1924 – 2024
100 χρόνια Νέα Δήμητρα Κιλκίς.
Σαν τα πουλιά (ποίημα)
Στη μνήμη αυτών που ίδρυσαν το όμορφο χωριό μας,
με μόνα τους εφόδια δουλειά, αρχές κι αξίες.
Σαν τα πουλιά που σκόρπισαν στου γερακιού τη θέα, άφησαν την Πατρίδα τους στα πρόθυρα της Πόλης,
κι από Λαζάρκιοϊ, Αμπαρλί, Όκλαλι κι Ακαλάνι,
ήρθαν σε τόπο άξενο, να στήσουν τη φωλιά τους,
της προσφυγιάς να κρύψουνε τον πόνο και το θρήνο.
Πήγαν εδώ, πήγαν εκεί, περπάτησαν για μέρες,
πληγώθηκαν τα πόδια τους, ανώφελος ο κόπος,
τόπο σαν την πατρίδα τους δεν έβρισκαν κανέναν,
τους πήρε το παράπονο, στέρεψε το κουράγιο,
συλλογισμένοι κάθισαν, κουβέντα δεν τους βγαίνει.
Κι όπως ήταν αμίλητοι, χαμένοι μες στις σκέψεις,
βραχνή φωνή ακούστηκε, φωνή σοφή γερόντου.
«Έχω ένα λόγο να σας πω και θέλω να μ’ ακούστε.
Άδικα παραδέρνουμε σε λόγγους και ορμάνια,
τόπο σαν την Πατρίδα μας άλλονα δε θα βρούμε,
γι’ αυτό να σταματήσουμε τα πέρα και τα δώθε.
Εδώ, θα στήσουμε χωριό, κι ας είναι χερσοτόπι,
που ’χει νερό τρεχούμενο, βοσκή για τα χαϊβάνια,
που ’χει και γης γι’ αλέτρισμα, να ’χουμε το ψωμί μας,
που ’χει κι αυτό το πλάτωμα να χτίσουμε τα σπίτια,
εδώ, στη Νέα Δήμητρα, η νέα μας πατρίδα».
Όλοι με μιας συμφώνησαν, ζύγωνε κι ο χειμώνας,
και τις σκηνές τους έστησαν για να ξεχειμωνιάσουν,
έφτασε κι «ο Εποικισμός» σπίτια για να τους χτίσει.
«Θέλουμε όσο πιο πολλούς εργάτες και καλφάδες,
ώστε το γρηγορότερο, χωριό να ’χουμε στήσει»,
τους είπε ένας αψηλός, θαρρώ ο Καραμάνος.
«Ούλοι μας θα δουλέψουμε, κανείνας δεν θα λείψει,
άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ακόμα κι οι γερόντοι.
Νοικοκυραίοι ήμασταν, εφέντη μ’, στην Πατρίδα,
είχαμε βιος και προκοπή, τσαντίρια δεν μας πρέπουν,
μη γλέπετε που σήμερις γυρνούμε μ’ ένα μπόγο»,
απάντησε ένας γέροντας με δακρυσμένα μάτια.
Από την άλλη το πρωί, δίχως καιρό να χάσουν,
μικροί, μεγάλοι έτρεξαν, με ήλιο και με χιόνι,
ο ένας λάσπη έκαμνε, ο άλλος τούβλα φέρνει,
ο τρίτος ξύλα πελεκάει για σκελετό και στέγη,
και πριν να έρθει ο Αύγουστος, να ’ρθει της Παναγίας,
έγινε και η κλήρωση, στα σπίτια μέσα μπήκαν.
Ανοίξανε τους μπόγους τους, με τα ιερά και τ’ άγια,
εικονοστάσι έστησαν στην πιο ψηλή την κόχη,
φωνάξανε και τον παπά τον αγιασμό να κάμει,
κι είπανε «Δόξα σοι ο Θεός, εδώ θα πορευτούμε,
η ράτσα μας είναι σκληρή, μοιάζει με αγριάδα,
π’ ακόμα και μ’ αναβροχιά, ριζώνει και καρπίζει».
Σαν μπήκανε στα σπίτια τους, σήκωσαν τα μανίκια,
κι απ’ την αυγή δουλεύανε ώσπου να πέσει η νύχτα,
σχολειό βολέψαν κι εκκλησιά σ’ ένα παλιό κονάκι,
νερό απ’ το κάστρο έφεραν στη βρύση της πλατείας,
μπακάλικα ανοίξανε, φούρνους και καφενεία.
Ήρθε και η «Επιτροπή», εκείνη των «Προσφύγων»,
να τους μοιράσει τρόφιμα και ζώα εργασίας,
στον έναν έδωσε άλογο, στον άλλο αγελάδα,
στον τρίτο ένα γάιδαρο, στον τέταρτο μουλάρι,
και ένα κάρο, από μισό σε δυο νοικοκυραίους.
Και όταν έφτασε ο καιρός να πάνε να οργώσουν,
κι έπρεπε να ταιριάξουνε δυο ζώα σε ζευγάρι,
από ανάγκη έζεψαν γελάδα με γαϊδούρι,
το ίδιο και στο θερισμό, το ίδιο και στ’ αλώνι,
μα ακόμα κι έτσι μπόρεσαν στα πόδια να πατήσουν.
«Ούλοι για ούλους», είπανε, δεν είχαν ξεσυνέριο,
και η ζωή τους φάνηκε πως μπήκε σ’ έναν δρόμο,
μα σαν τη νύχτα πλάγιαζαν λίγο να ξαποστάσουν,
ο νους τους εφτερούγιζε στης φύτρας τα λημέρια,
και ύπνος δεν τους έπιανε από τη νοσταλγία.
Και το πρωί που αντάμωναν αδέρφια και γειτόνοι,
όποια κουβέντα έπιαναν στα ίδια καταλήγαν,
πως είδαν και στον ύπνο τους του γυρισμού το δρόμο.
Κι όταν το ρίχναν στο ρακί κι έρχονταν στα μεράκια,
τσίγκριζαν τα ποτήρια τους κι «άντε καλή πατρίδα».
Μα ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι,
πόλεμος, φτώχεια, κατοχή, κατόπι κι ο εμφύλιος,
γονάτισαν για τα καλά, ελπίδα από κανέναν.
Ξεχάστηκε ο γυρισμός, θάμπωσε κι η Πατρίδα,
τώρα μια έννοια είχανε, κοίταζαν πώς θα ζήσουν.
Οι πόλεμοι σαν τέλεψαν κι ειρήνεψε η ζωή τους,
οι νιοί δουλειά δεν έβρισκαν, μαύρη απελπισία,
έρχονταν μέρες που έλειπε και το ψωμί ακόμα.
Και σαν να μην τους έφτανε της προσφυγιάς ο πόνος
κι άλλο κακό ήταν γραφτό στα γηρατειά να ζήσουν
«Φεύγουν πολλοί στην ξενιτιά, μπορεί να είναι λύση».
Και σαν την επιστράτευση, που τα χωριά ερημώνει,
ήρθε η μετανάστευση, μάζεψε τα παιδιά τους,
σε Αυστραλία, Αμερική, Βέλγιο, Γερμανία,
μα οι πιο πολλοί προτίμησαν να πάνε στη Ζυρίχη.
Όχι να καταθέσουνε παράδες που δεν είχαν,
μα να δουλέψουνε σκληρά, να βγάλουν το ψωμί τους.
Και δούλεψαν και πρόκοψαν, κι έβγαλαν και παράδες,
και στους γονείς τους έστελναν, να έχουν για να ζήσουν,
και φάρμακα να πάρουνε και στο γιατρό να πάνε.
Μα οι γονείς τους πιότερο ήθελαν τα παιδιά τους,
γιατί τον πόνο της ψυχής παράδες δεν γιατρεύουν.
Και όλο τους ρωτούσανε, αν θα γυρίσουν πίσω,
να ζήσουνε λίγη χαρά κι αυτοί στα υστερνά τους,
μα σαν την Κίρκη, η ξενιτιά, τους κράτησε κοντά τους.
Οι χρόνοι εδιαβήκανε κι ήρθε το πεπρωμένο,
αυτοί που στήσαν το χωριό έφυγαν ένας ένας.
Μα δεν φύγαν μονάχοι τους, μόν’ πήρανε μαζί τους
τη γλώσσα τους, τα αντέτια τους κι όλες τις παραδόσεις,
κι ορφάνεψε και φτώχυνε η ίδια η ζωή μας.
Μέρα τη μέρα το χωριό έχανε την ψυχή του,
τα σπίτια αραχνιάσανε, οι δρόμοι ερημώσαν,
τα καφενεία σφάλισαν, θαμώνες δεν υπάρχουν.
Κι αυτοί που απομείνανε, κι αυτοί που αλλού ριζώσαν,
όσο και αν προκόψανε, ζουν με τις αναμνήσεις,
για τη ζωή τους στο χωριό που πίσω δεν γυρίζει.
Γιώργος Μάνος
19. 4. 2024
Πρώτη δημοσίευση