.
Βάλαμε για αιώνες το σώμα μας
ασπίδα και δώσαμε το αίμα μας
για να τους υπερασπιστούμε.
Και γύρισαν με τη φωτιά και το σίδερο,
το δόλο και την απάτη,
την ώρα που σκάβαμε τα χωράφια μας
και αγρυπνούσαμε στον Άθω το αγέννητο
και το αποίητο να φυλάμε.
Κι αφήσαμε πίσω μας ξαρμάτωτα
τα παλικάρια,
με δανεικό σπαθί
την ελευθερία να υπερασπιστούνε
Και γράψαμε τον εθνικό μας ύμνο!
μεγάλωσαν
δυνάμωσαν
υψώσαμε το δαυλό ψηλά
το μονοπάτι να περάσουν.
Βάλαμε για αιώνες το σώμα μας
ασπίδα και δώσαμε το αίμα μας
για να τους υπερασπιστούμε.
Και γύρισαν με τη φωτιά και το σίδερο,
το δόλο και την απάτη,
την ώρα που σκάβαμε τα χωράφια μας
και αγρυπνούσαμε στον Άθω το αγέννητο
και το αποίητο να φυλάμε.
Κι αφήσαμε πίσω μας ξαρμάτωτα
τα παλικάρια,
με δανεικό σπαθί
την ελευθερία να υπερασπιστούνε
Και γράψαμε τον εθνικό μας ύμνο!
Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΤΕΛΙΚΑ
Δε θα με συλλάβετε τελικά
ό,τι κι αν κάνετε
και μόνο στην αγκαλιά σου
θα παραδοθώ!
8-6-2015
ό,τι κι αν κάνετε
και μόνο στην αγκαλιά σου
θα παραδοθώ!
8-6-2015
ΗΕΛΤΙΟΣ-ΕΛΛΑΔΑ
Κάτω από βάθη ανεξερεύνητα κι ανέγγιχτα πέρασα
που κανείς σας δεν ξέρει κι ούτε φαντάστηκε.
Γράφετε για μένα ανάλογα με τα μοτίβα του καιρού
και τις περιστάσεις, κι ας μη με ξέρετε.
Δεν είναι αυτό ποίηση, ομολογία είναι.
Δεν θα σας παραδοθώ ποτέ.
Εξακολουθώ τον απρόσιτο μυστικό μου δρόμο!
8-6-2015
που κανείς σας δεν ξέρει κι ούτε φαντάστηκε.
Γράφετε για μένα ανάλογα με τα μοτίβα του καιρού
και τις περιστάσεις, κι ας μη με ξέρετε.
Δεν είναι αυτό ποίηση, ομολογία είναι.
Δεν θα σας παραδοθώ ποτέ.
Εξακολουθώ τον απρόσιτο μυστικό μου δρόμο!
8-6-2015
Κυριακή 7 Ιουνίου 2015
Ανέκδοτο χειρόγραφο του Ελύτη μετά την απονομή του Νόμπελ
"...Κι αν μου το συγχωρείτε να σας δώσω μια γνώμη - ακούστε την: όσο καλά κι αν ζείτε σ’ αυτή τη φιλόξενη, την ευγενική χώρα, όσο κι αν νιώθετε καλά και στεριώνετε, και κάνετε οικογένεια - μην ξεχνάτε την πατρίδα μας, και προ παντός, τη γλώσσα μας. Πρέπει να ‘σαστε περήφανοι, να ‘μαστε όλοι περήφανοι, εμείς και τα παιδιά μας για τη γλώσσα μας. Είμαστε οι μόνοι...
MYTHIKI-ANAZITISI.BLOGSPOT.COM|ΑΠΟ ΕΛ ΛΗΝ ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)