"Ίσως, όταν ξαναϊδωθούμε να μην ξέρει πια καθόλου ο ένας τον άλλον, έτσι που επιτέλους, να μπορέσουμε να γνωριστούμε." &line; ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014
Ηέλτιος- Ω Έρωτα!
Ω Έρωτα!
έλα και πάρε με στα φτερά σου.
Ρίξε την ανεμόσκαλα να μπω σαν
τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι στην κάμαρά της,
γυμνή να τη δω
πάνω στο
κορμί της να με ψάχνει
και παθιασμένη να με καλεί να μεταλάβω
τα Άχραντα Μυστήρια.
Ω Έρωτα!
Δε μοιάζει από δω˙
αυγίζει το θαύμα στο πρόσωπό της
και την ώρα που προχωράει ανάερη στου
νησιού τα δρομάκια,
με τα σάνδαλά της τα αρχέγονα και την
εσθήτα της τη διάφανη,
ξεχωρίζει το στήθος της γυμνό και προτεταμένο
και βλέπεις τον εχθρό να λυγίζει
μπρος στη Μεγαλοσύνη της.
Ω νά την! πάνω στα κύματα βαδίζει
ωραία, μαχόμενη και ευαίσθητη πάντα.
Δέσ' την πώς κοκκινίζει από οργή σαν την
προσβάλεις,
πώς υψώνει το σπαθί της όταν την αδικείς,
πώς από Αγάπη θυσιάζεται.
Ευερέθιστη και νευρική πίσω απ’ τις
κουρτίνες
βγαίνει το βράδυ στα μπαράκια
κι όταν αρχίζει να μιλά ή να χορεύει
ανατρέπει των λέξεων τη σημαντική,
ανατρέπει των λέξεων τη σημαντική,
στη μαντική ενός άλλου κόσμου δοσμένη,
ωσάν τη Σίβυλλα.
Άσβεστο πυρ επάνω της κουβαλά
που αφανίζει τα δαιμόνια
και κόσμος καινούργιος αναδύεται απ’ τα μενεξεδιά της
ηφαίστεια,
με τη
ρώγα της ηδονική βάφοντας
σα βατόμουρο τα χείλη,
σα βατόμουρο τα χείλη,
και θηλή ιερή
για να
βυζαίνει εσαεί της άνοιξης το βρέφος.
Ω Έρωτα!
προστάτεψέ μας απ’ την καταιγίδα του
ανίερου νου
κι άσε
τη Φύση να ανθίσει εντός μας,
μαζί μ’ ένα
τριζόνι για να ξυπνάει μέσα μας το
βράδυ
την έγνοια ή την ανησυχία
την έγνοια ή την ανησυχία
για όσα αποφύγαμε να πράξουμε
από δειλία ή άρνηση
τη ζωή μας να κοιτάξουμε
πιότερο απ΄την Πηνελόπη.
από δειλία ή άρνηση
τη ζωή μας να κοιτάξουμε
πιότερο απ΄την Πηνελόπη.
Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014
Νίκος Γκάτσος Ο ιππότης και ο θάνατος
Νίκος Γκάτσος
Ο ιππότης και ο θάνατος
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.
(1513) Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ'ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἄη – Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ' αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ' Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ' Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρίνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ' ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ' ἅρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ' ἀναποδογυρίσει τ' ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.
Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ' ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ' Ἄη – Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ' τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ' αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν' ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.
Ο ιππότης και ο θάνατος
Ἀπὸ Σπύρου Κοκκίνη 6η ἔκδ,
«Ἀνθολογία Νεοελληνικῆς Ποίησης»
Ἔκδ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε., Ἀθῆναι 2000.
(1513) Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ'ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἄη – Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ' αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ' Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ' Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρίνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ' ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ' ἅρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ' ἀναποδογυρίσει τ' ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.
Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ' ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ' Ἄη – Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ' τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ' αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν' ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.
Νάσος Βαγενὰς-«Θάνατος στὰ Ἐξάρχεια»
Νάσος Βαγενὰς
«Θάνατος στὰ Ἐξάρχεια»
Ἀπὸ Νάσος Βαγενάς, «Πεδίον Ἄρεως»
Μοῦ εἶπαν πὼς εἶχες πεθάνει καὶ σὲ ξαναβρίσκω
στὸ καφενεῖο νὰ παίζεις τάβλι μὲ τοὺς ζωντανοὺς
κερδίζεις κιόλας φορᾶς καὶ γραβάτα
ἐσὺ ποτὲ δὲ φοροῦσες γραβάτα
ποτὲ δὲν κατέβαινες στὴν πλατεία
κλεινόσουν πάντα σ΄ ἐκεῖνο τὸ σπίτι
καὶ κοίταζες ἀμίλητος τοὺς γείτονες καὶ τοὺς περαστικούς.
Μοῦ εἶπαν πὼς εἶχες πεθάνει ποιὸν νὰ πιστέψω
χάθηκες ξαφνικὰ χωρὶς νὰ πεῖς οὔτε λέξη
χωρὶς ν΄ ἀφήσεις οὔτε σημείωμα
τὰ παντζούρια σου κλειστὰ τὸ κουδούνι χαλασμένο
τὸ σκυλὶ πικραμένο καὶ τὰ φῶτα σβηστά.
Εἶσαι δὲν εἶσαι ποιὸν νὰ πιστέψω
πόσο ἔχει ἀλλάξει ἡ φωνή σου
οἱ ἄλλοι δὲ μιλοῦν σὲ κοιτάζουν ποὺ παίζεις
σὲ κοιτάζουν ποὺ ρίχνεις χαμογελώντας τὰ ζάρια
κι ὅλο κερδίζεις κι ὅλο κερδίζεις.
Μὰ ἐσὺ ποτὲ δὲν κέρδιζες ἤσουν πάντα ὁ χαμένος.
«Θάνατος στὰ Ἐξάρχεια»
Ἀπὸ Νάσος Βαγενάς, «Πεδίον Ἄρεως»
Μοῦ εἶπαν πὼς εἶχες πεθάνει καὶ σὲ ξαναβρίσκω
στὸ καφενεῖο νὰ παίζεις τάβλι μὲ τοὺς ζωντανοὺς
κερδίζεις κιόλας φορᾶς καὶ γραβάτα
ἐσὺ ποτὲ δὲ φοροῦσες γραβάτα
ποτὲ δὲν κατέβαινες στὴν πλατεία
κλεινόσουν πάντα σ΄ ἐκεῖνο τὸ σπίτι
καὶ κοίταζες ἀμίλητος τοὺς γείτονες καὶ τοὺς περαστικούς.
Μοῦ εἶπαν πὼς εἶχες πεθάνει ποιὸν νὰ πιστέψω
χάθηκες ξαφνικὰ χωρὶς νὰ πεῖς οὔτε λέξη
χωρὶς ν΄ ἀφήσεις οὔτε σημείωμα
τὰ παντζούρια σου κλειστὰ τὸ κουδούνι χαλασμένο
τὸ σκυλὶ πικραμένο καὶ τὰ φῶτα σβηστά.
Εἶσαι δὲν εἶσαι ποιὸν νὰ πιστέψω
πόσο ἔχει ἀλλάξει ἡ φωνή σου
οἱ ἄλλοι δὲ μιλοῦν σὲ κοιτάζουν ποὺ παίζεις
σὲ κοιτάζουν ποὺ ρίχνεις χαμογελώντας τὰ ζάρια
κι ὅλο κερδίζεις κι ὅλο κερδίζεις.
Μὰ ἐσὺ ποτὲ δὲν κέρδιζες ἤσουν πάντα ὁ χαμένος.
Γιώργος Σεφέρης Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Γιώργος Σεφέρης
Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλό•
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι•
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα•
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ νὰ πονοῦμε
γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα•
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει•
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42
Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «Ποιήματα» 20η ἔκδοση, ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ, Ἀθῆναι 2000.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι
αὐλακώνουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παιδιά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν ἀντίπερα γιαλό•
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρόχειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλικαριοῦ
ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι•
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς κλειστὲς
βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δωρητὴς
καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα•
ποὺ δὲν εἶναι ποτὲς του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ παλαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατί καὶ τὸ τραγοῦδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγά-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατί ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο γιὰ νὰ πονοῦμε
γι’αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τὸ μεγάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ σπέρνουν
καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι τόσο διαφορετικὸ
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα χωρὶς
τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ ἔστω
καὶ γιὰ τὰ μεγάλα•
ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συνήθισε
ν' ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ' ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ περιβόλι στὸ
κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν' ἀλλάζει σχῆμα,
νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει•
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πόθου μας
καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι ἑνὸς κόσμου
ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε σωστὴ
κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα πού μας ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου '42
Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014
Σπύρος Ποταμίτης:
1. Έτσι που μέλλει…
Έτσι που μέλλει πάντα να γυρνάς
στα ξεφτισμένα χρώματα των δειλινών
για τις αλήθειες που σκορπίστηκαν ανείπωτες στη δύση
για τις αξίες που εξαργυρώθηκαν σε βιαστικές συναλλαγές
για τις τιμές που ξεπουλήθηκαν τα όνειρα…
έτσι που μέλλει πάντα ν΄ αγαπάς
δίχως αγάπη να γυρεύεις
ποια ψυχή να σε θέλει και να σε ποθεί ακόμα;
2. Αποχαιρετισμός
Ι
Αντικρίζω την ώρα της λησμονιάς
τις δάφνες τις πικρές του ψηλού σου βουνού αποχαιρετώντας
την απανεμιά των λημεριών στις παρυφές του λόφου
τις πέτρινες καμάρες μες στα πλαγιασμένα δέντρα
που σ΄ αγκάλιασα με το ρίγος απ΄ το ψιχάλισμα του δρόμου
εικόνα που εμπρός μου στάθηκες
χλωμή σκιά χαμόγελου παρθενικού
και άμαθου στην ευτυχία.
Αγγίζω την πέτρα που σαγήνεψες περσότερο
με του τρεμάμενου κορμιού την ταραχή
το άβολο προσκέφαλο μα τόσο αγαπημένο
στα χρόνια που πέρασαν λειψά από γνώση
με τις κρυφές στιγμές που φέρνανε χρώμα γιασεμιών
στη σκοτεινή κάμαρα
και μισανοίγανε το παράθυρο
δίπλα στη γλάστρα με τα τζαντζαμίνια
να μπαίνει ο αντίλαλος της θάλασσας
φωνή που ψιθυρίζει όνειρα.
Ποιος είναι όμως αυτός που πονά κι υποφέρει
και ποιος αυτός που πεθαίνει πίσω γυρνώντας;
Εγώ σε πόθησα πολύ σαν έμοιαζες της άνοιξης.
Μορφή να παίρνεις απ΄ τ΄ ουρανού το μούδιασμα θυμάμαι
πάνω απ΄ τις κορφές των πεύκων που πέρναγε το φως
κλεφτά μέσα απ΄ τα φύλλα και τα σύννεφα
και με χιλιάδες κλώνους να βγάζεις ανθούς
μες στους αέρηδες άγιο λιβάνι μοσχοβολώντας
μιας εκκλησιάς που λειτουργούσαν αθάνατοι αγγέλοι.
Έτσι σε είδα. Με την ψυχή σου να με παίρνει μακριά!
Εγώ σε πόθησα πολύ γι΄ αυτό σε ξέρω έτσι
κι όσο με τη δροσιά των χαραυγών ξεδίψασα τα χρόνια που καιγόταν
τόσο ποτέ εσύ δε μ΄ έμαθες!
Μιχάλης Παπαθανασίου, Νίκος Βουρλιώτης Οι ψυχές - Goin'Through & Άλκηστις Πρωτοψάλτη...
Συνθέτης: Μιχάλης Παπαθανασίου
Στιχουργός: Νίκος Βουρλιώτης
Είναι δώδεκα το βράδυ κι όπως λένε όλοι οι μύθοι
τα φαντάσματα ξυπνάνε από κάποιο παραμύθι
έχουν φτερά, στα σύννεφα πετούν και απειλούν
απροστάτευτες παρέες ψάχνουν πάντοτε να βρουν
Λένε είναι οι ψυχές που δεν έχουν ησυχάσει
κάποιο πνεύμα ξεχασμένο που το δρόμο έχει χάσει
σκιά πάνω στον τοίχο κάτι πίσω απ' την κουρτίνα
ήχος σαν κραυγή που 'ρχεται απ' την κουζίνα
Κάποιοι πάλι κοροϊδεύουν δεν πιστεύουν πως υπάρχουν
άλλοι φοβούνται μήπως πεθάνουν απ' το φόβο τους σαν θα 'ρθουν
κι όταν στον τοίχο το εκκρεμές δώδεκα φορές χτυπήσει
το σώμα παραλύει κι η καρδιά θα σταματήσει
Με παραμύθια μεγαλώνουμε μεγάλοι και μικροί
στα σκοτεινά τα παραμύθια αντέχουν μόνο οι τολμηροί
μη με ρωτήσεις να σου πω τι πιστεύω για όλα αυτά
κλείσε τα μάτια και ανέβα μοναχός σου τα σκαλιά
Λένε είναι οι ψυχές που μένουν, λένε είναι οι σκιές
Λένε πως κοιμούνται κάθε μέρα και ξυπνούν τις Κυριακές
Αν τύχει στο παραμύθι να ακούσεις ουρλιαχτά
Αν ακούσεις την καρδιά σου να χτυπάει δυνατά
Αν αντικρίσεις μια νεράιδα ή ένα μαύρο ξωτικό
μη τρομάξεις, ποτέ δε θα σου κάνουνε κακό
Όποια πόρτα συναντήσεις μη διστάσεις να χτυπήσεις
κι αν απάντηση δεν πάρεις μη διστάσεις να ανοίξεις
στο δάσος αν χαθείς κλείσ' τα μάτια και τ' αφτιά σου
για λίγο προλαβαίνεις μες στα όνειρά σου, χάσου
Μίλα στο φεγγάρι, φτάσε πιο ψηλά απ' τον Άρη
κάνε τώρα τρεις ευχές πριν να τρίψεις το λυχνάρι
ζήτα ό,τι θες, κάνε ό,τι σου κατέβει
κανείς δεν υπάρχει που να στο απαγορεύει
Λένε είναι οι ψυχές που μένουν, λένε είναι οι σκιές
Λένε πως κοιμούνται κάθε μέρα και ξυπνούν μοναχά τις Κυριακές
Λένε είναι οι ψυχές που μένουν, λένε είναι οι σκιές
Λένε πως κοιμούνται κάθε μέρα και ξυπνούν τις Κυριακές
Είναι δώδεκα το βράδυ κι έχουν όλοι κοιμηθεί
στη δική μου γειτονιά οι ψυχές έχουν κρυφτεί
δε γυρίζουν σαν σκιές μες στης πόλης τα στενά
γι' αυτό τις ανταμώνω στα όνειρά μου πιο συχνά
Ένα ακόμη βράδυ απ' αυτά που δεν τελειώνουν
κρύο και υγρό σαν αυτά που καταριόμουν
μπροστά βάδιζα εγώ και ξοπίσω χίλια μάτια
κάπου στάθηκα, θυμάμαι, μπρος σε κάτι σκαλοπάτια
Κάτι μ' αγκαλιάζει, κάτι με τρομάζει
κάτι μέσα μου θεριεύει και το δρόμο πάντα φράζει
αχ να 'ξερα δυο ξόρκια να ξεφύγω απ' το κακό σου
να βρω ν' ανακαλύψω που φυλάς το μυστικό σου
Οι νύχτες έχουν γίνει Ερινύες στην ψυχή μου
σημαδεύουν τη ζωή μου, συνοδεύουν τη σιωπή μου
Τ' αστέρια αδιάκριτα μετρούν τα βήματά μου
και φλερτάρουν σαν κορίτσια συνεχώς με τη σκιά μου
Λένε είναι οι ψυχές που μένουν, λένε είναι οι σκιές
Λένε πως κοιμούνται κάθε μέρα και ξυπνούν τις Κυριακές
Μ' ακούς; Μίλα στις ψυχές, βγάλε όλα τα σφιγμένα
Αυτά που χρόνια τώρα έχεις μες στο στήθος σου κρυμμένα
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014
Φίλιππος Γράψας: Παράξενη βροχή - 1995
Στίχοι:
Φίλιππος Γράψας
Μουσική:
Αλέκος ΧαραλαμπίδηςΠέφτει μια παράξενη βροχή
πάνω στα παράθυρα της νύχτας
ποια συννεφιασμένη εποχή
ξενυχτάει στο φως μιας καληνύχτας
δε σου πάει ζωή στην ξαστεριά
δε σου παν τα κίτρινα φεγγάρια
πώς να φτάσουν για παρηγοριά
τέτοιας ερημιάς τα συναξάρια
Σώμα υποταγής φόβος
είναι της φυγής φόβος
μη μ’ ακολουθείς
μια για την καρδιά φόβος
δυο για την ψευτιά φόβος
τρις θα μ’ αρνηθείς
Πέφτει ένα σκοτάδι από σιωπές
γύρω γύρω και στη μέση λύπη
όλες η πληγές είν’ ανοιχτές
και ο γιατρός του κόσμου, απόψε λείπει
Τέτοιες ώρες στη γωνιά του νου
μόλις χαμηλώσει η περηφάνια
βγαίνουν τα μαχαίρια του καημού
και της μοναξιάς τα γιαταγάνια
Σώμα υποταγής φόβος
είναι της φυγής φόβος
μη μ’ ακολουθείς
μια για την καρδιά φόβος
δυο για την ψευτιά φόβος
τρις θα μ’ αρνηθείς
Στίχοι: Κώστας Φασουλάς, Μουσική: Μάριος Τόκας, Βασίλης Σκουλάς - Τ' όνειρο είναι μια φωτιά HD
Στίχοι: Κώστας Φασουλάς
Μουσική: Μάριος Τόκας
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Σκουλάς
Lyrics
Τ' όνειρο είναι μια φωτιά
σε χάρτινο καράβι
Κι εσύ μια δυνατή βροχή
που την ψυχή μου σκάβει
Το δάκρυ είναι κεραυνός
τα μάτια είναι χειμώνες
Κι εσύ του χρόνου μια στιγμή
που με παιδεύει αιώνες
Να χάνομαι στο βλέμμα σου
να παίρνει η αλήθεια χρώμα
Κι αν μ' αρνηθείς, σαν το σπαθί
θα καρφωθώ στο χώμα
Η νύχτα είναι μια στεριά
για ναυαγούς και μόνο
Κι εσύ μια απότομη στροφή
μες στο δικό μου δρόμο
Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014
ΛΙΖΕΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ -ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ (ΑΧ ΖΩΗ)
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ - ΛΙΖΕΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΗ
(Γιώργος Καζαντζής-Γιάννης Τσατσόλπουλος)
Αχ ζωή, κάτι μου κρύβεις, κάτι μαγικό που το ποθώ
Πως περνάς, και νιώθω να το αγγίζω όσο το απωθώ
Να 'μαι καλά, στα χαμηλά και δω στη γη να ξημερώνω
Να ζω με τούτα τα ψηλά να χάνομαι στο χρόνο
Να σέβομαι τη λογική τα συναισθήματα να πνίγω
Κρυφά να γίνομαι παιδί να ξαναπαίζω λίγο
Αχ ζωή, κάτι μου κρύβεις, κάτι μαγικό που το ποθώ
Πως περνάς, και νιώθω να το αγγίζω όσο το απωθώ
Να λέω το πικρό γλυκό νά'χω δυο πόδια για να βγαίνω
Καφέ να πίνω στο σταθμό να μην πηδάω στο τρένο
Να βάζω παραεκεί το εγώ μην αγαπήσω σαν κουρσάρος
Κι απ του ονείρου να λυγώ το πουπουλένιο βάρος
Αχ ζωή, κάτι μου κρύβεις, κάτι μαγικό που το ποθώ
Πως περνάς, και νιώθω να το αγγίζω όσο το απωθώ
Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014
Σπύρος Ποταμίτης- Ποιητική συλλογή «Εδίθ»
Τ Ο Υ Τ Ο Σ
Ο Κ Ο Σ Μ Ο Σ
α΄
Ήχο και φως -είπε- η λάμψη αθώρητη
σαλπιγγική της φωτιάς μοίρα του ήλιου το πρόσωπο
ά β α τ η σάρκα
τον ίσχαιμο νου με τη ρομφαία
και το αίμα πορφυρό στους αιώνες έτρεξε!
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
γενιά των από πάντα άστρων και του άφαντου βυθού
μελλούμενος του θανάτου και μάταιος
ο καιρός της προσμονής -που ήρθε- έστρεψε
κατ΄ αλλού την αγάπη και κατ΄ αλλού το μίσος.
Αυτή η γη κι αυτή η θάλασσα -πάντα- να μέλλει!
Κρωγμοί σείοντας σχήματα των ουρανών
κι η κόρη δίσεκτος του μέλλοντος
τη δυσγενεσία μου αποκάλυψαν και
τη μύχια φωνή της ντροπής του ανθρώπου αυτού
που μου έμελλε και δεν τον απαρνήθηκα.
ΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ
ο προπάντων της ψευτιάς και του πένθους
αρνούμενος τη ζωή και χλευαστικός
κι ο καιρός της προσμονής πέρασε
άλλος την αγάπη λατρεύοντας κι άλλος το μίσος.
Αυτή η α λ ή θ ε
ι α πάντα πικρή έμελλε!
Φωνή κραδαίνοντας στην έσχατη πλάνη
και το νου το σκοτεινό
γοερά το βρέφος -κλαίω- που αναζήτησα
και το φως αίμα πορφυρό στους αιώνες!
Αυτή τη ζ ω ή και το
θ ά ν α τ ο !
β΄
Με τετράκοπο άνεμο πλεύρισε την καρδιά μου φ ω ς
που σκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Πηγή της ανατολής με το στόμα ακόμα γλυφό
του βορρά ύστερα συντροφικό Άστρο
Νησί του νοτιά που με γέννησε
και Μάτι από πάντα δακρυσμένο της δύσης.
Κοιτάζω το άγνωστο και πλανάται η ψυχή μου
απ΄ το Ιόνιο με το αεράκι και το απαλό το κύμα
ταξιδεύοντας τα πέρατα.
Αγγίζω την ηλιαχτίδα κι ημερεύω τα ζώα που υπηρετώ
μέσα μου της φωτιάς το πρόσωπο σίδερο και μπαρούτι
μοιρασμένο στην όρθια φωνή που δρασκελίζει τον κόσμο.
Αστράφτει ο ουρανός τα φτερά των αγγέλων
στο μαύρο σύννεφο κι η καταιγίδα
πλημμυρίζει το στόμα μου.
ΚΑΝΕΙΣ λέω δε θέρισε το θάνατο και σαπίζει στο χώμα!
γ΄
Αναλήφθηκα στους ουρανούς απ΄ τη χρυσή βροχή
και το δάκρυ μου έσταξε των φύλλων το χρώμα
δροσιά ήρθε στο καμίνι της ερήμου
κι οι κόκκοι της άμμου κιτρίνισαν.
ΑΥΤΗ τη γη λέω έσπειραν με ρόδα
και θερίζουν τον άνεμο!
Αναγγέλλομαι μέσα απ΄ το θειάφι
κι έπειτα στεριώνω το σανίδι στο παράθυρο
και την πόρτα κλειδώνω.
Απ΄ το καρφί κρεμάω τη φωνή μου τα φωνήεντα χωριστά
και τα σύμφωνα στον κήπο μου θάβω.
Τώρα σκαρίζει το χώμα κι ένα φύλλο μ΄ απειλεί
απ΄ το λουλούδι που μαραίνονται τα μάτια μου.
ΠΟΣΟ μας έλειψε άραγε η ευδαιμονία των κήπων;
Αναγεννιέμαι απ΄ τη φωτιά και στο χείλι μου στάζει
το όπιο της γνώσης όμως δε μου φτάνει ο χρόνος
στην αρχή να γυρίσω της σιωπής.
Σηκώνω τον αθώο μου λόγο: ότι μ΄ αγάπησε
αν το χέρι δε του άπλωσα -πάντα-
μοναδικό μου χρέος να με κυριεύει!
δ΄
Κατακλύστηκα απ΄ τους ουρανούς κι η βροχή μεστή έπεσε
το χνώτο της φίλησε την πηγή δροσερό
και στο χώμα έλαμψε η πληγή
που μ΄ οδηγεί στη θάλασσα.
Γαλάζιο το αίμα μου χύθηκε
η γοργόνα κολύμπησε μες στον αφρό του
και τα πανάρχαια μαλλιά της άγγιξαν τον ήλιο.
Στη μεγάλη τη θάλασσα χάθηκα ψάχνοντας
το βυθό και τους ύφαλους -τη μόνη άκρη που βρήκα-
τραβώ απ΄ τα βάθη της αβύσσου.
Έσφαλα και πληρώνω γι΄ αυτό. Ότι αγάπησα
τώρα με πληγώνει
τα τρία άστρα νεκρά μες στα χέρια μου
η ζωή, ο θάνατος κι η ανταμοιβή
σβήνουν τον ήλιο κι οδηγούν στα σκοτεινά το τραγούδι μου.
Ανασηκώθηκα ταπεινά απ΄ το χώμα, μύριες φορές,
με το απαλό το χάδι της ελπίδας
το σχήμα της που μέσα μου κρατούσε.
Ότι έδωσα κανείς δε το γύρισε
ορφανό το βήμα που με φέρνει εδώ
κι αυτό -ίσως- το οφείλω από πάντα.
Σηκώνω τον αθώο μου λόγο:
Όλα τ΄ αγάπησα!
ΜΟΝΗ ΜΟΥ ΟΦΕΙΛΗ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΕ ΔΙΩΚΕΙ !
Διαβάστε περισσότερα: http://spyros-potamitis.κντ
ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΓΚΑΝΑΣ, ΛΕΚΚΑΣ - πως να ξεχάσω
Στίχοι: Μιχάλης Γκανάς.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας, «ΑΣΙΚΙΚΟ ΠΟΥΛΑΚΙ», 1996.
Απ' τη ζωή μου δε θα βγεις ποτέ,
ζωή δική μου και ζωή μου δυο φορές,
χαρά στη λύπη μου και λύπη στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...
Τα μεγάλα μάτια που με χάιδεψαν,
τα ζεστά σου χέρια που με άγγιξαν
και τα τόσα λόγια που δεν πρόλαβα,
σε βαθύ πηγάδι θα το πω, πόσο σ' αγαπώ.
Απ' το κορμί μου δε θα βγεις ποτέ,
δικό μου σώμα και κορμί μου δυο φορές,
χαρά στον πόνο μου και τραύμα στις χαρές,
πώς να ξεχάσω, πώς να ξεχάσω...
You are never going to get out of my life,
my own life you are and twice life of mine,
joy to my sadness and sadness to my joys
how to forget, how to forget...
The big eyes that caressed me tenderly,
your warm hands that touched me
and all the words that I didn't make to say
I shall voice to a deep well, how much I love you
You will never get out of my body,
oh my own body and body of mine twice
joy to my pain and wound to my joy,
how to forget, how to forget...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)