Share

Τρίτη 20 Αυγούστου 2024

Νίκος Μαμαγκάκης - Πόσοι οι άνθρωποι είναι μόνοι | Official Audio Re...


Γύρω μου ζητώ ένα χέρι, ένα χέρι,  να με σφίξει, να το σφίξω,  άνδρες και παιδιά και γέροι το τραβούν, ας τους αγγίξω,  ένας τον άλλον δεν ξέρει. Πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,  πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,  σαν ο φόβος τους ενώνει,  σαν ο φόβος τους ενώνει. Τα ματάκια μου κλειδώνω και στην άβυσσο απολιέμαι,  με είδε φόβο, μα είδε πόνο, μα είδε πόνο,  νιώθω πια και συλλογιέμαι τι πολύ μακριά ξαπλώνω. Αν η τύχη μας φυλάξει,  αν η τύχη μας φυλάξει,  μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει,  μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει.
Εμφάνιση λιγότερων

ΣΚΛΑΒΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ: Ποίηση Κώστας Βάρναλης, Μουσική Νίκος Μαμαγκάκης. Ήσουν ωρα | Official Audio Release

το ποιημα εδω

Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Κώστας Τσιαντής : Ξένος εγώ ειμί

 

Ξένος εγώ ειμί
της αυγής οδοιπόρος σ' έρημο μονοπάτι.
Υιός πατρός αυτοπάτωρος
και επιγενόμενων κόσμων υφάντισμα ηλιοφόρο
στη ράχη του ταύρου επιδέξια ακροβατώ
και σε γκρεμούς απάτητους μετατοπίζω
την ξυπόλητη φτέρνα μου.
Στις ακρώρειες του κόσμου
με του ακροβάτη τη μπάρα στο χέρι ισορροπώ
της παρουσίας σου ευχαριστιακά δεξάμενος
το θαύμα.
26-7-2019

Μ. Αλυγιζάκης- Κ.Τσιαντής : ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Ζωή Δικταίου: Απάνεμα από ψέμα και πλάνη

 

Απάνεμα από ψέμα και πλάνη

Θέρος, ακρυλικά 50χ70, Ιωάννα Παληοκώστα


Συνήθιζε να μένει μόνος,

απάνεμα από ψέμα και πλάνη

περιόριζε επιθυμίες, ανάγκες

κολοσσιαία σχέδια,

ένα ποτάμι αδάμαστο,

γνώριζε την αξία της συγκίνησης

που έχει η ανατολή

σε μια άγρια, απάτητη κορφή,

ένα θεριεμένο κύμα στ’ ανοιχτά,

στο σεληνόφωτο,

κέρδιζε, σε ελευθερία,

χωρίς ποτέ να ζητά

μήτε να καταδέχεται τα ψίχουλα,

που του πετούσε

εκείνη, η αστή, η μη μου άπτου,

η δήθεν καλλιεργημένη,

έμενε όπως πάντα, αδιάφορη,

μακριά από τα γεγονότα

να υπολογίζει συμφέροντα

να ονειρεύεται τιμές

να κρύβει τα άπρεπα του βίου της

να κρύβεται σε ψεύτικα χαμόγελα,

να μετράει λάφυρα και τρόπαια

κοροϊδεύοντας τον αλλιώτικο κόσμο του

αυτόν που πάσκιζε

να δημιουργήσει,

τον εντελώς καινούργιο.

Ο δικός της, κραυγαλέος

σε ματαιοδοξία, έπαρση και είδωλα φθαρτά

ο πόθος για ένοχες χαρές ακόρεστος,

έχοντας ζήσει το πλέον της ζωής,

έτσι έμελλε,

γι’ αυτό τα μάτια της, μάτια φθόνου

αιματηρά,

έστηναν παγίδες, λάγνα βλέμματα

σε εικόνες εφήμερες

έταζαν δόξες εξαργυρώνοντας

το μαζί και το πάντα

σε φαύλα λόγια κολακείας

στην καλύτερη περίπτωση,

όταν δεν ήταν περιφρόνησης

χωρίς ποτέ να δίδει εξηγήσεις

για όσα, εκείνη μόνο, έκανε πως είχε ξεχάσει.



Κόντευε τα πενήντα

όταν παραδέχτηκε το τέλος του γάμου του,

τα παιδικά καλοκαίρια

καρφωμένα στις άκριες των δαχτύλων

«άλλαξε την ανορθόγραφη ζωή σου» φωνή της λογικής

όρθιος στα σταροχώραφα

καθώς μισόκλεινε τα βλέφαρα

αγιάτρευτα γύρισαν τα όνειρα,

απόφαση ανέκκλητη

διαβούλευση μυστική

η μέσα πατρίδα

αδρή αφή της αλισάχνης.

Στάχυα χρυσά στον ήλιο του μεσημεριού

χόρευαν με το μελτέμι,

πλησίαζε

η ώρα του θερισμού,

τα παρατηρούσε να γέρνουν στο χώμα

μεστωμένα,

τη μια να προσκυνούν τη γη

την άλλη να υψώνονται στο φως

καλώντας τις σιταρήθρες και τις πέρδικες,

και τις νύχτες

όταν χαμήλωνε δρεπάνι το φεγγάρι

το ήξερε, θαρρείς από τη γέννησή του,

πως τα στάχυα

ονειρεύονται θάνατο κι ανάσταση μαζί.



Άπλωσε τα χέρια,

δυο πουλιά πέταξαν

από τη ραχοκοκαλιά της μηλιάς στα σύρματα,

καμιά φορά στο καταμεσήμερο

εφημερεύει μόνο η αγάπη

κι ας είναι σε ένα φτερούγισμα,

είναι που ξεχωρίζει η αμαρτία

από την αρετή.

Μέσα στις παλάμες του

ο νιός καρπός,

η ψυχή παραδομένη

στη λεηλασία της νοσταλγίας,

εδώ, στην ερημιά του προγονικού τοπίου

χόρεψε

με τους Κορύβαντες

στο αλώνι πεντοζάλη,

ναι, ό,τι γεννιέται πεθαίνει

μα η απραξία οξειδώνει

την άγκυρα του νου.

Η αρχαία φλέβα

πετάχτηκε στο λαιμό

στην πρωτόγνωρη γαλήνη

οι τρεις Μοίρες έσκυψαν πάνω απ’ τα στάχυα

δοκιμάζοντας στην κάψα

δρεπάνια,

χέρια, πεπρωμένα,

δυο δρασκελιές μπροστά

η μάνα του, στα κόκκινα,

σύναξη μυθική,

ο άγνωστος προορισμός

ξαφνικά έγινε δρόμος, γνώριμος,

είναι που η ζωή δεν ξέχασε να κλώθει,

είναι που η προδοσία αλλάζει την όραση

ακόμη κι αν αργεί.

Τον έσφιγγε η αλήθεια,

ξέχειλα λυτρωμένος

χάραξε ένα σύμφωνο κεφαλαίο

και δυο φωνήεντα,

Ζωή,

στην άνυδρη πέτρα διόρθωνε

τ’ ανομολόγητα,

είχε συντηρήσει τη ρίζα του,

«δεν έχει άλλες αναβολές», μπορεί και να το ψιθύρισε

ένας ανεμοστρόβιλος πέρασε

με παράφορη οικειότητα το άγγιγμα στον ώμο,

«τα λάθη είναι πάντα χρήσιμα»

δεν χρειάστηκε ούτε να την αποχαιρετήσει

εκείνη,

ένα πυροτέχνημα στη σκέψη του.



Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα 15 Ιουλίου 2024 

ennepe-moussa.gr/ 10 ΠΟΙΉΜΑΤΑ