Share

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού


Κρύβεις βαθιά στα μάτια σου ανατολή και δύση,
σκορπάς αρώματα σαν μια βραδιά θυελλική,
το φίλημά σου φίλτρο είναι, το στόμα μόσχου βρύση,
που κάνουν τον ήρωα άναντρο κι αντρείο το παιδί.
Από το μαύρο βάραθρο ή απ’ τ’ αστέρια φτάνεις;
Η μοίρα το φουστάνι σου σαν σκύλος ακλουθά,
τον κόσμο πότε μια χαρά πότε ρημάδι κάνεις,
και κυβερνάς τα πάντα Εσύ, δίχως ευθύνη μια.
Πάνω σε πτώματα, Ομορφιά, πατάς και κοροϊδεύεις,
η Φρίκη απ’ τα διαμάντια σου δε λείπει, τα καλά,
κι ο Φόνος, απ’ τα αρεστά στολίδια που μαζεύεις,
χορεύει στην περήφανη κοιλιά σου ερωτικά.
Η αίγλη που γύρω ο θαυμασμός ο εφήμερός σου στέρνει,
σπιθοβολά, φλόγα και λέει: «Ευλογημένη Αυτή!
Κι ο αλαφιασμένος εραστής, πάνω από ‘σε όταν γέρνει,
χαϊδεύεις, λες, τον τάφο του, σαν να ψυχομαχεί.
Ειτ’ έρχεσαι απ’ τον ουρανό, τον Άδη, τι με νοιάζει,
τι, Ομορφιά,, τέρας τρανό, αθώο, φοβερό,
αφού μάτι και γέλιο σου και πόδι σου με βάζει
σ’ άγνωστους κόσμους που αγαπώ χωρίς να τους ιδώ;
Σειρήνα ή Άγγελος, Θεός ή Σατανάς μπροστά μου,
ω, τι με νοιάζει, αφού μ’ αυτήν τη νεραϊδοματιά,
κάνεις- ω φως, ρυθμέ, ευωδιά, μόνη βασίλισσά μου!-
τη γη πιο ωραία και τη στιγμή λιγότερο βαριά;”
(Μπωντλαίρ, Τα άνθη του κακού, εκδ. γράμματα)

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Πιερ Πάολο Παζολίνι.


Αναρωτιέμαι τι μάνες είχατε.
Εάν σας έβλεπαν τώρα στη δουλειά
σ’ έναν άγνωστο για εκείνες κόσμο,
μπλεγμένους σ’ έναν κύκλο, που ποτέ δεν κλείνει,
από εμπειρίες τόσο διαφορετικές από τις δικές τους,
τι βλέμμα θα είχαν στα μάτια τους;
Εάν ήταν κοντά σας, την ώρα που γράφετε
το άρθρο σας, κομφορμιστές και πομπώδεις,
ή όταν το δίνετε σε συντάκτες που υπέκυψαν
σε κάθε συμβιβασμό, θα καταλάβαιναν άραγε ποιοι είστε;
Μάνες τιποτένιες, με τον αρχαίο φόβο
στο πρόσωπο, εκείνον που σαν κακό αλλοιώνει και θολώνει τα χαρακτηριστικά,
που τα απομακρύνει απ’ την καρδιά,
που τα κλείνει μες στην παλιά ηθική άρνηση.
Μάνες τιποτένιες, οι κακομοίρες, που ανησυχούν μήπως τα παιδιά τους δεν μάθουν καλά το μάθημα του εξευτελισμού: να βρουν μια θεσούλα, να είναι
προσγειωμένα, να μην προσβάλλουν τους προνομιούχους,
ν’ αμύνονται μπροστά στον οίκτο.
Μάνες μετριότητες, που έμαθαν
με κοριτσίστικη ταπεινοσύνη, για μας,
ότι διαθέτουμε ένα μόνο, ξεκάθαρο χαρακτηριστικό,
με ψυχές που μέσα τους ο κόσμος είναι καταδικασμένος να μην προσφέρει ούτε πόνο,
ούτε χαρά.
Μάνες μετριότητες, που δεν είχαν ποτέ
για σας ούτε μια λέξη αγάπης,
παρά μόνο μια αγάπη άθλια άφωνη,
ζωώδη, και μ’ αυτή σας μεγάλωσαν,
αδύναμους μπρος στα πραγματικά καλέσματα της καρδιάς.
Μάνες δουλοπρεπείς, συνηθισμένες από αιώνες να σκύβουν χωρίς αγάπη το κεφάλι,
να μεταδίδουν στο έμβρυό τους το αρχαίο, ντροπιασμένο μυστικό
της ικανοποίησης με τα αποφάγια της γιορτής.
Μάνες δουλοπρεπείς, που σας δίδαξαν
πώς μπορεί να είναι ευτυχισμένος ο δούλος μισώντας όποιον είναι, όπως εκείνος, αλυσοδεμένος, πώς μπορεί να είναι, προδίνοντας, ευτυχισμένος
και σίγουρος, κάνοντας εκείνο που δεν λέει.
Μάνες άγριες, που προσπαθούν να υπερασπιστούν εκείνο το λίγο που σαν αστές κατέχουν,
την ομαλότητα και το μισθό,
με τη λύσσα σχεδόν εκείνου που εκδικείται
ή που τον περιζώνει μια παράλογη πολιορκία.
Μάνες άγριες, που σας δίδαξαν:
Επιβιώστε! Να σκέφτεστε τον εαυτό σας! Μην λυπάστε και μη σέβεστε ποτέ
κανένα, να φωλιάζει μέσα σας το ένστικτο του αρπακτικού!
Να τες, τιποτένιες, μετριότητες, δουλοπρεπείς,
άγριες, οι μάνες σας!
Που δεν ντρέπονται να σας θεωρούν
– με το μίσος σας – πράγματι ανώτερους,
μιας και δεν είναι αυτή εδώ παρά μία κοιλάδα των δακρύων.
Μ’ αυτό τον τρόπο σας ανήκει αυτός ο κόσμος:
παρά τα αντίθετα πάθη σας
ή τις εχθρές σας πατρίδες,
εκείνο που σας κάνει αδέρφια είναι η βαθιά σας άρνηση
να είσαστε διαφορετικοί: να πάρετε την ευθύνη
του άγριου πόνου να είστε άνθρωποι.
1962
Πιερ Πάολο Παζολίνι.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Pia Zadora, When the rain begins to fall -

Όπως η άμμος μπορεί να γλιστρήσει
ανάμεσα από τα δάχτυλά σου
έτσι μπορούν και όλες οι μέρες σου
Καθώς αυτές οι μέρες περνούν θα με έχεις εκεί
να σε βοηθάει να βρίσκεις το δρόμο
Ο τρόπος που νιώθω με εσένα
ξέρω πως πρέπει να κρατήσει για πάντα
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα πιάσεις το ουράνιο μου τόξο στον ουρανό
και θα σε πιάσω αν πέσεις
ποτέ δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσεις γιατί
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα είμαι η λιακάδα στην ζωή σου
ξέρεις πως μπορούμε να τα έχουμε όλα
και όλα θα είναι καλά.
Ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα
πρέπει να έχεις ένα όνειρο
απλά για να κρατιέσαι από αυτό
όλα τα όνειρα αγάπης μου ξεκίνησαν
με την πραγματικότητά σου
εσύ και εγώ πιστεύουμε
ότι όλα τα όνειρά μας θα κρατήσουν για πάντα
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα πιάσεις το ουράνιο μου τόξο στον ουρανό
και θα σε πιάσω αν πέσεις
ποτέ δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσεις γιατί
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα είμαι η λιακάδα στην ζωή σου
ξέρεις πως μπορούμε να τα έχουμε όλα
και όλα θα είναι καλά.
Μολονότι ο ήλιος μπορεί να κρυφτεί
ακόμη μπορούμε να δούμε
το φως που λάμπει για εσένα και για μένα
θα είμαστε μαζί όλα όσα μπορούμε να είμαστε
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα πιάσεις το ουράνιο μου τόξο στον ουρανό
και θα σε πιάσω αν πέσεις
ποτέ δεν θα χρειαστεί να με ρωτήσεις γιατί
Και όταν η βροχή ξεκινήσει να πέφτει
θα είμαι η λιακάδα στην ζωή σου
ξέρεις πως μπορούμε να τα έχουμε όλα
και όλα θα είναι καλά
 Pia Zadora, When the rain begins to fall -

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

ΙΩΑΝΝΑ ΦΡΑΓΚΙΑ

ΑΣΤΕΡΟΣΚΟΝΗ
Από μικρό παιδί ήταν ο καημός του, τα ταξίδια. Δεν είχε λεφτά η οικογένεια κι έκανε υπομονή, να βγάλει δικό του κομπόδεμα, να ταξιδέψει επιτέλους και να το ευχαριστηθεί. Αλλά πότε δεν έφτανε ο χρόνος, πότε δεν ταίριαζε ο τόπος. Ή έβρισκε αυτό που ήθελε αλλά δεν τον ενθουσίαζε η παρέα. Κι όταν όλα έδειχναν πως ήρθε η ώρα, κάποια ατυχία έμπαινε στη μέση που τον τρέλαινε, ξαφνικές υπερωρίες στη δουλειά, μια απροσδόκητη αρρώστια του παιδιού, μια υποχρέωση που δεν έπαιρνε αναβολή.
"Πότε λοιπόν θα ταξιδέψω;" έλεγε, και δεν πίστευε πώς διάολο γινόταν, ενώ ήθελε με όλη του την ψυχή να φύγει έστω για λίγο από όλους κι όλα, να κάνει ένα ταξίδι ονειρεμένο, χαρισμένο στον εαυτό του με τόση λαχτάρα, πώς γινόταν κι η ζωή του έβαζε συνέχεια εμπόδια! Κι έπειτα πάλι έκανε υπομονή, "θα μεγαλώσουν τα παιδιά", έλεγε, "θα πάρω και σύνταξη κι επιτέλους θα ταξιδέψω". Ήρθε κι αυτή η ώρα αλλά πάλι κάτι τύχαινε, θα έπρεπε να φυλάξει το εγγόνι, ή να δώσει τα φυλαγμένα λεφτά για την ικανοποίηση άλλων αναγκών, πιο σοβαρών. Ο χρόνος μίκραινε, ο χώρος στένευε κι εκείνο το ταξίδι δεν έλεγε να φανεί. Γύρω του οι άνθρωποι με χαρές και λύπες, με ανάγκες κι επιθυμίες, με βάσανα μεγάλα αλλά και μ' εκείνη την εξαιρετική τύχη να μπορούν πότε πότε να ταξιδεύουν... Κι αυτός, καρφωμένος λες από τη μοίρα, δεν μπορούσε να φύγει, ποτέ.
Πέρασαν όλα αυτά, λιγόστεψαν, μηδενίστηκαν οι υποχρεώσεις του. Παιδιά κι εγγόνια στη δική τους ζωή, η γυναίκα του στην αιώνια Ανατολή, οι περισσότεροι φίλοι χαμένοι... Κι αυτός, μεγάλος πια, με καλή υγεία, ανεξάρτητη ζωή και κομπόδεμα που έφτανε για πολλά ταξίδια, με κοίταξε παράξενα χθες βράδυ που τον ρώτησα, γιατί επιτέλους δεν ταξιδεύει τώρα, που όλα τα θέματα είναι λυμένα, που κανείς δεν χρειάζεται ούτε αυτόν ούτε τα λεφτά του, που μπορεί επιτέλους να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα.
"Μα τώρα" είπε γλυκά, "ζω με τις αναμνήσεις μου. Κι αυτές δεν θα φύγουν ούτε στο πιο μακρινό ταξίδι... Όλα πια είναι άυλα, άχρονα. μια σκόνη μέχρι τα αστέρια. Μια αστερόσκονη που με τυλίγει και μου κρατά συντροφιά. Πώς να φύγω απ' αυτές;" 
"Άρα όπου και να πας, θα συνεχίσουν να σου κάνουν παρέα" είπα παραξενεμένη. "Κι όταν γυρίσεις, πάλι μαζί σου θα είναι". 
"Δεν την έχω αυτή τη σιγουριά. Αν εκεί, στα μέρη τα μακρινά, θελήσει κάποια από αυτές να μείνει; Αν παρασύρει μαζί της κι άλλες κι αναγκαστώ να γυρίσω πίσω, μόνος; Πώς θ' αντέξω χωρίς τις αναμνήσεις μου;"
Κάτι στο βλέμμα μου τον έκανε να χαμογελάσει, μ' εκείνο το αδιόρατο χαμόγελο που σχηματίζεται καμιά φορά στους ηλικιωμένους ανθρώπους.
"'Οχι, δεν έχασα τα λογικά μου, αλλά μη ρωτήσεις τίποτε άλλο. Το ταξίδι έγινε κιόλας, κι ήταν όλη μου η ζωή. Χόρτασα διαδρομές, πήρα όλα τα ρίσκα και τα έβγαλα πέρα, καραβοτσακίστηκα στις υποχρεώσεις και στις απώλιες κι έζησα τις πιο εξαίσιες ανατολές του ήλιου στα χαμόγελα των παιδιών μου. Ανέβηκα στις απάτητες βουνοκορφές κι είδα όλη μου τη ζωή στον κάμπο απλωμένη, πότε στο λιοπύρι και πότε στη χιονοθύελλα. Όλα, φαίνεται, έπρεπε να γίνουν αναμνήσεις για να ζωντανέψει επιτέλους η μαγεία του ταξιδιού"...

Ιωάννα

















ΤΑ ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ 

Το φως που τον έλουσε, ποτέ δεν έπεσε επάνω της. Τη νίκη του στον πόλεμο με το τέρας, ποτέ δεν τη μοιράστηκε μαζί της, κι ας ήταν παραπάνω από βέβαιο πως δεν θα γλύτωνε χωρίς τη βοήθειά της. 
Με την πρώτη ματιά, ο έρωτάς της. Οι σκέψεις της γόνιμες, γρήγορες, πώς να τον σώσει, όχι μόνο από τον κατά συρροή δολοφόνο αλλά κι από τον ίδιο της τον πατέρα, που είχε αποφασίσει την καταδίκη του. 
Το ερωτευμένο της βλέμμα δεν κατάλαβε πως ο ευνοημένος της υπηρετούσε μόνο τον εαυτό του. Στις πρώτες γλυκές του ματιές, στις πρώτες υποσχέσεις να την κάνει βασίλισσα, αυτή παραδόθηκε ταγμένη στο πάθος της. 
Κι όταν εκείνος νίκησε χάρη στη συμβουλή της, την έβαλε στο καράβι για Αθήνα κι έπειτα την ξεφορτώθηκε με τον πιο γνωστό τρόπο που έχουν οι απατεώνες από καταβολής κόσμου: "Λυπάμαι, εντολή άνωθεν" της είπε. "Ήρθε στον ύπνο μου ο θεός Διόνυσος, σε θέλει, λέει, για γυναίκα του. Τι να κάνω εγώ, ένας κοινός θνητός;"
Την παράτησε στη Νάξο, έτσι όπως πετάνε τη σαβούρα, για να συνεχίσουν ανάλαφροι το ταξίδι. Τι να το κάνει η Αριάδνη το παράσημο της Ιστορίας; Η φριχτή προδοσία της μαύρισε τη ζωή, μέχρι το τέλος...

Ιωάννα
Η φωτογραφία είναι από : https://elina11.wordpress.com/


ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΓΚΑΚΙ


Τα παγκάκια μου προκαλούν παράξενα συναισθήματα. Μιλούν τη γλώσσα όλων των ανθρώπων που κάποτε φιλοξένησαν. Άβολα, σκληρά, αλλά γι' αυτό ικανά να αντέχουν το βάρος, τις σκέψεις, τους έρωτες και την οδύνη, τη μοναξιά, τον ύπνο και το μεθύσι, την χωρίς ελπίδα προσμονή πως σ' ένα από αυτά, το δικό μου, θα έρθεις κάποτε να κάτσεις κι εσύ. Κι ας μη μιλάς. Τρελαίνομαι κάθε φορά που ακούω τους φίλους μου να λένε πως είναι χειρότερη η μοναξιά όταν ο άλλος είναι δίπλα, παρά η άλλη, η απόλυτη μοναξιά. Δεν ξέρουν τι λένε, στο υπογράφω, το κρύο χέρι της απόλυτης μοναξιάς δεν το έχει ούτε ο πιο βαρύς χειμώνας ανάμεσα σε δυο καρδιές που εξακολουθούν να πάλλονται, άσε που πάντα λαγοκοιμάται η ελπίδα πως, αύριο, ίσως ν' ανέβει λίγο ο υδράργυρος, να πεταχτούν επιτέλους τα νέα μπουμπούκια, σημάδι πώς όλα δεν έχουν ακόμα χαθεί. 


Βέβαια, αυτό δε σημαίνει πως έχω παραιτηθεί, εδώ θα κάθομαι, περιμένοντας τι; Τίποτα. Αλλά ένα παγκάκι στην άκρη της πλατείας είναι από μόνο του φλύαρο. Αυτή η σκληρή κι άβολη παρέα θα μου κρατάει συντροφιά, και τι δεν θα 'χει να εκμυστηρευτεί απ' τη ζωή του...


Ιωάννα

ΓΛΥΠΤΙΚΗ
Όλη νύχτα την έπλαθε, πόσο δύσκολο ήταν να σμιλέψει το υπέροχο πρόσωπό της, τα εκφραστικά μάτια, τα φιλήδονα χείλη.... Όλο του ξέφευγε αυτή, κάτι έλειπε, δεν είχε η άμμος την απαραίτητη συνοχή, κι ας είχε βάλει την ιδανική ποσότητα νερού. Κοντά στο ξημέρωμα ένιωσε κούραση αφόρητη, τα δάχτυλά του έτρεμαν, φώναζε η ερημιά του, ακόμα μια αποτυχημένη προσπάθεια να πλάσει τη λατρεμένη μορφή. Ξέσπασε, καλά που δεν έβλεπαν, τι θα έλεγαν, άντρας δυο μέτρα και να κλαίει πάνω από μια μπάλα άμμου... Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο μισοτελειωμένο έργο. Το πρόσωπο της γυναίκας ζωντάνεψε, τα μάτια ανοιγόκλεισαν, τα χείλη μισάνοιξαν και βγήκε πνοή. Πρώτη του φορά ένιωσε πως είχε χαθεί χρόνος πολύτιμος, μην έχοντας ποτέ πριν σκεφτεί πως μια γυναίκα θα ήταν έτοιμη να ζωντανέψει μπροστά στην ειλικρινή, απόλυτη παράδοσή του.
Ιωάννα

EΣΤΩ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Κάτι μέσα στο μαγικό κι εύθραυστο κουκούλι του έρωτα, λες και κυοφορεί το σπέρμα της αθανασίας. "Για πάντα..." λένε τα ερωτευμένα χείλη, αλλά δεν είναι για πάντα. Μια ίωση είναι, θα έλεγαν οι πιο κυνικοί, που άλλοι την περνούν ανάλαφρα κι άλλοι βασανίζονται μέχρι τον θάνατο να την αποτινάξουν, αν τα καταφέρουν.

Είναι όμως κι ο άλλος έρωτας, ο ανεκπλήρωτος. Ολέθριος, τυραννικός, κάνει τα θύματά του να εκλιπαρούν την εκπλήρωση, έστω φευγαλέα, ένα άγγιγμα χωρίς καμία αθωότητα, μια λέξη με ξεκάθαρο νόημα, ένα παθιασμένο φιλί, κάτι χειροπιαστό τέλος πάντων, να βυθιστούν στην άβυσσο της αιωνιότητας... κι ας σβήσουν όλα, μετά. Φτάνει να έχουν επιτέλους καταχωρίσει στο αρχείο πώς κάποτε, κάποιος, τους έκανε να νιώσουν αθάνατοι.

"Για πάντα, δικός σου" έγραφε το σημείωμα που έριξε τυχαία ο άνεμος απ' το ανοιγμένο παράθυρο. Η υπηρέτρια του διάσημου ζωγράφου το κράτησε κι έμεινε ακίνητη. Αν ήταν άλλη, μπορεί να χαμογελούσε ή να παθιαζόταν, ποιος να 'γραψε τέτοια κουβέντα, σε ποια, μήπως στην ίδια; Μήπως ο μεγάλος μαίτρ σκέφτηκε κάτι τόσο ρομαντικό για την εξομολόγησή του; Παιχνίδι του ανέμου ή πεπρωμένο;

Όμως αυτή δεν άφησε τα πόδια της να ξεκολλήσουν απ' τη γη. Δεν επέτρεψε ούτε για μια στιγμή στα βλέφαρά της να κλείσουν και να πλάσουν το ζητούμενο. Γνώριζε πως ο μαίτρ δεν θα γυρνούσε ποτέ να την κοιτάξει, αλλιώς. Κι ούτε κατάλαβε ποτέ, πετρωμένη όπως διάβαζε και ξαναδιάβαζε, πως εκείνος είχε μισανοίξει την πόρτα του ατελιέ και την κοιτούσε χαμογελώντας.
Ιωάννα

Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ - ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ / ΜΑΝΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ


http://www.antifonies.gr/κντ.
Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ

1          Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ: Ο ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
           
2          Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΟΥ  
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Γιάννης Δημητράς
3          ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΟΔΗΛΑΤΑ
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Μαρία Κάτηρα
4          ΣΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Μαρία Κάτηρα
5          ΚΡΙΣΗ  
            ποίηση: Μάνος Ελευθερίου, τραγούδι: Γιάννης Δημητράς
6          ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
           
7          ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ: ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ 
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Ευτύχιος Χατζηττοφής
8          ΕΠΕΤΕΙΟΣ
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Φερενίκη Βαλαρή
9          Ο ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ  
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Εύα Καναβαράκη - Φερενίκη Βαλαρή
10        Ο ΤΡΕΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Ευτύχιος Χατζηττοφής
11        ΟΡΑΜΑΤΑ
            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Εύα Καναβαράκη - Φερενίκη Βαλαρή
12        Ο ΦΟΒΟΣ

            στίχοι: Μάνος Χατζιδάκις, τραγούδι: Ευτύχιος Χατζηττοφής

Γιώργης Παυλόπουλος, Ανθολόγιο Ποιημάτων (Εισαγωγή-Ανθολόγηση:Στάθης Κουτσούνης)

ΣΕΠ29

Κατηγορία: Ακαδημία ΠοιείνΝέοι Ποιητές, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας
(Περιοδικό ΟΡΟΠΕΔΙΟ #1, Αύγουστος 2006)
Ο Γιώργης Παυλόπουλος (Πύργος, 1924) εμφανίστηκε στα Γράμματα το 1943 με τη δημοσίευση του ποιήματός του «Ο νεκρός Γ. Π.» στο τεύχος 4 του περιοδικού ‘Οδυσσέας’, που εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο. Έχει εκδώσει μέχρι σήμερα τις ποιητικές συλλογές: , Ερμής 1971, , Κέδρος 1980, , Στιγμή 1988, , Στιγμή 1990, , Νεφέλη 1997, , Κέδρος 2004. Με έξι μόλις βιβλία σε μια ποιητική διαδρομή 60 χρόνων γίνεται αντιληπτό ότι ο ποιητής είναι ολιγογράφος, αν και χαρακτηριστικός και σημαντικός εκπρόσωπος της γενιάς του, της Α΄ Μεταπολεμικής. 
Στο σύνολό της σχεδόν η ποίηση του Παυλόπουλου χαρακτηρίζεται από μια ήπια και κατασταλαγμένη δραματικότητα. Μια δραματικότητα που πηγάζει εν γένει από την απώλεια: συντρόφων, φίλων και συναγωνιστών, αγαπημένων γυναικών, της νεότητας αλλά και της ζωής γενικά που μεταβάλλεται και φεύγει, του έρωτα που αμβλύνεται και παρέρχεται. 
Η γραφή του είναι αισθαντική και διάχυτα μελαγχολική, εκφραστική και λιτή, ευανάγνωστη και διαυγής στην επιφάνεια, ωστόσο πολυσήμαντη και ενίοτε σκοτεινή στο βάθος της, βιωματική, αφηγηματική και με διάθεση φιλοσοφική, με εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Στη θεματογραφία του εξέχουσα θέση κατέχουν η μνήμη για όσα οδυνηρά βίωσε τόσο σε σχέση με τη δύστροπη εποχή στην οποία ανδρώθηκε (Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, ψυχροπολεμική μετεμφυλιακή περίοδος) όσο και σε σχέση με την προσωπική του ζωή, ένας διαβρωτικός –άλλοτε ορατός και άλλοτε αδιόρατος– φόβος, η διάψευση των οραμάτων και των ελπίδων, ο θάνατος, οι εν Άδη καταβάσεις και οι νεκροί, οι αλλεπάλληλες και διαρκείς μεταμορφώσεις, μια εναγώνια μέχρις οδύνης επιθυμία αυτοπροσδιορισμού, τα όνειρα, ο έρωτας –ως αντιστάθμισμα, εκτός των άλλων, στα επαχθή της ζωής του γεγονότα– και, κυρίως, η αγάπη η αναλλοίωτη. 
Εμφανή στην ποίησή του είναι ακόμη η ερωτοτροπία με θέματα και πρόσωπα από την αρχαιοελληνική λογοτεχνική παράδοση, η υιοθέτηση ορισμένες φορές τρόπων του δημοτικού τραγουδιού, καθώς και μια έντονη αυτοαναφορικότητα, ένας αγωνιώδης προβληματισμός για την ποίηση και την ποιητική –κυρίως στις συλλογές και τα ποιήματα ποιητικής αφθονούν. Πάντως, σε κάθε περίπτωση η σχέση του Παυλόπουλου με την ποίηση είναι αναμφισβήτητα ερωτική. 
Το παρόν Ανθολόγιο με τον περιορισμένο αριθμό ποιημάτων από το σύνολο του ποιητικού corpus του δημιουργού έγινε με γνώμονα δύο κριτήρια: Πρώτον, την αντιπροσωπευτικότητα σε συνδυασμό με την ποιότητα· από τα καλύτερα δηλαδή ποιήματά του ανθολογήθηκαν τα πιο αντιπροσωπευτικά, με σκοπό την ανάδειξη των κύριων χαρακτηριστικών της παυλοπουλικής ποίησης και ποιητικής. Δεύτερον, επελέγησαν ποιήματα που να αποτελούν κλειδιά στην προσέγγιση και κατανόηση του όλου έργου. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι η επιλογή των ποιημάτων αντικατοπτρίζει το γούστο του ανθολόγου και την προσωπική ανταπόκρισή του στο έργο του ποιητή. Και η ανταπόκριση του καθενός έχει να κάνει με την ψυχοσύνθεση, αλλά και με ένα σύνολο κοινών τόπων, αντιλήψεων ή βιωμάτων. Η υποκειμενικότητα επομένως έπαιξε το ρόλο της και στην παρούσα ανθολόγηση.

ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
Κάπου ξεκαρφώνουν απ’ το πρωί.
Απ’ τ’ ανοιγμένα μνήματα βγαίνουνε κρίνα
κι ο ήλιος μέσ’ στη συννεφιά
σα Λάζαρος με σάβανο.
Έπειτα λάμπουν οι στολές των πεθαμένων
το μετάξι, τα χρυσαφικά, τα λεμονάνθια
όλα τ’ ανώφελα των ενταφιασμών
και τα μικρά σκεύη του κάτω κόσμου.
Τώρα τους βλέπω.
Πηγαίνουν σιγά, πλάι στα κυπαρίσσια
προσέχοντας μήπως δρασκελίσουν
το σχήμα που τους έδωσε ο θάνατος
απλώνοντας τ’ αδύναμα χέρια τους
ν’ αγγίξουν λίγο φως ή τον αγέρα
αυτόν που ανασαίνουμε.
Φτωχά σαγόνια, φαγωμένα χαμόγελα.
Δεν ξέρουνε πώς να φερθούν·
γυρίζουν αφηρημένοι εκεί
κατά το μέρος που ολοένα ξεκαρφώνουν.
Θυμούνται.
*
Δεν είναι πόνος, μήτε ξεκούραση καν·
μονάχα σα να σε κατεβάζουν προσεχτικά απ’ το πρωί
χωρίς να τους δίνεις φρίκη
μέσα σ’ ένα άσπιλο σεντόνι και το νιώθεις
καθώς μετατοπίζουν τις σκάλες από καρφί σε καρφί
ώσπου μένουν τα τέσσερα σημεία στον άνεμο
γυμνά, ματωμένα.
(Το κατώγι)

ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Το κατώγι)

()ΤΟ ΣΑΚΙ
Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.
Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τόνα μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.
Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.
Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.
Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.
(Το σακί)

ΚΑΤΑΒΑΣΗ
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Το ποτάμι να φεύγει όπως ο πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τα βουνά
εκείνο το κουρέλι
μαύρο ανεμίζοντας στα σύρματα
και κοντά στα βούρλα μια λιωμένη αρβύλα.
Κι ανάμεσα σε τούτες τις εικόνες
πάλι τα πολυβόλα στην καταχνιά
πάλι ο θάνατος η ακρίδα
πηδώντας από κορμί σε κορμί
πάλι να χάνω τον τόπο
να μην ξέρω πού βρίσκομαι
εδώ ή εκεί
στο άλλο ποτάμι σε τούτα τα βουνά
σε τούτο το χαντάκι σε κείνα τα πλατάνια
εδώ ή εκεί
ακούγοντας κάποιον να μου φωνάζει
απ’ την αντικρινή όχθη
χωρίς να ξεχωρίζω
μήτε τη φωνή μήτε τον άνθρωπο.
Ποια φωνή και ποιος άνθρωπος;
Αυτός που τον σκοτώνουν;
αυτός που μας σκοτώνει;
Μονάχα ένα σκυλί κι εγώ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
εκεί που δεν ήταν τίποτε
να κοιτάξουμε.
(Το σακί)

ΑΣΚΗΣΗ
Άρχισε τότε να βγάζει προσεχτικά τα φτιασίδια
Η μορφή του σαν του πνιγμένου
κάτω από το νερό
κυμάτιζε περνώντας ολοένα
μέσα στον καθρέφτη
χωρίς να βουλιάζει
Σιγά-σιγά φανερωνόταν
πιο καθαρά το πρόσωπό του
Ξαφνικά το είδε
να πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας
και πάλι γρήγορα να μεγαλώνει
καθώς χανότανε σβησμένο
σε μια καταχνιά
Έκλεισε τα μάτια και στα τυφλά
πήγε ν’ αγγίξει το κρύσταλλο
μα δεν ήταν εκεί κανένας καθρέφτης
Τρομαγμένος ψηλάφισε τον αέρα
ψάχνοντας για το πρόσωπό του
φώναξε δυνατά ν’ ακούσει τη φωνή του
και η φωνή δεν έβγαινε από πουθενά.
Τότε κατάλαβε πως βρισκότανε πάλι
σε μιαν αόρατη σκηνή
χωρίς να τους βλέπει και χωρίς να τον βλέπουν
έτοιμος ν’ αρχίσει
υπολογίζοντας τώρα στην τέλεια παράσταση.
(Το σακί)

()ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ
Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.
(Τα αντικλείδια)

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ
Στην Ισμήνη και στον Στέλιο Τριάντη

Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
(Τα αντικλείδια)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και πού πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.
(Τα αντικλείδια)

ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.
Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
(Τα αντικλείδια)
13
Να θέλω κι άλλο
κι άλλο ακόμη. Κι εσύ
να μη μου δίνεις.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
24
Ουρά παγονιού
σε πισινό μαϊμούς
τούτος ο κόσμος.
(Τριαντατρία Χαϊκού)
33
Όλοι χωράμε
οι ζωντανοί κι οι νεκροί
σ’ ένα ποίημα.
(Τριαντατρία Χαϊκού)

Η ΣΙΩΠΗ
Στην Αυγή - Άννα Μάγγελ

Η Σιωπή είναι μια άγνωστη
που έρχεται τη νύχτα.
Ανεβαίνει τη σκάλα
χωρίς ν’ ακούγονται πατήματα
μπαίνει στην κάμαρα
και κάθεται στο κρεβάτι μου.
Μου φοράει το δαχτυλίδι της
και με φιλεί στο στόμα.
Τη γδύνω.
Μου δίνει τότε τις βελόνες
και τα τρία χρώματα
το κόκκινο το μαύρο και το κίτρινο.
Κι αρχίζω να κεντάω
πάνω στο δέρμα της
όλα όσα δε σου είπα
και ποτέ πια δε θα σου πω.
(Λίγος άμμος)

ΤΗΣ ΓΥΦΤΙΣΣΑΣ
Στην Ανθή
Είπα σε μια Γύφτισσα
θέλω να γίνω γύφτος
να σε πάρω
Μπορείς μου λέει να φας για βράδυ
χόρτα πικρά χωρίς αλάτι
κι έπειτα να πλαγιάσεις;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει να πλαγιάσεις
χωρίς να κλαις από το κρύο
πάνω στην παγωμένη λάσπη;
Μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει πάνω στη λάσπη
να μου ανάψεις το κορμί
και να το κάνεις στάχτη;
Αυτό κι’ αν το μπορώ της λέω
Μπορείς μου λέει τη στάχτη μου
να τη ρίχνεις στο κρασί σου
για να μεθάς πολύ, να με ξεχνάς;
Όχι αυτό, δεν το μπορώ της λέω
Γύφτος δε γίνεσαι μου λέει.
(Λίγος άμμος)

Η ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ
Στη μνήμη του Φρανσουά, του Κάρολου και του Αρθούρου
Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τ’ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σ’ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τ’ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μ’ αρέσει.
Και μ’ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
(Που είναι τα πουλιά;)

ΠΗΓΗ http://www.poiein.gr/archives/361