Share

Παρασκευή 13 Φεβρουαρίου 2015

Κωνσταντίνος Καβάφης «Στα 200 π.Χ.»

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε

πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.


Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·

και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,

την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,

οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Read more: http://latistor.blogspot.com/2010/11/200.html#ixzz3RcsRJGaK

Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ

(Σχεδίασμα β)

Ι


Έφυγαν,
έχοντας φτάσει στην άκρη της απελπισιάς
δίχως ελπίδα να βρουν το δίκιο  τους
και  δύναμη  ν’ αντέξουν
τη ντροπή στην αποικία.

Πολίτες-οπλίτες αυτοί,
από καταγωγή,
δεν άντεξαν  τον  ευτελισμό
και  την πατρίδα τους υποταγμένη  
στους ανθύπατους και τους επιτρόπους.

«Δεν είναι αυτή η Ελλάδα μας», ψιθύρισαν,
«Δεν είναι αυτή η πολιτεία μας»
«Εδώ κατοικούν  άνθρωποι άλλης φυλής».

Μεσάνυχτα  στα  βουνά  έγραψαν τη διαθήκη τους 
περπατώντας μοναχοί πάνω στο χιόνι-
μάταια περιμένοντας  το σύνθημα των συντρόφων .

Σπιθοβολούσε απάνω τους το στερέωμα
και στ’ άστρο που λαμπύριζε μιλούσαν:
«Νοιώσε με˙
δεν μπορώ να κοιτάξω άνθρωπο στα μάτια,
δεν αντέχω άλλο τη ντροπή».

Ώρες μοναχοί 
αποκομμένοι από κάθε ελπίδα
αποξενώθηκαν ώσπου πήραν στο χέρι τους 
την τελευταία τους δυνατότητα.

Το λευκό τους πουκάμισο το φούσκωνε ο αέρας
καθώς  έπεφταν στο κενό
και σμάρι περιστέρια  κατέβαιναν  μαζί τους
κλείνοντας οριστικά την αντιπαράθεσή τους
με το πεδίο βαρύτητας.

ΙΙ

Με τον ιδρώτα του προσώπου τους  έβγαζαν το ψωμί τους
κι αγάπη  για τους γύρω τους έτρεφαν
και συνεπείς στις υποχρεώσεις τους ήσαν, 
πριν οδηγηθούν στην πτώχευση και την ανεργία.
Ωστόσο ερήμην δικάστηκαν
και ο παπάς αρνήθηκε να τους διαβάσει,
ορίζοντας να ταφούν δίχως τελετουργικό κανένα.

Σιώπησαν οι  άρχοντες κι οι ηγεσίες
σιώπησαν κι οι λόγιοι
και πίσω από τους ιατροδικαστές  κρυφτήκαν,
λόγο αποφεύγοντας να κάνουν
για του  νέου Ζαλόγγου το  χορό.

Τους αποχαιρέτησε ο νυχτοφύλακας με λόγια 
που έκαναν  τα μάτια να  βουρκώσουν
και τύψεις πολλοί να αισθανθούν
για όσα με τη συνέργειά  τους συντελέστηκαν--
ανήμποροι να φανταστούν πως
για ένα φιλότιμο και μια υπόληψη
τόσα αδέλφια τους θα σπρώχνονταν
στη λευτεριά του Χάρου!


ΙΙΙ.

Ώρα  έντεκα  κάθε μέρα,
πέφτουν νιφάδες χιονιού
και το αίμα κυλάει νωπό στο πρόσωπό τους.

Περνούν τα τρένα  σφυρίζοντας
και στο σταθμό ένα σημείωμα ανεπίδωτο
που το μετατοπίζει ο αέρας  και χάνεται
στο βάθος της σήραγγας--
χωρίς να το ζητήσει κανείς.

Ποιος ήρθε ; 
ποιος έφυγε;
ποιος είναι;

Κενό.

Σωριάστηκε η δέση πούφερνε το νερό,
οι στέρνες αδειανές, τ’ αυλάκια στεγνωμένα
και το μεγάλο ρέμα  απέραντος  ξεριάς,
χωρίς νερό μια στάλα.
Μόνο τη νύχτα, όταν σταματούν οι μυλόπετρες,
ακούς   τον  ήχο του καθώς διαβαίνει  στο ρέμα χαμηλά κάτω απ’ τις πέτρες, 
που απίθωσε στο διάβα της η θεομηνία.

Ω να έσωνα αδελφέ αυτό τον ήχο
πριν τα ίχνη σου χάσω οριστικά.
Ω να έσωνα την ψυχή μου να σε συντροφεύει  
σαν όαση αγάπης ουρανόσταλτης 
γύρω απ΄την κατοικία σου στην έρημο!.


ΙV.


Δεν θά’ρθει απόψε!
Δεν θ’ ακούσεις ξανά  τακ-τακ, τακ-τακ, τακ-τακ
στον τοίχο του κελιού σου.

Ο εξακισχιλιοστός  διακοσιοστός  εβδομηκοστός τρίτος  Έλληνας,  δολοφονήθηκε χθες  στην άκρη της κεντρικής πλατείας,
στη ρίζα του πλατάνου,
πριν ο λαός απαλλαχτεί απ’ τη μεγάλη λέρα.

Βρέθηκε ακέραιος, με το κεφάλι  γερμένο αριστερά,
ένα σημείωμα στο  χέρι
και λίγες  λέξεις κολλημένες   στο στόμα
απ’ τον Ηράκλειτο, τον Παρμενίδη ή το Δημόκριτο-
δύσκολο να το διακρίνεις.
Όπλο δε  βρέθηκε˙
δράστες  και  ηθικοί αυτουργοί διαφεύγουν,
ενώ βάσιμες πληροφορίες λένε
πως κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι.

Στην καρδιά που τον βρήκε η σφαίρα
άνοιξε μια τρύπα ουρανός
και ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο καρφώθηκε
στου κόσμου την «καλλίστην αρμονίην».

 Δεν θά’ρθει απόψε! 
Δεν θά’ρθει!
Άσε το παράθυρο ανοιχτό!

Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ

http://users.sch.gr/aiasgr/Theotokos_Maria/Ymnoi/O_Akathistos_Ymnos.htm

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ -ΙΣΤΟΡΙΑ

Έφεγγε  στη Μάντρα 
κι  ο κάδος της λάβας  έγερνε να χυθεί 
στις μήτρες του χυτηρίου,
απ΄ όπου είδα αίφνης πουλιά να ξεπετάγονται 
και να υψώνονται, 
ανοίγοντας φτερό για τη Σαλαμίνα πέρα..

Ένα κοπάδι χελιδόνια πέρασε μέσ’ την ομίχλη.

Πρωί στην πόρτα σου μπροστά 
γιόμιζαν  το τσουκάλι σου άσπρο γάλα,
κι ο ποιητής ο μάρτυρας που πρόλαβε και σ’ είδε
λίγο πριν τον ομφάλιο λώρο σου κόψουν
και στο columbarium σε κλείσουν.

ΗΕΚΤΙΟΣ- ΑΝΟΙΧΤΗ Η ΚΑΡΔΙΑ

Ανοιχτή  η καρδιά  μου σιμά  σου,
σα ρόδι που άνοιξε
κι οι σπόροι του σκορπίσαν στην αγκαλιά σου.


Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΑΠΟΥΣΙΑ

ΑΠΟΥΣΙΑ


Έφυγες
μαζί με τα ποντοπόρα πλοία
που γλιστρούν πάνω στο  ασήμι του πελάγου
και δεν πιάνουν  άγονη γραμμή.

Σε Καστελόριζο, Λειψούς,  Χάλκη, Ηρακλειά και  Σίκινο
τώρα μετρώ την ερημιά μου:
την απουσία σου  που με κυριεύει,
εδώ πλάι στο μικρό ξωκλήσι
όπου άναψα κερί να σε κατευοδώσω.

Τόσοι  αιώνες δημιουργίας,
κι ένα εκατόφυλλο ρόδο δεν μπόρεσαν
οι δημιουργοί αμάραντο να κρατήσουν!

Στον άνεμο που βυσσοδομεί  και χτυπάει το πρόσωπό μου
γυρεύω τώρα τ'  άγγιγμά σου,
στο κύμα που σκάει αγριεμένο πάνω στους βράχους κι υψώνεται, 
αγκαλιάζοντας μεσ' τους αφρούς
των βράχων τ’ αγάλματα.

Κάπου εδώ
ανάμεσα στο βράχο και στο πέταγμα του  γλάρου,
ίσκιος αόρατος περνάει η μορφή σου.

Σαν πέφτει το βράδυ
στη μικρή ταβέρνα σε βρίσκω  ν’ αναδύεσαι γυμνή
μέσα σ’ ένα ποτήρι  κόκκινο κρασί σταλμένο από θείο χέρι--
νέκταρ βγαλμένο από αμπελώνα ηφαιστείων
(που μετέδωσαν τη ζωή  πριν να παγώσουν),
δώρο αγάπης που μου δόθηκε για να μπορώ
εγγύς να κρατώ ουρανό και ουρανίσκο
και να γνωρίζω κάθε φορά πού βρίσκομαι
και προς τα πού είναι ο δρόμος.

Χάθηκες,
και δε σε βρίσκουν πια τα λόγια μου
κι η μαχαιριά δε σε πονά
που έχω στην καρδιά μου.                    

Στο μικρό ακρογιάλι, όπου  κάποτε ανοίγαν οι ουρανοί
και τα μάτια σου μίλαγαν το θαύμα,
τώρα κοιτάζω τ’ άστρα και μετρώ τις  ήττες μου,
καθώς  τέφρα ηφαιστειακή πέφτει και σκεπάζει τα χαλίκια
ο ονειρεμένος κόσμος μας.

Ω έρωτα!
Ευλογημένες οι στιγμές που ζήσαμε
ευλογημένη  κι η πληγή που άνοιξες στα στήθια μου,
έτσι για να μπορώ να βλέπω
(μαζί με το φεγγάρι που ανεβαίνει απόψε
και σκαρφαλώνει στο παραθύρι μου),
ότι τειχισμένος  είμαι από παντού
-στο κελί  μου εδώ κλεισμένος-,
με μόνη έγνοια μου το δρόμο 
που οδηγεί σ’ Εσένα!

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ--ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)

http://cantfus.blogspot.gr/2014/09/1941.html

Στέλλα Βακά~

Να... όλα τα φωνήεντα
τα αφήνω στην πόρτα σου
είναι οι ανάσες μου
κι όλα τα σύμφωνα
τα κρατάω
για να αντέχω την απουσία.
20-1-2015

ΚΤΕΝΆ ΓΚΟΛΦΩ-ΟΡΦΙΚΑ.

http://nemertes.lis.upatras.gr/jspui/bitstream/10889/4849/1/Nimertis_Ktena%28lit%29.pdf

Δημήτρης Μαρωνίτης: Ποιητική στον Ησίοδο - γνώμες - Το Βήμα Online

Ποιητική στον Ησίοδο - γνώμες - Το Βήμα Online

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

ΗΕΛΤΙΟΣ- ΠΑΡΕ ΜΕ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΣΟΥ


Είμαι  σε  δάσος  σκοτεινό 
κάτω από γκρίζο ουρανό,
κι Εσύ αστέρι  φωτεινό
μες τ’ όνειρο που σκάει.

Είμαι στην έρημο δεντρί
άνυδρης γης  απαντοχή,
κι Εσύ η ξαφνική   βροχή
που δυνατά  ξεσπάει.

Δεν αντέχω μακριά σου,
πάρε με στην αγκαλιά σου
σώμα  πάθος σου  να γίνω
κι’ από έρωτα να σβήνω.

Άκου του ανέμου τη βοή
βρες την αλήθεια την κρυφή
και πάρε  πίσω τη ζωή
που κλέψαν και πονούμε.

Έλα και πάρε με αγκαλιά
κάνε βαρκούλα τα φιλιά
και πάμε πέρα στ’ ανοιχτά
τον κόσμο για να βρούμε.

Δεν αντέχω μακριά σου,
πάρε με στην αγκαλιά σου
σώμα  πάθος σου  να γίνω
κι’ από έρωτα να σβήνω.

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Αγαπάω ~ Νίκος Καββαδίας

Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ (http://users.sch.gr/kassetas/scri0Theodor2.htm)

Τα καλύτερα του Μίκη
      Οι στίχοι

1. Χάθηκα           Γιάννης Θεοδωράκης

Χάθηκα μέσα στους δρόμους που έζησα για πάντα
Μαζί με τα σοκάκια  μαζί με τα λιμάνια
Χάθηκα
Γιατί δεν είχα τα φτερά  Γιατί είχα εσένα  Κατινιώ
Γιατί είχα όνειρα πολλά
Και το λιμάνι  ήταν μικρό
Γιατί ήμουν πάντα μόνος
Και θα ‘μαι πάντα μόνος

2. Δρόμοι παλιοί     Μανόλης Αναγνωστάκης

Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
Κάτω απ’ τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
Νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή 
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
Κάμε να σ’ ανταμώσω κάποτε φάσμα του πόθου μου
Κι εγώ ξεχασμένος κι ατίθασος κρατώντας
Ακόμα μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες.

Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
Να γνωρίζω κανέναν κι ούτε
Κανένας με γνώριζε

3. Ροδιά τετράκλωνη    Πάνος Κοκκινόπουλος

Αχνά χαράματα, σιγά σαν τρεμοπαίζει η Πούλια
θα μαραθούν τα γιασεμιά θα μαραθούν τα γιούλια.
Μα εσύ θα είσαι μοναχή γερμένη στο περβάζι
και θα θωρείς τη χρυσαυγή τα πέπλα της ν’ αλλάζει.
Ροδιά μου εσύ τετράκλωνη στολίδι της αυλής μου
ανάπαυση της προσμονής νεράκι της πληγής μου.
Θα ’ρθείς στο σπίτι μας ξανά μ’ εμέ  να σμίξεις πάλι
και δυό κρινάκια τ’ Απριλιού να βάλεις στ’ ανθογυάλι.
Στα χέρια μου σε σήκωσα  σ’ ανύψωσα ως τ’ αστέρια
και σμάρια να φτερούγισαν  στα στήθια περιστέρια.
Με της χαράς το ξύπνημα με της φυγής τον πόνο
κι από τα τότε καρτερώ   το γυρισμό σου μόνο.

 
4. Όμορφη πόλη        Γιάννης Θεοδωράκης

 
Όμορφη πόλη φωνές μουσικές απέραντοι δρόμοι κλεμμένες ματιές
ο ήλιος χρυσίζει χέρια σπαρμένα βουνά και γιαπιά πελάγη απλωμένα
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Θα γίνεις δικιά μου πριν έρθει η νύχτα τα χλωμά τα φώτα πριν ρίξουν δίχτυα
θα γίνεις δικιά μου
Η νύχτα έφτασε τα παράθυρα κλείσαν η νύχτα έπεσε οι δρόμοι χαθήκαν

5. Βοριάς χτυπάει τη πόρτα μου Δημήτρης Χριστοδούλου

Ξημέρωμα σε γύρεψα   το δειλινό  το δειλινό σε βρήκα
και στη καρδιά σου μίλησα στη μαύρη μοί- στη μαύρη μοίρα μπήκα
Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου και στη ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή στιγμή στιγμή βραδιάζει
Τα μάτια σου εγύρεψα    στο φως να πε-   στο φως να περπατήσω
να κάνω όνειρο γλυκό   καημούς παλιούς  καημούς παλιούς να κλείσω
Βοριάς χτυπάει στη πόρτα μου και στη ψυχή μου αγιάζι
και στα πικρά τα μάτια μου στιγμή στιγμή,  στιγμή στιγμή βραδιάζει

6. Nύχτα μαγικιά    Γιάννης Θεοδωράκης

Νύχτα μαγικιά μια σκιά περνά
σκέψου τώρα τη φωνή που σου 'λεγε
ποτέ, ποτέ μαζί
Βάδιζα σκυφτός, ήσουν ουρανός
με των άστρων τη μουσική μου τραγουδάς
ποτέ, ποτέ μαζί
Μάγισσα χλωμή το στερνό σου φιλί
ξεχασμένη μουσική μια μαχαριά
ποτέ, ποτέ μαζί
 
8. Μέρα Μαγιού μου μίσεψες Γιάννης Ρίτσος

Μέρα Μαγιού μου μίσεψες  μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη γιέ που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια
Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά   τα ωραία θαν' δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας

9. Οι στίχοι αυτοί    Μανόλης Αναγνωστάκης

Οι στίχοι αυτοί, μπορεί και νά ναι οι τελευταίοι
Οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
Γιατί οι μελλούμενοι ποιητές δεν ζούνε  πια
Αυτοί που θα μιλούσανε πεθάναν όλοι νέοι
Τα θλιβερά τραγούδια τους γενήκανε πουλιά
Σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος
Γενήκαν άγριοι ποταμοί και τρέχουνε στη θάλασσα
Και τα νερά τους δεν μπορείς να ξεχωρίσεις
Στα  θλιβερά τραγούδια τους φύτρωσε ένας λωτός
Να γεννηθούμε στο χυμό του εμείς οι νέοι

10. Στράτα τη στράτα   Νίκος Γκάτσος

Σ' αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας κοίτα  να προφτάσεις τον καιρό
που 'ναι σαν το κύμα τ' αλμυρό
Στράτα τη στράτα σου το 'χω πει φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή
Σ' αυτό το δρόμο που διάλεξες να πας πέρασα κι εγώ κάποια βράδια
για του φεγγαριού την αμμουδιά
Στράτα τη στράτα σου το 'χω πει φεύγουν τα νιάτα σαν αστραπή


11. Αστέρι μου φεγγάρι μου

Αστέρι μου φεγγάρι μου της άνοιξης κλωνάρι μου κοντά σου θα 'ρθω πάλι
 κοντά σου θα 'ρθω μιαν αυγή για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι

Αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει τ' άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι

Θα σ' αγαπώ θα ζω μες το τραγούδι θα μ' αγαπάς θα ζεις με τα πουλιά
θα σ' αγαπώ θα γίνουμε τραγούδι θα μ' αγαπάς θα γίνουμε πουλιά

12. Κράτησα τη ζωή μου    Γιώργος Σεφέρης

Κράτησα τη ζωή μου
ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα
κατά το πλάγιασμα της βροχής
Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς
καμιά φωτιά στην κορυφή τους
βραδιάζει
Κράτησα τη ζωή μου

13.Σε πότισα ροδόσταμο  Νίκος Γκάτσος

Στον άλλο κόσμο που θα πας κοίτα μη γίνεις σύννεφο
κοίτα μη γίνεις σύννεφο κι άστρο πικρό της χαραυγής
και σε γνωρίσει η μάνα σου που καρτερεί στην πόρτα
Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο της ερημιάς γεράκι
Πάρε μια βέργα λυγαριά μια ρίζα δεντρολίβανο
μια ρίζα δεντρολίβανο και γίνε φεγγαροδροσιά
να πέσεις τα μεσάνυχτα στη διψασμένη αυλή σου
Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι
της παγωνιάς αητόπουλο της ερημιάς γεράκι

14. Το παλικάρι έχει καημό  Μάνος Ελευθερίου

Το παλικάρι έχει καημό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ
και το κοιτώ και δε μιλώ        απόψε απόψε που έχει τον καημό
Βδομάδα πάει χωρίς δουλειά κι έξω χιονίζει και φυσά
χωρίς τσιγάρο και δουλειά      απόψε απόψε μου σκίζει την καρδιά
Το παλικάρι έχει καημό μα όταν κοιτάει τον ουρανό
τα μάτια του είναι δύο πουλιά     απόψε απόψε το δάκρυ μου κυλά

15. Είχα φυτέψει μια καρδιά  Νίκος Γκάτσος

Με τ' αστεράκι της αυγής στο παραθύρι σου να βγεις
κι αν δεις καράβι του νοτιά να 'ρχεται από την ξενητειά
στείλε με τ' άσπρα σου πουλιά γλυκά φιλιά
Κι αν δεις καράβι του νοτιά να 'ρχεται από την ξενητειά
στείλε με τ' άσπρα σου πουλιά χίλια γλυκά φιλιά
Είχα φυτέψει μια καρδιά στου χωρισμού την αμμουδιά
μα τώρα που 'ρθα να σε βρω με δαχτυλίδι και σταυρό
είναι του κόσμου και του κόσμου η ξαστεριά
Κι απ' το παλιό μας το κρασί δώσ' μου να πιω και πιες κι εσύ
να μείνω αγάπη μου για πάντα στη πικρή στεριά

16. Το παράπονο  Δημήτρης Χριστοδούλου

Τι θέλεις απ' τα νιάτα μου που είναι πικραμένα
δεν ξέρεις τι θα πει καημός τι θέλεις από μένα
Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος
μου 'γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος
Δεν ξέρεις τι 'ναι παγωνιά   καρδιά που κλαίει τη νύχτα
όσα τραγούδια σου 'γραψα στη κρύα νύχτα ρίχτα
Εγώ περπάτησα γυμνός εγώ βαδίζω μόνος
μου 'γινε ρούχο ο σπαραγμός και σπίτι μου ο πόνος


17. Μαρίνα    Οδυσσέας Ελύτης\


Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω, Λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ’αυτά να σε φιλήσω, και τι να πρωτοθυμηθώ
Τη βρύση με τα περιστέρια, των αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ’ αστέρια, και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα, στην άλλη άκρη τ’ουρανού
Και ν’ ανεβαίνεις σε θωρούσα, σαν αδελφή του αυγερινού
 Μαρίνα πράσινο μου αστέρι Μαρίνα φως του αυγερινού
Μαρίνα μου άγριο περιστέρι Και κρίνο του καλοκαιριού

18. Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές   Γιώργος Σεφέρης

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη υπάρχει μια έκσταση
Όλα σκληρά σαν τα κοχύλια μπορείς να τα κρατήσεις
μες στη παλάμη σου
Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
Μέρες ολόκληρες σε κοίταζα μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια
και δεν σε γνώριζα μήτε με γνώριζες

19. Γωνιά γωνιά   Δημήτρης Χριστοδούλου

Γωνιά γωνιά σε καρτερώ γωνιά γωνιά σε ψάχνω
ψάχνω να βρω τα μάτια σου
κι απ' τον καημό κι απ' τον καημό τα χάνω
Παντού απλώνεται δροσιά παντού χιονιάς σφυρίζει
και τ' όνειρο που χάνεται πάει και δεν γυρίζει
Γωνιά γωνιά σε ζήτησα γωνιά γωνιά σε βρήκα
σου φίλησα τα μάτια σου και στους καημούς
και στους καημούς σου μπήκα
Παντού απλώνεται δροσιά παντού χιονιάς σφυρίζει
και τ' όνειρο που χάνεται πάει και δεν γυρίζει

20. Σαββατόβραδο   Τάσος Λειβαδίτης

Μοσχοβολούν οι γειτονιές  βασιλικό κι ασβέστη
παίζουν τον έρωτα κρυφά   στις μά- στις μάντρες τα παιδιά
Σάββατο βράδυ μου έμορφο ίδιο Χριστός ανέστη
κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη κλαίει κλαίει κάπου μακριά
Πάει κι απόψε τ' όμορφο τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Σαββάτο βράδυ πίκρα και σκοτάδι
αχ να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο 
κι ο Χά- κι ο Χάρος να 'ρχονταν μια Κυριακή μια Κυριακή το βράδυ
Οι άντρες σχολάν απ' τη δουλειά και τον βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε στο  υπόγειο καπηλιό
Και το φεγγάρι ντύνει λες με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται στο  φτωχοπλυσταριό
Πάει κι απόψε τ' όμορφο τ' όμορφο τ' απόβραδο
από Σαββάτο βράδυ πίκρα και σκοτάδι
αχ να 'ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο

21. Δυο γιους είχες μανούλα μου   Μίκης Θεοδωράκης

Δυο γιους είχες μανούλα μου δυο δέντρα δυο ποτάμια
δυο κάστρα Βενετσιάνικα δυο δυόσμους δυο λαχτάρες
Ένας για την ανατολή κι ο άλλος για τη δύση
κι εσύ στη μέση μοναχή μιλάς ρωτάς   τον ήλιο
Ήλιε που βλέπεις τα βουνά  που βλέπεις τα ποτάμια
όπου θωρείς τα πάθη μας και τις φτωχές μανούλες
Αν δεις τον Παύλο φώναξε και τον Ανδρέα πες μου
μ' ένα καημό τ' ανάστησα μ' ένα λυγμό  τα 'γέννου
Μα 'κείνοι παίρνουνε βουνά διαβαίνουνε ποτάμια
ο ένας τον άλλο ψάχνουνε για ν' αλληλοσφαγούνε
Κι εκεί στο πιό ψηλό βουνό στην πιό ψηλή ραχούλα
σιγά κοντά πλαγιάζουνε κι όνειρο ί ίδιο βλέπουν
Στης μάνας τρέχουνε κι οι δυο το νεκρικό κρεβάτι
μαζί τα χέρια δίνουνε της κλείνουνε τα μάτια
Και τα μαχαίρια μπήγουνε βαθιά μέσα στο χώμα
κι απ' έκει ανάβλυσε νερό να πιεις να ξεδιψάσεις

22. Καημός        Δημήτρης Χριστοδούλου

Είναι μεγάλος ο γιαλός είναι μακρύ το κύμα
είναι μεγάλος ο καημός  είναι πικρό το κρίμα
Ποτάμι μέσα μου πικρό το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου
Δεν ξέρεις τι 'ναι παγωνιά βράδια χωρίς φεγγάρι
να μη γνωρίζεις ποια στιγμή ο πόνος θα σε πάρει
Ποτάμι μέσα μου πικρό το αίμα της πληγής σου
κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου

23. Βρέχει στη φτωχογειτονιά  Τάσος Λειβαδίτης

Μικρά κι ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά βρέχει και στη καρδιά μου
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά ω π' άναψες το καημό μου
είσαι μικρός και δεν χωράς τον αναστεναγμό μου
Οι συμφορές αμέτρητες δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά σαν τις βροχής τις στάλες

24. Μαργαρίτα Μαγιοπούλα  Ιάκωβος Καμπανέλης

Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά που την εζήλευε όλη η γειτονιά
που την εζήλευε όλη η γειτονιά είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά
Πρωί πρωί την πότιζα φιλιά το δειλινό την πήραν τα πουλιά
το δειλινό την πήραν τα πουλιά πρωί πρωί την πότιζα φιλιά
Αχ Μαργαρίτα Μαγιοπούλα αχ Μαργαρίτα μάγισσα

25. Άνθη της πέτρας    Γιώργος Σεφέρης

Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
γυαλίζοντας στ' αργό ψιχάλισμα
Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν
όταν κανένας δεν μιλούσε και μου μίλησαν
που μ' άφησαν να τις αγγίξω ύστερα από την σιωπή
μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια

26. Σ' αυτή τη γειτονιά  Μάνος Ελευθερίου

Σ' αυτή τη γειτονιά (3)    και βράδυ και πρωί
περάσαμε και χάσαμε ολόκληρη ζωή
Σ' αυτή τη γειτονιά (3)   μέσ' στο μικρό στενό
χαθήκαμε και ζήσαμε μακριά κι απ' τον Θεό
Σ' αυτή τη γειτονιά (3)  μας πήραν οι καημοί
μας πήραν και μας πρόδωσαν για μια μπουκιά ψωμί

27. Δραπετσώνα  Τάσος Λειβαδίτης

Μ' αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός                κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ’ τη δουλειά              εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά
Το 'δερνε αγέρας κι η βροχή                        μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το  γεράνι μας στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί
Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά     στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός     κάθε παράθυρό του κι ουρανός
Μα όταν ερχόταν η βραδιά         μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά
Πάρ' το στεφάνι μας, πάρ' το  γεράνι μας  στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

29. Νύχτα μέσα στα μάτια σου     Γιάννης Θεοδωράκης

Ξάφνου μέσα στο σκοτάδι άναψε ένα φως
χερουβείμ, σεραφείμ σ' έφεραν στη Γη
το φεγγάρι αρμενίζει στων ματιών σου την πηγή
Νύχτα μέσα στα μάτια σου νύχτα και στην καρδιά σου
ο έρωτας κοιμήθηκε μέσα στην αγκαλιά σου
Καταπράσινα τα φύλλα τώρα σε φιλούν
χερουβείμ, σεραφείμ γλυκοτραγουδούν
είσαι ο πόνος ο μεγάλος, τύραννός μου και καημός

31. Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου    Νίκος Γκάτσος

Στην αγκαλιά μου κι απόψε σαν άστρο κοιμήσου
δεν απομένει στον κόσμο ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι άσε με μόνο στην ερημιά

Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να 'ρθεις
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς

32. Δακρυσμένα μάτια   Γιάννης Θεοδωράκης

 
Δακρυσμένα μάτια νυσταγμένοι κήποι
όνειρα κομμάτια ας ήτανε να ζω
στους μεγάλους δρόμους κάτω απ' τις αφίσες
στα χιλιάδες χρώματα ας ήταν να βρεθώ

Να 'ταν η καριδά μου λαμπερό αστέρι
να 'ταν η ματιά μου δίκοπο μαχαίρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι
αστραφτερό σπαθί μες το μεσημέρι

33. Όταν μιαν άνοιξη    Μανόλης Αναγνωστάκης

 Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει   θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ’ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου            παλιέ μου φίλε
Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη, πικραμένη σου μνήμη
Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,      ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας      και τα όνειρά μας
Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες   μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου     παλιέ μου φίλε

35. Κοιμήσου αγγελούδι μου Κώστας Βίρβος

Κοιμήσου αγγελούδι μου παιδί μου νάνι νάνι
να μεγαλώσεις γρήγορα σαν τ' αψηλό πλατάνι
Να γίνεις άντρας στο κορμί και στο μυαλό
και να 'σαι πάντα μες στο δρόμο τον καλό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκό 'ναι το τραγούδι μου
Κοιμήσου περιστέρι μου να γίνεις σαν ατσάλι
να γίνει κι η καρδούλα σου σαν του Χριστού μεγάλη
Για να μη πεις μες στη ζωή σου δεν μπορώ
κι αν πρέπει ακόμα να σηκώσεις και σταυρό
Κοιμήσου αγγελούδι μου γλυκό 'ναι το τραγούδι μου

36. Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι    Μίκης Θεοδωράκης

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο μετρώ τους χτύπους τον πόνο μετρώ
είμαι θρεφτάρι μ' έχουν κλείσει στο σφαγείο   σήμερα εσύ αύριο εγώ
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μες στις καρδιές μας αρχιναέι το πανηγύρι τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα μετρώ τους χτύπους το αίμα μετρώ
πίσω απ' τον τοίχο πάλι θα 'μαστε παρέα τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ
Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή βαστάω γερά, κρατάω καλά
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό

37. Άσμα ασμάτων    Ιάκωβος Καμπανέλλης 

Τι ωραία που είναι η αγάπη μου με το καθημερινό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Άουσβιτς, του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,  δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου, η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ' αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν, κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;
Την είδαμε στην παγερή πλατεία μ' έναν αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
Τι ωραία που είναι η αγάπη μου, η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ' αδελφού της τα φιλιά. Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία

38. Μενεξεδένια ήταν τα βουνά    Γιάννης Θεοδωράκης

Μενεξεδένια ήταν τα βουνά  μενεξεδένια τα φιλιά
μενεξεδένια ήταν τα μάτια σου κατάμαυρη είναι η μοναξιά.
Το τρένο αυτό που σε ξερίζωσε μου σκίζει πάντα την καρδιά
το σφύριγμά του είναι για μέ λυγμός το πέρασμά του είναι καημός.
Ήμουν για σένα ο διαβάτης που περνά ήσουν για μένα το νερό και η φωτιά.
Σε κράτησα μέσα στα χέρια μου σα νά 'σουνα μικρό πουλί
με την αυγή γλυκοκελάηδησες το δειλινό είχες χαθεί.
Κι εγώ στα δάση τώρα τριγυρνώ μετρώ τα κίτρινα κλαδιά
μετρώ τα φύλλα που ξεράθηκαν την άμετρη μετρώ ερημιά.

39. Το τρένο φεύγει στις οχτώ   Μάνος Ελευθερίου

 Το τρένο φεύγει στις οχτώ ταξίδι για την Κατερίνη
Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει να μη θυμάσαι στις οχτώ
να μη θυμάσαι στις οχτώ το τρένο για την Κατερίνη Νοέμβρης μήνας δε θα μείνει
Σε βρήκα πάλι ξαφνικά να πίνεις ούζο στου Λευτέρη
νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη να 'χεις δικά σου μυστικά
να 'χεις δικά σου μυστικά και να θυμάσαι ποιος τα ξέρει νύχτα δε θα 'ρθει σ' άλλα μέρη
Το τρένο φεύγει στις οχτώ μα εσύ μονάχος σου έχεις μείνει
σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη μεσ' στην ομίχλη πέντε οχτώ
μεσ' στην ομίχλη πέντε οχτώ μαχαίρι στη καρδιά σου εγίνει σκοπιά φυλάς στην Κατερίνη

40. Προδομένη μου αγάπη Μίκης Θεοδωράκης

Τα μεσάνυχτα που σμίγουνε οι ώρες προδομένη μου αγάπη
τα μεσάνυχτα που σμίγουν οι καρδιές μας προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια δυο πουλιά δυο περιστέρια
Τα μεσάνυχτα που 'ναι μακριά ο ήλιος προδομένη μου αγάπη
τα μεσάνυχτα που 'ναι κοντά οι ζωές μας προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια δυο πουλιά δυο περιστέρια
Τα μεσάνυχτα θα σε περιμένω προδομένη μου αγάπη
σαν θα φεύγει το φεγγάρι στο σκοτάδι προδομένη μου αγάπη
Νταν νταν νταν νταν νταν σημαίνει νταν το τέλος της αγάπης
δυο πουλιά δυο περιστέρια ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια
ταξιδεύουνε μέσα στ' αστέρια δυο πουλιά δυο περιστέρια


41.Από το παράθυρό σου    Ιάκωβος Καμπανέλλης

Είμαι ένα παιδί της νύχτας  ένας ίσκιος μοναχός
ένα δάκρυ από φεγγάρι της αυγής ένας καημός
Σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω
σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω
Από το παράθυρο σου πέρασε το καλοκαίρι
πέρασε κι η συννεφιά  πέρασε όλη μας η αγάπη
πέρασε όλη μας η πίκρα πέρασε και η χαρά
Είμαι μια βροχή στον ήλιο μια φωτιά μες στη βροχή
μια φωνή μες στον αγέρα μια σιωπή μες στη σιωπή
Σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω να σε βρω, γιατί το ξέρω
σ’αγαπώ μα δε θα ‘ρθω το φαρμάκι θα σου φέρω

42. Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί (Της ξενητειάς)  
 Ερρίκος Θαλασσινός

 Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες και περπατώ στα ξένα
έιναι το σπιίτι ορφανό αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαμένα
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή
Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί ένα χελιδονάκι, να πάει να χτίσει τη φωλιά
στου κήπου την κορομηλιά δίπλα στο μπαλκονάκι,
στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή
Να πάει στη μάνα υπομονή δεμένη στο μαντίλι
προικιά στην αδερφούλα μου και στη γειτονοπούλα μου
γλυκό φιλί στα χείλη
 
44. Στο παραθύρι στέκοσουν  Γιάννης Ρίτσος

Στο παραθύρι στέκοσουν κι οι δυνατές σου οι πλάτες
φράζαν ακέρια την μπασιά τη θάλασσα τις τράτες
Κι ο ίσκιος σου σαν αρχάγγελος πλημμύριζε το σπίτι
κι εκεί στ' αυτί σου σπίθιζε η γαζία τ' αποσπερίτη
Κι ήταν το παραθύρι μας η θύρα όλου το κόσμου
κι έβγαζε στον παράδεισο που τ' άστρα ανθίζαν φως μου
Κι ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν' ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες κι η κάμαρα καράβι
Και μες στο χλιό και γαλανό το απόβραδο έγια λέσα
μ' αρμένιζες στη σιγαλιά του γαλαξία μέσα
Και το καράβι βούλιαξε κι έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη

45. Το γελαστό παιδί   Brendan Behan

 Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
βγήκα να πάρω αέρα στην ανθισμένη γη
βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελαστό παιδί
Είχεν αντρεία και θάρρος και αιώνια θα θρηνώ
το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί
Μον' να 'ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
και μόνον από βόλι Εγγλέζου να 'χε πάει
κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
θα 'ταν τιμή μου που 'χασα το γελαστό παιδί
Βασιλικιά μου αγάπη μ' αγάπη θα στο λέω
για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
δόξα τιμή στ' αξέχαστο γελαστό παιδί

47. Της αγάπης αίματα  Οδυσσέας Ελύτης

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου με καρτέρεσαν με μπομπάρδες τρικάταρτες  και μου ρίξανε
αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη  μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε    τα μεγάλα μάτια της    μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν  μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

49. Ποιος τη ζωή μου   Μάνος Ελευθερίου

Ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά         να την ξεμοναχιάσει μες στη νύχτα;
Ουρλιάζουν και σφυρίζουν φορτηγά          σαν ψάρι μ’ έχουν πιάσει μες στα δίχτυα
Για κάποιον μες στον κόσμο είν’ αργά       ποιος τη ζωή μου, ποιος τη κυνηγά;
Ποιος τη ζωή μου, ποιος παραφυλά        στου κόσμου τα στενά ποιος σημαδεύει;
Πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά          που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;

50. Στου κόσμου την ανηφοριά         Νίκος Γκάτσος

Μες στη ζωή περπάτησα         κι είχα τον ήλιο προίκα.
Μόνο που φως δεν κράτησα          παρηγοριά δεν βρήκα.
Στου κόσμου την ανηφοριά      μου στήσανε καρτέρι
κι ήταν ο φίλος πυρκαγιά        ο αδερφός μαχαίρι.
Πήρα δροσιά και πότισα      τα μαραμένα στήθη
μόνο η καρδιά που ρώτησα   ποτέ δεν μ’ αποκρίθη.

51. Βράχο βράχο τον καημό μου Δημήτρης Χριστοδούλου

Είναι βαριά η μοναξιά είναι πικρά τα βράχια
παράπονο η θάλασσα και μου 'πνιξε τα μάτια
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου πότε μάνα θα σε δω
Πάρε με θάλασσα πικρή πάρε με στα φτερά σου
πάρε με στο γαλάζιο σου στη δροσερή καρδιά σου
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου πότε μάνα θα σε δω
Πάρε με να μη ξαναδώ τα βράχια και το χάρο
κάνε το κύμα όνειρο και τη σιωπή σου φάρο
Βράχο βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ
κι είναι το παράπονο μου πότε μάνα θα σε δω
Γίνε αστέρι κι ουρανός γίνε καινούργιος δρόμος
να μην βαδίζω μοναχός να μην πηγαίνω μόνος

52. Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά    Άκος Δασκαλόπουλος


Στη γειτονιά του φεγγαριού  βγήκα να σεργιανίσω
να ιδώ τα μάτια τ’ ουρανού τα χείλη να φιλήσω.
Μέσα στα μαύρα σου κυρά μου τα μαλλιά φωλιάζουν άστρα,
φωλιάζουν άστρα κι ανοιξιάτικα πουλιά.
Μες στην καρδιά μου ένα πουλί δεν βλέπεις πως σπαράζει
κι αν κελαηδεί κι αν κελαηδεί  το λιώνει το μαράζι.
Είσαι πριγκίπισσα σωστή   και προίκα σου τα μάτια
η αρχοντιά δεν κατοικεί  μες στα χρυσά παλάτια.

53. Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ    Μίκης Θεοδωράκης

Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ,  περιστεράκι στον ουρανό...
τον ουρανό μες στα δυο σου μάτια κοιτάζω, βλέπω την πούλια και τον αστερισμό.
Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να'μπω στην κάμαρή σου μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ'η νύχτα, μας βλέπουν τ'άστρα κ'η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, βαρκούλα στο Σαρωνικό...
Σαρωνικέ μου, τα κυματάκια σου δώσ'μουδώσ'μου τ'αγέριδώσ'μου το πέλαγο.
Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ' η νύχτα, μας βλέπουν τ' άστρα κι η χαραυγή.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, δεντράκι στο Βοτανικό...
Πάρε το τραμ μόλις δεις πως πέφτει η νύχτα, πέφτουν οι ώρες, πέφτω, λιποθυμώ.
Η μάνα σου είναι τρελή και σε κλειδώνει μοναχή,
σαν θέλω να μπω στην κάμαρή σου μου ρίχνεις μεταξωτό σκοινί,
και κλειδωμένους μας βλέπ' η νύχτα, μας βλέπουν τ' άστρα κι η χαραυγή.

54. Ανατολή σε λέγανε   Μίκης Θεοδωράκης

 
Ήρθες στ' όνειρό μου, άστατο πουλί   μέσα στο σκοτάδι η ανατολή
μέσα στο σκοτάδι η ανατολή ήρθες στ' όνειρό μου, άστατο πουλί.
Ανατολή σε λέγανε κι αγγέλοι σε νταντεύανε κι αγγέλοι σε νταντεύανε ανατολή σε λέγανε.
Σ' άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ θέλω να πετάξω σ' άλλον ουρανό
θέλω να πετάξω σ' άλλον ουρανό σ' άπλωσα το χέρι μου πες δε μπορώ.
Τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς
στα ψηλά μπαλκόνια πρόθυμα πετάς τη δική μου αγάπη δεν την εκτιμάς.

55. Ένα το χελιδόνι    Οδυσσέας Ελύτης

 Ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή   για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή
Θέλει νεκροί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς  Θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους.
Θε μου Πρωτομάστορα μ' έχτισες μέσα στα βουνά  Θε μου Πρωτομάστορα μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!
Πάρθηκεν από μάγους το σώμα του Μαγιού  Το 'χουνε θάψει σ' ένα μνήμα του πέλαγου
σ' ένα βαθύ πηγάδι το 'χουνε κλειστό  μύρισε το σκοτάδι κι όλη η άβυσσος
Θε μου Πρωτομάστορα μέσα στίς πασχαλιές και Συ  Θε μου Πρωτομάστορα μύρισες την Ανάσταση

57. Με το λύχνο του άστρου    Οδυσσέας Ελύτης


Με το λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα
στο αγιάζι των λειμώνων στη μόνη ακτή του κόσμου
που να βρω την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Τα κορίτσια μου πένθος για τους αιώνες έχουν
Τ' αγόρια μου τουφέκια κρατούν και δεν κατέχουν
που να βρώ την ψυχή μου το τετράφυλλο δάκρυ!


58. Του μικρού βοριά    Οδυσσέας Ελύτης

 
Του μικρού βοριά παράγγειλα, να ’ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι
Γιατί στο σπίτι π’ αγρυπνώ, η αγάπη μου πεθαίνει
και μες στα μάτια την κοιτώ, που μόλις ανασαίνει
 Γεια σας περβόλια, γεια σας ρεματιές
Γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάμποι κι οι ξανθοί γιαλοί
Γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί
 Με πνίγει το παράπονο, γιατί στον κόσμο αυτόνα
τα καλοκαίρια τα ’χασα κι έπεσα στον χειμώνα
Σαν το καράβι π’ άνοιξε τ’ άρμενα κι αλαργεύει
βλέπω να χάνονται οι στεριές κι ο κόσμος λιγοστεύει

59. Άνοιξε λίγο το παράθυρο   Brendan Behan

Άνοιξε σιγά την πόρτα                        κλείσ’ τη για να μην τραβάει
όλη τη ζωή μου χύνω δάκρυα, δάκρυα     το στόμα μου δεν ξέρει να γελάει
Άνοιξε λίγο το παράθυρο               κι ας’ το φυρό για το Χριστό,
Έμπα και κάτσε κι ύστερα                θα σου το πω το μυστικό
Μόν’ μια φορά σαν έπεσε η εικόνα     κι άφησε τη γριά τη βάβω μου ξερή
κει που’ λεγε παλιό ιρλανδέζικο τραγούδι   πως πούλησαν προδότες τον οδηγητή
Άνοιξε λίγο το παράθυρο       κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα  θα σου το πω το μυστικό
Από τους μπάσταρδους τους ξένους     κρύψε, καλή μου, το χάλι σου
εμείς λιοντάρι και λυκόρνιο     και ρόδο στο κεφάλι σου
Άνοιξε λίγο το παράθυρο       κι άσ’ το φυρό για το Χριστό
Έμπα και κάτσε κι ύστερα      θα σου το πω το μυστικό

63. Ο Αντώνης    Ιάκωβος Καμπανέλλης

Εκεί στη σκάλα την πλατειά στη σκάλα των δακρύων
στο Βιλεγκράμπεν το βαθύ   το λατομείο των θρήνων
Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν
Βράχο στην πλάτη κουβαλούν βράχο σταυρό θανάτου
 Εκεί ο Αντώνης στη φωνή φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ βόηθα ν' ανέβω τη σκάλα
 Μα κει στη σκάλα την πλατειά και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά τέτοια σπλαχνιά κατάρα
 Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί και κοκκινίζει η σκάλα
και συ λεβέντη μου έλα εδω βράχο διπλό κουβάλα
 Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό μένα με λεν Αντώνη
κι αν είσαι άντρας έλα εδώ στο μαρμαρένιο αλώνι

64. Τ’ όνειρο καπνός    Νίκος Γκάτσος

 Έσπειρα στον κήπο σου χορτάρι να 'ρχονται το βράδυ τα πουλιά
τώρα ποιο φεγγάρι σ’ έχει πάρει κι άδειασε τού κόσμου η αγκαλιά
Στης νύχτας το μπαλκόνι παγώνει ο ουρανός
κι είν' η αγάπη σκόνη και τ’ όνειρο καπνός
Κύλησαν τα νιάτα στο ποτάμι κι έγινε ο καιρός ανηφοριά
Ήμουνα στον άνεμο καλάμι        κι ήσουνα στην μπόρα λυγαριά

68. Στρώσε το στρώμα σου    Ιάκωβος Καμπανέλλης

Ο δρόμος είναι σκοτεινός ώσπου να σ’ ανταμώσω ξεπρόβαλε μεσοστρατίς το χέρι να σου δώσω
Στρώσε το στρώμα σου για δυο για σένα και για μένα ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή να’ ν’ όλα αναστημένα
Σ’ αγκάλιασα  μ’ αγκάλιασες μου πήρες και σου πήρα  χάθηκα μες στα μάτια σου  και στη δική σου μοίρα
Μέσα στις ίδιες γειτονιές έρημος ζητιανεύω ό,τι  μαζί σου σκόρπισα  γυρνώ και το γυρεύω

69. Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ    Οδυσσέας Ελύτης

 Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ     και μυρσίνη συ δοξαστική
μη παρακαλώ σας μη            λησμονάτε τη χώρα μου!
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά          στα ηφαίστεια κλήματα σειρά
και τα σπίτια πιο λευκά    στου γλαυκού το γειτόνεμα!
Τα πικρά μου χέρια με τον κεραυνό     τα γυρίζω πίσω απ' τον καιρό
τους παλιούς μου φίλους καλώ   με φοβέρες και μ' αίματα

72. Η μπαλάντα του Αντρίκου  Κώστας Βάρναλης

Είχε τη τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα
γερμένος πλάι στην κουπαστή ονείρατα 'βλεπεν ωραία
Η Κατερίνα και η Ζωή τ' Αντιγονάκι η Ζηνοβία
ώ! τι χαρούμενη ζωή χτυπάς φτωχή καρδιά με βία
Τα μεσημέρια τα ζεστά την βάρκα παίρναμε τ' Αντρέα
για να μας πάει στ' ανοιχτά όλες μαζί τρελή παρέα
Η Κατερίνα και η Ζωή τ' Αντιγονάκι η Ζηνοβία
ώ! τι χαρούμενη ζωή χτυπάς φτωχή καρδιά με βία

Μα ήρθ' ο χειμώνας ο κακόςκαι σκόρπισε η τρελή παρέα
και σένα βήχας μυστικόςσ' έριξε χάμω μπάρμπα Αντρέα
Η Κατερίνα και η Ζωή τ' Αντιγονάκι η Ζηνοβία
ώ! τι χαρούμενη ζωή χτυπάς φτωχή καρδιά με βία


70. Απρίλη μου    Μίκης Θεοδωράκης

 
Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ και Μάη μυρωδάτε, καρδιά μου πώς αντέ-
Καρδιά μου πώς, καρδιά μου πώς αντέχεις μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές
 Γιομίζ' η γειτονιά τραγούδια και φιλιά
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ
Την κοπελιά μου τη λένε Λενιώ, μα το ’χω μυστικό
Αστέρι μου, αστέρι μου χλωμό του φεγγαριού αχτίδα στο γαϊτανόφρυδο
Στο γαϊτανο-, στο γαϊτανοφρυδό σου κρεμάστηκε η καρδιά μου σαν το πουλάκι στο ξόβεργο
 Γιομίζ' η γειτονιά . . . .
 Λουλούδι μου, λουλούδι μυριστό και ρόδο μυρωδάτο, στη μάνα σου θα 'ρθω
στη μάνα σου, στη μάνα σου θα 'ρθω να πάρω την ευχή της και το ταίρι που αγαπώ
Γιομίζ' η γειτονιά . .  . .

74. Βασίλεψες αστέρι μου        Γιάννης Ρίτσος

 
Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση.
Κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά ουδέ σε παρατάει.
Την άχνα απ' την ανάσα σου νιώθω στο μάγουλό μου,
αχ, κι ένα φως, μεγάλο φως στο βάθος πλέει του δρόμου.
Τα μάτια μου σκουπίζει τα μια φωτεινή παλάμη.
Αχ κι η λαλιά σου, γιόκα μου στο σπλάχνο μου έχει δράμει.
Και να που ανασηκώθηκα, το πόδι στέκει ακόμα.
Φως ιλαρό λεβέντη μου μ' ανέβασε απ' το χώμα.

Σημαίες τώρα σε ντύσανε, παιδί μου εσύ κοιμήσου.
Κι εγώ τραβώ στ' αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

75. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις   Γιάννης Ρίτσος

 Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις  εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο
Νάτη πετιέται απο ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό  με το καμάκι του ήλιου

76. Μάνα μου και Παναγιά      Τάσος Λειβαδίτης

Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή             της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή            της Παναγιάς η χάρη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα           κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα               κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά
Στον πυρετό ήσουνα δροσιά                  κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά                          βασιλικός στον Άδη
Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα   κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα     κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

77. Λίγο ακόμα                 Γιώργος Σεφέρης

 Λίγο ακόμα θα ιδούμε Λίγο ακόμα θα ιδούμε
Τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν    τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν    τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν
 Λίγο ακόμα θα ιδούμε Λίγο ακόμα θα ιδούμε
τα μάρμαρα να λάμπουν, να λάμπουν στον ήλιο κι η θάλασσα να κυματίζει
 Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε  λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα
Λίγο ακόμα, να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα, λίγο ψηλότερα

78. Χρυσοπράσινο φύλλο   Λεωνίδας Μαλένης 

Γη της λεμονιάς, της ελιάς γη της αγκαλιάς, της χαράς
γη του πεύκου, του κυπαρισσιού των παληκαριών και της αγάπης
Χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγο
Γη του ξεραμένου λιβαδιού γη της πικραμένης Παναγιάς
γη του λίβα, τ' άδικου χαμού τ' άγριου καιρού, των ηφαιστείων
Χρυσοπράσινο φύλλο  ριγμένο στο πέλαγο
Γη των κοριτσιών που γελούν γη των αγοριών που μεθούν
γη του μύρου, του χαιρετισμού Κύπρος της αγάπης και του ονείρου
Χρυσοπράσινο φύλλο  ριγμένο στο πέλαγο

80. Πέντε πέντε δέκα  Βάρκα στο γιαλό    Μίκης Θεοδωράκης

Πέντε πέντε δέκα     δέκα δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά
για τα δυο σου μάτια   για τις δυο φωτιές
που όταν με κοιτάζουν    νιώθω μαχαιριές.
Βάρκα στο γιαλό      βάρκα στο γιαλό γ  λάστρα με ζουμπούλι και βασιλικό.
Πέντε πέντε δέκα    δέκα δέκα θα σου δίνω τα φιλιά.
Κι όταν σε μεθύσω    κι όταν θα σε πιω θα σε νανουρίσω  με γλυκό σκοπό.
Πέντε πέντε δέκα      δέκα δέκα κατεβαίνω τα σκαλιά
φεύγω για τα ξένα   για την ξενιτιά    και μην κλαις για μένα αγάπη μου γλυκιά.

Κι ακόμα
Πάλης ξεκίνημα   Αλέκος Παναγούλης

 Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες             Οδηγοί της ελπίδας οι πρώτοι νεκροί.
Όχι άλλα δάκρυα, κλείσαν οι τάφοι         Λευτεριάς λίπασμα οι πρώτοι νεκροί.
Λουλούδι φωτιάς βγαίνει στους τάφους         Μήνυμα στέλνουν οι πρώτοι νεκροί.
Απάντηση θα πάρουν ενότητα κι αγώνα          Για να ‘χουν ανάπαυση οι πρώτοι νεκροί.

Μην ξεχνάς τον Ωρωπό    Μίκης Θεοδωράκης

 Ο πατέρας εξορία και το σπίτι ορφανό ζούμε μες στην τυραννία, στο σκοτάδι το πηχτό
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη, κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά στην πατρίδα μας νυχτώνει, ορφανή η αγκαλιά
Κι έσυ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό
Μες στα σύρματα κλεισμένοι, μα η καρδιά μας πάντα ορθή πάντα ο ίδιος όρδος μένει, λευτεριά και προκοπή
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό

Η Μάγια   Οδυσσέας Ελύτης

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά  μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
 Κάποτε λίγο σταματά στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γειά σας τι κάνετε; Καλά;-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα  τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά, δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή  τη Μάγια την αστραφτερή.
 Λάμπουνε γύρω τα βουνά,  τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
 Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά  φεύγει και μ' αποχαιρετά.

Η νήσος των Αζορών    Μέντης Μποσταντζόγλου

Ένα πλοίον ταξιδεύον με υπέροχον καιρόν
αιφνιδίως εξοκείλει ανοιχτά των Αζορών.
Κι ένας νέος με μιαν νέα, ωραιότατα παιδιά
φθάνουν κολυμβών γενναίως εις πλησίον αμμουδιά.
Ζώντας βίον πρωτογόνου και ο νέος με την κόρη
κοίταζαν και κάπου κάπου εάν έρχεται βαπόρι.
Αλλά φθάσαντος χειμώνος και μη φθάνοντος βαπόρι
απεβίωσεν ο νέος και απέθανεν η κόρη.
Αργότερα αργότερα πλησίασαν δυο κότερα
ήρθε κι ένα βαπόρι ματαίως ψάχνον για να βρει
ματαίως ψάχνον για να βρει τον νέον και την κόρη.
Κατηραμένη νήσος, νήσος των Αζορών,
που καταστρέφεις νέους και θάπτεις των κορών.
Να πέσει τιμωρία από τον ουρανόν
να λείψεις απ’ τους χάρτας και των ωκεανών.